Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία μιας γυναίκας από το Μάτι καταγγέλλοντας το λιμενικό και κάνοντας λόγο το ότι σώθηκαν από τους εθελοντές.
Η μια από τους τέσσερις πυρόπληκτους πανεπιστημιακούς που συγκαταλέγονται στους επιζώντες της φονικής φωτιάς στο Μάτι και ζητούν απόδοση ποινικών ευθυνών στους υπαίτιους, βάζοντας στο στόχαστρο μεταξύ άλλων και τον Κεντρικό Λιμενάρχη της Ραφήνας μίλησε ένα μήνα μετά την τραγωδία.
Όπως η ίδια λέει παρά τις δεκάδες κλήσεις που έκανε στο Λιμεναρχείο όλες αγνοήθηκαν ενώ οι λάθος χειρισμοί του Λιμενάρχη έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή της 10χρονης κόρης της και του άντρα της.
«Ο μοναδικός φορέας που στην ουσία θα έσωζε κόσμο εκείνη την ημέρα ήταν το Λιμενικό, το οποίο δεν έκανε τίποτα. Εγώ μπήκα σε μια διαδικασία να αναζητήσω το Λιμενικό γιατί εγώ ήμουν σε ξεχωριστό σημείο από το σημείο στο οποίο βρισκόταν ο άντρας μου, η 10χρονη κόρη μου και η ανιψιά μου. Ήμασταν τυχεροί γιατί το σπίτι μας ήταν κοντά στη θάλασσα γιατί όταν ο άντρας μου βγήκε στον κήπο για να πάει με το παιδί μου στη θάλασσα , οι φλόγες είχαν ήδη φτάσει στα απέναντι σπίτια που είναι πάνω στην Ποσειδώνος. Η ανιψιά μου έχει εγκαύματα στο πόδια από τις φλόγες που έπεφταν την ώρα που έτρεχαν για να σωθούν.
Εγώ ήμουν σε άλλο σημείο , είχα μεγάλη αγωνία για τον άντρα μου και το παιδί μου. Ήμουν συνέχεια στα τηλέφωνα μαζί τους και ο μοναδικός τρόπος για να σωθούν όλοι ήταν το Λιμενικό . Αρχίζω , λοιπόν και παίρνω το κλασικό τηλέφωνο του Λιμενικού αλλά δεν απαντούσε κανένας εκεί. Μετά παίρνω τηλέφωνο το 100 και τους φωνάζω «τρέξτε γρήγορα, είναι κόσμος στις παραλίες και στους δρόμους που τρέχει να σωθεί από τη φωτιά» και αυτοί με τη σειρά τους , μου λένε δεν είναι δική μας αρμοδιότητα , να πάρετε τηλέφωνο το Λιμενικό στον αριθμό 108 και μου το κλείνουν. Η πρώτη μου κλήση στο Λιμενικό θυμάμαι ότι ήταν 19.08 και λέω και σε αυτούς ότι «όλες οι παραλίες δίπλα από τη Ραφήνα που είναι κοντά στο Μάτι είναι γεμάτες με κόσμο , μικρά παιδιά , ηλικιωμένους που προσπαθούν να σωθούν από τη φωτιά και τους καπνούς. Τρέξτε γρήγορα αλλά επειδή είναι βραχώδεις οι παραλίες πρέπει να πάτε με σωσίβιες λέμβους». Μου έλεγαν « ναι ναι θα πάμε , μην ανησυχείτε» και αυτοί έλεγαν ψέματα . Εγώ, τους πίστευα και έλεγα στον άντρα μου και στο παιδάκι μου « μην ανησυχείτε θα έρθουν με σωσίβιες λέμβους να σας σώσουν» γιατί εγώ δεν μπορούσα να φτάσω κοντά τους γιατί επικρατούσε το αδιαχώρητο και ήμουν εγκλωβισμένη μέσα στο αυτοκίνητο κοντά στη Ραφήνα , όμως»
«Μαμά, βλέπω ξεφλουδισμένους ανθρώπους» μου έλεγε το παιδί μου
Ο κόσμος καιγόταν στο Μάτι , ο άντρας μου με το παιδί μου και την ανιψιά μου είχαν πέσει ήδη μέσα στη θάλασσα κι εγώ να παίρνω ανά δέκα λεπτά το Λιμενικό και να τους παρακαλάω να πάνε να τους σώσουν και μάλιστα τους έλεγα να πάω κι εγώ μαζί τους με σωσίβιες λέμβους που ήξερα το μέρος πολύ καλά και να τους δείξω για να βοηθήσουμε κόσμο .Δυστυχώς αυτοί με αντιμετώπιζαν ως γραφική. Το παιδί μου, μέσα από τη θάλασσα ,μου έστελνε μηνύματα « μανούλα μου , κρυώνω και τα μάτια μου τσούζουν». Εξίμισι ώρες ήταν μέσα στη θάλασσα το παιδί μου και έβαζε το κεφαλάκι του μέσα στην μπλούζα για να μην βλέπει αλλά δεν γινόταν .Θυμάμαι που μου έλεγε «μαμά , βλέπω ανθρώπους ξεφλουδισμένους από τα εγκαύματα οι οποίοι ουρλιάζουν από τους πόνους και μαμά ακούω εκρήξεις». Φανταστείτε την ψυχική οδύνη του παιδιού μου. Κατά τις 22.00 το βράδυ πήγε ένα πλοίο αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει γιατί είχε την καρίνα από κάτω, είχε βράχια και δεν έκανε τίποτα. Ο κόσμος φώναζε και με τα φώτα από τα κινητά τους έκαναν σήματα για να τους δουν και να τους σώσουν. Το Λιμενικό πήγε , έφυγε και εξαφανίστηκε» λέει η πανεπιστημιακός.
«Στις παραλίες , σκεφτείτε ότι πρέπει να ήταν 1000 άτομα. Ο κόσμος είχε μαζευτεί εκεί σαν τα ποντίκια. Oι άνθρωποι έπρεπε να κολυμπήσουν στα βαθιά της θάλασσας για να σωθούν από τους καπνούς. Ήρθε από τη Χακλκίδα σκάφος να βοηθήσει τους ανθρώπους που ήταν στη θάλασσα και δεν το άφησαν από το Λιμεναρχείο της Ραφήνας να πλησιάσει και να μαζέψει κόσμο.
Μετά ήρθε ένα ψαροκάικο όπου μπόρεσε και πήρε δυο οικογένειες γιατί δεν χωρούσαν παραπάνω άτομα , μέσα σε αυτούς ήταν και η δική μου οικογένεια και στη συνέχεια τους πήγαινε σε ένα μεγαλύτερο βαρκάκι όπου ήταν εθελοντές βαρκάρηδες για να τους πάνε σώους στο λιμάνι της Ραφήνας. Και μάλιστα , το μεγάλο το βαρκάκι άνηκε σε μια Γερμανίδα , κάτοικος της Νέας Μάκρης η οποία με την καλή της την καρδιά βοήθησε πολύ κόσμο να σωθεί εκείνο το βράδυ .
Επίσης, στρέφεται κατά του Λιμενάρχη Ραφήνας όπως η ίδια λέει, για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί τις ώρες της φονικής πυρκαγιάς άφηνε να δένουν πλοία της γραμμής στο λιμάνι, αποβιβάζοντας αυτοκίνητα και προκαλώντας κομφούζιο στους παραλιακούς δρόμους και δεύτερον γιατί, κατά την είσοδό τους στο λιμάνι τα πλοία προκαλούσαν επικίνδυνους κυματισμούς στους γύρω κόλπους, την ώρα που εκατοντάδες άνθρωποι πάλευαν να κολυμπήσουν για να σωθούν από τη φωτιά.
Κάποιοι άνθρωποι παρασύρθηκαν από τα κύματα και έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας αυτής της παράλογης πρακτικής, υπογραμμίζει η πανεπιστημιακός.