Τα σχέδια της κυβέρνησης Ντόναλντ Τραμπ για την Ουκρανία αποκαλύπτει ανώτερος σύμβουλος του λέγοντας ότι θα επικεντρωθεί στην επίτευξη ειρήνης στον πόλεμο και όχι στην ανάκτηση εδαφών, όπως η Κριμαία.
Ο Μπράιαν Λάντζα, στρατηγικός σύμβουλος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, δήλωσε στο BBC ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα ζητήσει από τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι τη δική του εκδοχή ενός «ρεαλιστικού οράματος για την ειρήνη».
«Και αν ο πρόεδρος Ζελένσκι έρθει στο τραπέζι και πει, λοιπόν, ότι μπορούμε να έχουμε ειρήνη μόνο αν έχουμε την Κριμαία, μας δείχνει ότι δεν είναι σοβαρός», είπε.
Η Ρωσία προσάρτησε τη χερσόνησο της Κριμαίας το 2014. Οκτώ χρόνια αργότερα, εξαπέλυσε μια πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία και έχει καταλάβει εδάφη στα ανατολικά της χώρας.
Ο Τραμπ έχει ήδη μιλήσει με τον Ζελένσκι από τότε που κέρδισε τις αμερικανικές εκλογές – οι δύο τους είχαν τηλεφωνική επικοινωνία την Τετάρτη (8/11), στην οποία συμμετείχε και ο δισεκατομμυριούχος Ίλον Μασκ.
«Ήταν μια σύντομη συνομιλία με τον Μασκ, αλλά ήταν μια καλή μακρά συζήτηση με τον Τραμπ, διήρκεσε περίπου μισή ώρα», δήλωσε στο BBC πηγή στο προεδρικό γραφείο της Ουκρανίας.
«Δεν ήταν πραγματικά μια συζήτηση για να μιλήσουμε για πολύ ουσιαστικά πράγματα, αλλά συνολικά ήταν πολύ ζεστή και ευχάριστη».
Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι προτεραιότητά του είναι να τερματίσει τον πόλεμο και να ανακόψει την αφαίμαξη των αμερικανικών πόρων.
Οι αντίπαλοί του στους Δημοκρατικούς τον έχουν κατηγορήσει ότι προσπαθεί να δείξει καλό πρόσωπο στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Ακόμη υποτηρίζουν ότι η προσέγγισή του στον πόλεμο ισοδυναμεί με παράδοση της Ουκρανίας και θα θέσει σε κίνδυνο όλη την Ευρώπη.
Τον περασμένο μήνα, ο Ζελένσκι παρουσίασε στο ουκρανικό κοινοβούλιο ένα «σχέδιο νίκης» που περιελάμβανε την άρνηση ανταλλαγής των εδαφών και της κυριαρχίας της Ουκρανίας.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ δήλωσε επανειλημμένα ότι θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας «σε μια μέρα», αλλά δεν έδωσε λεπτομέρειες. Ένα έγγραφο που συνέταξαν δύο πρώην επικεφαλής της εθνικής του ασφάλειας τον Μάιο ανέφερε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να συνεχίσουν την παροχή όπλων, αλλά να εξαρτήσουν την υποστήριξη από την έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών του Κιέβου με τη Ρωσία.
Η Ουκρανία δεν θα πρέπει να εγκαταλείψει τις ελπίδες της να πάρει πίσω όλα τα εδάφη της από τη ρωσική κατοχή, ανέφερε το έγγραφο, αλλά θα πρέπει να διαπραγματευτεί με βάση τις τρέχουσες γραμμές του μετώπου.
Ο Λάντζα δεν αναφέρθηκε σε περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας, αλλά είπε ότι η ανάκτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία είναι μη ρεαλιστική και «δεν είναι στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών».
«Όταν ο Ζελένσκι λέει ότι θα σταματήσουμε τις μάχες, θα υπάρξει ειρήνη μόνο όταν επιστραφεί η Κριμαία, έχουμε νέα για τον πρόεδρο Ζελένσκι: Η Κριμαία έχει φύγει», δήλωσε στην εκπομπή Weekend της Παγκόσμιας Υπηρεσίας του BBC.
«Και αν αυτή είναι η προτεραιότητά σας να πάρετε πίσω την Κριμαία και να βάλουν Αμερικανούς στρατιώτες να πολεμήσουν για να πάρουν πίσω την Κριμαία, είστε μόνοι σας».
Η προτεραιότητα των ΗΠΑ ήταν «η ειρήνη», είπε.
«Αυτό που θα πούμε στην Ουκρανία είναι, ξέρετε τι βλέπετε; Τι βλέπετε ως ένα ρεαλιστικό όραμα για την ειρήνη. Δεν είναι ένα όραμα για τη νίκη, αλλά είναι ένα όραμα για την ειρήνη. Και ας αρχίσουμε την ειλικρινή συζήτηση», είπε.
Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ο Πούτιν συνεχάρη τον Τραμπ για την εκλογική του νίκη και δήλωσε ότι ο ισχυρισμός του Τραμπ ότι μπορεί να βοηθήσει στον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία «αξίζει τουλάχιστον προσοχής».
Ο σύμβουλος του Τραμπ επέκρινε επίσης την υποστήριξη που παρείχαν η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις και οι ευρωπαϊκές χώρες στην Ουκρανία μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο του 2022.
«Η πραγματικότητα επί τόπου είναι ότι τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη και ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν έδωσαν στην Ουκρανία την ικανότητα και τα όπλα για να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο από την αρχή και απέτυχαν να άρουν τους περιορισμούς για να κερδίσει η Ουκρανία», είπε.
Οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στην Ουκρανία – μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και τέλους Ιουνίου 2024, παρέδωσαν ή δεσμεύτηκαν να παραδώσουν όπλα και εξοπλισμό αξίας 55,5 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία, έναν γερμανικό ερευνητικό οργανισμό.