Συγκλονιστική συνέντευξη έδωσε ο 29χρονος Έλληνας ποδοσφαιριστής, Γιάννης Σιμώσης, ο οποίο αναφέρθηκε στον εθισμό του στον τζόγο και στο που τον έφτασε αυτός.
Στην Αυστραλία αγωνίζεται τα τελευταία χρόνια ο Γιάννης Σίμωσης και πιο συγκεκριμένα στην Αδελαϊδ Ολιμπίκ. Ο 29χρονος φορ ξεκίνησε από τον Πανιώνιο, ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, Πανθρακικός, Κέρκυρα και κάποια στιγμή… χάθηκε. Ο ίδιος μίλησε στην ΕΡΑ Σπορ και… συγκλονίζουν οι αναφορές του για τον τζόγο, καθώς εθίστηκε και προς στιγμήν βρέθηκε κατάφατσα με την καταστροφή. Ομως ξεπέρασε το πρόβλημα, πλέον είναι «καθαρός» και παρότρυνε όλους όσους αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα να… παλέψουν με το «θηρίο».
«Σήμερα συμπληρώνω 38 μήνες αποχής από τον τζόγο. Είμαι 38 μήνες καθαρός. Έπαιζα κυρίως στοίχημα, αλλά είχα δοκιμάσει όλα τα ήδη τζόγου όπως καζίνο, ιππόδρομο κτλπ. Θυμάμαι τον εαυτό μου να ξεκινά με απλά στοιχήματα με φίλους στο μπιλιάρδο από τα 12-13 μου χρόνια. Ειδικά όταν έφυγα στην Αθήνα για τον Πανιώνιο μετά τα 15, ήμουν μόνος και είχα δικά μου λεφτά, ξέφευγα όλο και πιο πολύ», είπε αρχικά. Και μετά ρωτήθηκε γιατί έπαιζε τόσο πολύ.
«Είχα μεγάλη οικονομική άνεση από την οικογένειά μου. Στην αρχή όταν πρωτοέπαιξε κέρδισα και είδα ότι «το έχω», οπότε νόμισα ότι θα συνεχίσω έτσι και θα γίνω εκατομμυριούχος. Όμως το μηχάνημα δεν μπορεί να το κερδίσει κανείς. Η οικογένειά μου ήταν και είναι εξαιρετική. Εγώ φορούσα τα καλά μου ρούχα, είχαμε και ένα καλό όνομα στην γειτονιά, έπαιζα ποδόσφαιρο, ήμουν κοινωνικός και όλοι έλεγαν τα καλύτερα, αλλά τελικά είχα πολλά προσωπεία. Όποτε ήθελα είχα το καλό πρόσωπο».
Για το αν επηρεάστηκε η καριέρα του εξαιτίας του εθισμού του σχολίασε πως «μέχρι πριν τρία χρόνια άλλαζα συνέχεια ομάδα λόγω της αστάθειας του χαρακτήρα μου. Αγαπάω πάρα πολύ το ποδόσφαιρο. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως παρά την μεγάλη μου αγάπη δεν μπόρεσα ποτέ να αφοσιωθώ στο 100%. Ο εθισμός μου είχε συνέπειες στην επαγγελματική μου καριέρα που ξεκίνησε λαμπρά από τον Πανιώνιο σε ηλικία μόλις 17 ετών στην Super League, αλλά όταν έχεις χάσει… ένα καράβι λεφτά δεν μπορείς να είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος».
Ακολούθως είπε ότι «είναι κάτι που θεωρώ γίνεται σε όλες τις χώρες, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά ίσως εδώ συζητιέται περισσότερο. Πολλές φορές, ειδικά σε μικρότερες κατηγορίες που οι παράγοντες δεν έχουν γνώση μπορεί να στηθούν αγώνες και από τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές. Δεν είναι κάτι παράλογο. Στις μεγαλύτερες κατηγορίες υπάρχει εκβιασμός από παράγοντες και μπουκ ώστε να βγουν τα χρωστούμενα με κάποιο τρόπο. Στην Ελλάδα μπορεί να μην έχει καταδικαστεί κανείς, παρά κάποιοι λίγοι, αλλά και αυτό είναι για τα μάτια του κόσμου».
Στη συνέχεια πάντως ξεκαθάρισε πως ο ίδιος δεν έχει ποντάρει ποτέ αγώνα που έπαιξε. «Δεν έχω παίξει ποτέ κατά της ομάδας μου παρότι ήξερα τα αποτελέσματα ορισμένες φορές. Φυσικά υπήρχε τζόγος. Εγώ πάντα ήθελα όταν αγωνίζομαι να κερδίζω και να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό και αυτό έκανα. Θυμάμαι μια φορά χαρακτηριστικά, ήμουν στον πάγκο και μπήκα μέσα τελευταία στιγμή. Αλλάξαμε όλη την ενδεκάδα βάζοντας τους σχετικά πιο αδύναμους παίχτες. Σκόραρα, προηγηθήκαμε και κατά κάποιο τρόπο υπήρξε κάποιο άγχος, αλλά στην συνέχεια μας συνέτριψαν».
Μετά μίλησε για το πότε και γιατί αποφάσισε να βάλει ένα τέρμα σε όλα αυτά. «Στο τέρμα έφτασα πριν τρία χρόνια και τρεις μήνες. Τότε συνέβη κάτι στον πατέρα μου που είχε μια επιχείρηση. Τον κατασπαράξανε και μείναμε «στον δρόμο». Είχα κλέψει χρήματα από τον πατέρα μου, το κατάλαβε και μου είπε ότι θα βρίσκαμε μια λύση ή θα έφευγα από το σπίτι. Πήγα σε Κέντρο Απεξάρτησης. Το Κέντρο με βοήθησε γιατί ενώ αρχικά μπήκα για να μπω, όσο περνούσαν οι μέρες και ήμουν καθαρός από τον τζόγο καταλάβαινα πως υπάρχει ζωή και χωρίς τον τζόγο.
Το μυαλό μου καθάρισε. Σήμερα είμαι πεπεισμένος και σίγουρος για αυτό γιατί έχω και ανθρώπους δίπλα μου που με στηρίζουν και με βοηθάνε. Πήγα σε κέντρο απεξάρτησης και το έκανα για να το κάνω. Έφτασα στον δικό μου πάτο. Δεν υπάρχει πάτος βέβαια, πάντα υπάρχει και κάτι πιο κάτω. Έψαχνα βαθιά μέσα μου σανιδά σωτηρίας. Όταν μπήκα στο κέντρο απεξάρτησης, μέρα με τη μέρα το μυαλό μου άλλαζε και όσο περνούν οι μέρες και δεν παίζεις και είσαι καθαρός, βλέπεις όπως προανέφερα ότι υπάρχει ζωή και χωρίς τον τζόγο.
Κάτι που τότε δεν το έβλεπα. Σήμερα είμαι πεπεισμένος και σίγουρος επειδή έχω και ανθρώπους δίπλα μου που με βοηθάνε. Το πρώτο βήμα για να ξεκινήσεις την απεξάρτηση είναι να αποδεχθείς ότι είσαι άρρωστος. Αυτό είναι και το δυσκολότερο κομμάτι. Εγώ αντιδρούσα και δεν ήθελα να το αποδεχθώ. Σήμερα όμως το γνωρίζω και το αποδέχομαι. Προσέχω σαν τους διαβητικούς. Δεν θα φάω ότι δεν πρέπει, αυτό είναι το πρώτο απ’ όλα».
Κλείνοντας τόνισε πως «έκλεβα την οικογένειά μου για να παίξω στοίχημα. Δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό. Κάθε εθισμός έχει τους δικούς του πόνους, ψυχοσωματικούς. Ο τζόγος έχει στερήσεις, πόνο, τρέλα, παράνοια. Εμένα χάλασαν τα δόντια μου από το άγχος και τα μαλλιά μου άσπρισαν και πέσανε. Με βοήθησε το ότι ήμουν εσώκλειστος τρεις μήνες στο σπίτι χωρίς κινητό με επαφή μόνο μια εβδομάδα με την οικογένεια μέσω τηλεφώνου από το Κέντρο. Ήταν ένα Πανεπιστήμιο εκεί μέσα. Είμαι πλέον στην Οργάνωση Ανώνυμων Τζογαδόρων.
Θεωρώ πως αφού τα κατάφερα εγώ, μπορούν να τα καταφέρουν όλοι. Θέλω να βοηθήσω σε ότι περνάει από το χέρι μου. Τέλος, να επισημάνω ότι δεν έχει σχέση το πόσο παίζεις για να καταλάβεις ότι έχεις εξάρτηση. Κάποιος που έχει ένα και χάνει ένα, έχει το ίδιο πρόβλημα με αυτόν που έχει δέκα και χάνει δέκα. Ο άρρωστος παίζει όσα έχει. Αν έχει πενήντα σεντς, θα παίξει πενήντα σεντς, αν έχει ένα εκατομμύριο θα παίξει ένα εκατομμύριο…»