Τελικά τι είναι ο άνθρωπος; Τι τον κάνει τόσο ξεχωριστό από τους χιμπαντζήδες και τα υπόλοιπα ζώα του πλανήτη; Και όμως ο άνθρωπος επιβιώνει ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις ξεπερνώντας πολλές φορές τα όρια αυτού που ονομάζουμε ανθρωπισμός
Ήταν απόγευμα. 13 Οκτωβρίου 1972. Αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης που μετέφερε 40 αθλητές και παράγοντες ομάδας ράγκμπι και πενταμελές πλήρωμα συνετρίβη σε μία βουνοκορφή στις Άνδεις στα σύνορα Χιλής και Αργεντινής, σε υψόμετρο 4.200 μέτρων.
Από τους 45 επιβαίνοντες της συντριβής επιβίωσαν οι 33. Άλλοι τρεις πέθαναν έως το επόμενο πρωινό, ενώ άλλος ένας υπέκυψε οκτώ μέρες μετά την αεροπορική τραγωδία. Απέμειναν 29 άνθρωποι ζωντανοί για να δώσουν τη δική τους μάχη να κρατηθούν στη ζωή αφού αντιμετώπισαν τις εφιαλτικές συνθήκες με θερμοκρασίες που έφθαναν τους 40 βαθμούς Κελσίου υπό το μηδέν αλλά και την απόλυτη εξαθλίωση και πείνα.
Μόλις 16 κατάφεραν να μείνουν ζωντανοί στις 72 ημέρες που έκαναν οι διασώστες να φθάσουν κοντά τους και να τους γλιτώσουν από την παγωμένη κόλαση. Για να επιβιώσουν αναγκάστηκαν να φάνε ακόμη και τις σάρκες των νεκρών συνεπιβατών τους.
Ανάμεσα στους 16 επιζήσαντες ήταν και ο δρ. Ρομπέρτο Κανέσα ο οποίος μαζί με άλλον έναν επιζήσαντα περπάτησαν στο παγωμένο βουνό για δέκα ημέρες, αναζητώντας βοήθεια. Μιλώντας στη Sun στην 40ή επέτειο της αεροπορικής τραγωδίας, περιέγραψε τον εφιάλτη και έδωσε μάθημα επιβίωσης και ορίων.
“Αισθανόμουν ότι εκμεταλλευόμουν τους νεκρούς φίλους μου. Αλλά μετά σκεφτόμουν ‘αν πέθαινα θα ήθελα να έδινα το σώμα μου για να χαρίσω ζωή σε άλλους. Ήταν πηγή πρωτεΐνης και λίπους, η μόνη πηγή που είχαμε. Αλλά ήταν απεχθές. Μέσα από τα μάτια της πολιτισμένης κοινωνίας μας, ήταν αηδιαστική απόφαση. Αισθανόμουν ταπεινωμένος. Η αξιοπρέπειά μου είχε καταβαραθρωθεί, αφού έπρεπε να φάω το κομμάτι ενός φίλου μου και να το φάω για να επιβιώσω. Και εκείνη τη στιγμή έλεγα ‘είναι καλύτερα να πεθάνω; Αλλά μετά σκέφτηκα τη μητέρα μου και ήθελα να κάνω το καλύτερο δυνατό για να επιστρέψω να τη δω. Κατάπια ένα κομμάτι και ήταν ένα τεράστιο βήμα, στη συνέχει τίποτα δεν συνέβη”. Και πρόσθεσε: “Αυτό που μας κρατούσε δυνατούς ήταν η σκέψη της επόμενης μέρας. “Ίσως αύριο” αυτό ήταν που μας κράτησε ζωντανούς για 72 μέρες. “Ίσως αύριο!” αυτό ήταν το σύνθημά μας”.
Το ιστορικό της τραγωδίας
Η πτήση 571 της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης απογειώθηκε από το Μοντεβιδέο στις 12 Οκτωβρίου του 1972 με προορισμό το Σαντιάγο. Η Old Christians, ομάδα ράγκμπι της χώρας, θα έπαιζε φιλικό στην πρωτεύουσα της Χιλής. Λόγω κακών καιρικών συνθηκών, ο κυβερνήτης προσγειώθηκε στην πόλη της Αργεντινής, Μεντόζα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου διανυκτέρευσαν.
Οι επιβάτες πίεσαν το πλήρωμα και έτσι η πτήση απογειώθηκε για το Σαντιάγο στις 13 Οκτωβρίου. Ωστόσο, πάνω από τη Χιλή παρουσιάστηκε πρόβλημα στο αεροσκάφος που έχασε ύψος με αποτέλεσμα να προσκρούσει στο βουνό και να χάσει τμήμα της ουράς. Ακολούθως συνετρίβη στο χιόνι. Από τους 45 επιβαίνοντες οι 12 σκοτώθηκαν ακαριαία.
Η μόνη επαφή τους με τον κόσμο ήταν ένα ραδιόφωνο που είχαν όπου άκουγαν τις ειδήσεις οι οποίες μεταδίδονταν γι’ αυτούς, ενώ έβρισκαν καταφύγιο από το πολικό ψύχος, το χιόνι και τους ανέμους την κατεστραμμένη άτρακτο του αεροπλάνου. Από το ραδιόφωνο άκουσαν ότι οι αρμόδιοι εγκατέλειψαν την επιχείρηση έρευνας και εντοπισμού επιζώντων έπειτα από οκτώ ημέρες. Και τότε αντιλήφθηκαν τη σκληρή μοίρα τους.
Στην 30ή επέτειο της τραγωδίας ο Κάρλος Παές Ροντρίγκες είχε δηλώσει: “Όταν μάθαμε ότι οι έρευνες σταμάτησαν, ότι δεν υπήρχαμε πλέον για τον κόσμο, έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση. Δεν μας είχε απομείνει τίποτα άλλο από τρόφιμα”. Όπως πρόσθεσε ο Παές Ροντρίγκες, ο οποίος τότε ήταν 18 ετών: “Καταρτίσαμε μια λίστα με 130 εστιατόρια στο Μοντεβιδέο. Κανονικός μαζοχισμός”.
Πέρα από την έλλειψη τροφής, οι επιζήσαντες είχαν να αντιμετωπίσουν τις καιρικές συνθήκες με πολικές θερμοκρασίες και καταιγίδες. Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν άντεξαν και υπέκυψαν. Οι πιο δυνατοί απομακρύνονταν προσπαθώντας, μάταια, να καταλάβουν πού βρίσκονται. Το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε τα συντρίμμια του αεροσκάφους σκοτώνοντας επτά άνδρες και μια γυναίκα.
Οι επιζήσαντες χάραξαν έναν σταυρό στο χιόνι με τα απομεινάρια των αποσκευών ελπίζοντας ότι θα είναι ορατός από ψηλά και θα καταφέρουν να τους εντοπίσουν.
Τριμελής ομάδα ξεκίνησε την πορεία στη χιονισμένη οροσειρά με σκοπό να φθάσει στη Χιλή και να επιστρέψει φέρνοντας βοήθεια. Έπειτα από αρκετές ώρες περπάτημα βρήκαν την ουρά του αεροπλάνου η οποία δεν είχε υποστεί σοβαρή ζημιά. Μέσα και γύρω από την ουρά υπήρχαν βαλίτσες με τσιγάρα, καραμέλες, καθαρά ρούχα ακόμη και κόμικς. Η τριμελής ομάδα αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα και να συνεχίσει την πεζοπορία το επόμενο πρωί.
Την επομένη, σχεδόν παγωμένοι μέχρι θανάτου, θεώρησαν ότι θα ήταν σοφότερο να αφαιρέσουν τις μπαταρίες από την ουρά και να επιστρέψουν στην άτρακτο απ’ όπου θα έστελναν σήματα SOS με τον ασύρματο του αεροπλάνου. Οι μπαταρίες ήταν πολύ βαριές κι έτσι γύρισαν στην άτρακτο, απέσπασαν τον ασύρματο και κατευθύνθηκαν πάλι πίσω στην ουρά. Οι προσπάθειές τους να θέσουν τον ασύρματο σε λειτουργία απέτυχαν.
Το ταξίδι πέρα από το βουνό ήταν πλέον η μόνη τους ελπίδα για να βρουν βοήθεια. Στις 12 Δεκεμβρίου 1972, δύο μήνες μετά τη συντριβή, οι Παράδο, Κανέσα και Βιζιντίν ξεκίνησαν το ταξίδι μέχρι το βουνό. Την τρίτη ημέρα του οδοιπορικού, ο Παράδο έφτασε πρώτος στην κορυφή από όπου μακριά στον ορίζοντα διέκρινε την κόκκινη κοιλάδα της Χιλής. Οι Παράδο και Κανέσα συνέχισαν να περπατάνε στο βουνό ακολουθώντας το ρέμα ενός ποταμού, στο τέλος του οποίου συνάντησαν ντόπιους κατοίκους.
Μερικές ημέρες αργότερα ο Παράδο οδήγησε ομάδες διάσωσης με ελικόπτερα στο σημείο της συντριβής, όπου βρίσκονταν οι υπόλοιποι επιζώντες. Η ιστορία τους έγινε ταινία και κυκλοφόρησε το 1993 με τον τίτλο «Οι Επιζήσαντες».