Όπως προέκυψε από την έρευνα το κύκλωμα ήταν δομημένο στα πρότυπα αλλοδαπής οργάνωσης.
Τα μέλη διακινούσαν κυρίως κοκαΐνη και «άσπριζαν» το βρώμικο χρήμα μέσω επιχειρήσεων που διατηρούσαν.
Προκειμένου να επικρατήσουν στις αγορές των περιοχών και να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό, ανέπτυσσαν συνεργασίες και κοινή μεθοδολογία δράσης με άλλα άτομα της περιοχής, έχοντας κοινό «τιμοκατάλογο» και «πελατολόγιο».
Τα μέλη επικοινωνούσαν μέσω διαδικτυακών εφαρμογών, διατηρώντας σύντομες συνομιλίες και χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα προκειμένου να περιορίσουν τον κίνδυνο εντοπισμού τους.
Αποθήκευαν τις ναρκωτικές ουσίες σε σημεία «καβάντζες» που διατηρούσαν, ενώ την απόκρυψη των ουσιών αναλάμβαναν και τρίτα πρόσωπα που δεν εμπλέκονταν στην περαιτέρω διακίνηση.
Επιπλέον, προμηθεύονταν τις ναρκωτικές ουσίες από διάφορα άτομα, σε ελεγχόμενες ποσότητες προκειμένου να διατηρούν τον έλεγχο και να μειώσουν τις πιθανότητες εντοπισμού τους.
Οι συναλλαγές πραγματοποιούνταν με τους εξής τρόπους: με απευθείας παραλαβή από τις κατοικίες τους, με παράδοση από τα στέκια τους, με παράδοση από προσυμφωνημένα σημεία και με παραλαβή από τις «καβάντζες» που απέκρυπταν τις ποσότητες.
Η πληρωμή για την προμήθεια των ναρκωτικών πραγματοποιούνταν με μετρητά, διατραπεζικές μεταφορές, πληρωμές μέσω μηχανημάτων POS που διέθεταν οι επιχειρήσεις που διατηρούσαν ή με υλικές απολαβές.
Πραγματοποιούσαν ακόμα εκπτώσεις και πιστώσεις στους «καλούς πελάτες», ενώ παρουσιάζονταν ιδιαίτερα απειλητικοί σε αυτούς που δεν ήταν συνεπείς στις πληρωμές τους.