Ποινή κάθειρξης 12 ετών χωρίς αναστολή επέβαλε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων σε 61χρονη Βουλγάρα μέλος κυκλώματος με τηλεφωνικές απάτες σε βάρος 17 κυρίως ηλικιωμένων ατόμων.
Οι δράστες προφασιζόμενοι τους αστυνομικούς και τους γιατρούς έλεγαν στα θύματα ότι κινδυνεύουν συγγενικά τους πρόσωπα και τους αποσπούσαν χρηματικά ποσά και χρυσαφικά και λίρες. Η λεία των κλοπιμαίων ξεπερνάει τις 280. 000 ευρώ ενώ η 61χρονη ενεργούσε ως εισπράκτορας.
Το δικαστήριο δεν αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό στην κατηγορούμενη ενώ αποφάσισε η έφεση της να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην εκτέλεση της ποινής κι έτσι οδηγήθηκε στη φυλακή.
“Στις 12:21 με πήραν τηλέφωνο. Ήταν ένας άγνωστος που μου είπε ότι ήταν αστυνομικός. Κάποιος άλλος από μέσα έκανε πως είναι ο εγγονός μου και άρχισε να κλαίει. Μου είπαν ότι έμπλεξε με Αλβανούς και ότι θα πάει φυλακή. Τρελάθηκα! Τι να κάνω; Ήρθε αυτή (σ.σ. έδειξε την κατηγορουμένη) και πήρε 1500 ευρώ στην αρχή. Εγώ μάζεψα αυτά τα λεφτά με τον ιδρώτα μου. Μου είπαν ότι δεν φτάνουν. Πήγα στην τράπεζα και έβγαλα άλλες 6000. Μου είπαν “θα τα βάλεις μέσα στον κάδο” . Πήγα σπίτι. Δυο μέρες το τηλέφωνο ήταν κατεβασμένο. Μου ζήτησαν κι άλλα. Πήγα στην τράπεζα και ζήτησα και άλλα. Ο τραπεζικός με ρώτησε μήπως ήταν καμιά απάτη. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με το γιο, μου δύο μέρες . Τα είχα χαμένα. Την 3η φορά τους έδωσα 25.000 ευρώ. Πήγα εκεί που μου είπαν έψαχνα κανέναν αστυνομικό. Μετά 5 μέρες ήρθε η εγγονή μου και μου είπε ότι ήταν με τον αδελφό της βόλτα στην παραλία. Ρώτησα “δεν είναι φυλακή;” .”Τι λες ρε γιαγιά, τρελάθηκες;” μου απάντησε ” κατέθεσε μια ηλικιωμένη κυρία- θύμα της απάτης.
Άλλη παθούσα κατέθεσε: “Με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι η κόρη μου χτύπησε και ότι είναι στο νοσοκομείο. Μου είπαν να πάω στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Άφησα 1500 ευρώ και κοσμήματα”.
Άλλη μια γυναίκα κατέθεσε: “Είπαν ότι η κόρη μου χτύπησε και πήγε στο νοσοκομείο. Ότι έσπασε το πόδι της και χρειάζεται χρήματα για την εγχείρηση. απάντησα πως δεν έχω χρήματα.. “Μήπως έχετε χρυσαφικά; ” με ρώτησαν. Ήρθε η κατηγορούμενη και της τα έδωσα. Την περίμενε ταξί και έφυγε.
Στην απολογία της η κατηγορουμένη ισχυρίστηκε τα εξής: “Κάηκε το σπίτι της μαμάς μου. Από τότε ήταν στο γηροκομείο και δεν έφτανε η σύνταξη. Ήρθα στην Ελλάδα για να εργαστώ για να βοηθήσω την μαμά μου. Κοιτούσα ηλικιωμένους, προσπαθούσα να μαζέψω χρήματα για να βοηθήσω τη μαμά μου. Η… (σ.σ. ανέφερε όνομα μιας Βουλγάρας) με πλήρωσε δύο φορές από 1000 ευρώ. Με απείλησαν ότι αν δεν θα συνεχίσω θα στείλει κάποιους Αλβανούς να μου κάνουν κακό, στην κόρη μου και στον εγγονό. Ζούσα με αυτό τον φόβο. Τη δεύτερη φορά που παρέλαβα κατάλαβα ότι είναι κάτι παράνομο και ότι μέσα στη σακούλα υπήρχαν χαρτονομίσματα . Πριν από αυτό, ούτε στη Βουλγαρία, ούτε στην Ελλάδα δεν είχα ασχοληθεί με κάτι παράνομο”.
Η 61χρονη κατονόμασε μια συμπατριώτισσα της η οποία είχε ενεργό ρόλο στην άπατη κι άλλον έναν συμπατριώτη της ως συνεργό, με τον οποίο μιλούσε στο τηλέφωνο.