Ο Ηρόδοτος, πατέρας της Ιστορίας και Δωριέας στην καταγωγή, μας πληροφορεί ότι οι Δωριείς και ανάμεσά τους πρώτοι και καλύτεροι οι Σπαρτιάτες, ήταν μέρος των Μακεδόνων και ότι Δωριείς και Μακεδόνες ήταν μαχητές από την Πελοπόννησο που μαζί με τους Αθηναίους αγωνίστηκαν στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας και την Μάχη των Πλαταιών. Γι’ αυτό και οι Δωριείς, πάντα κατά τον Ηρόδοτο, ήταν νομάδες που έμεναν στην Πίνδο και συγκαταλέγονταν στους Μακεδόνες.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει σχετικά με τους Δωριείς:
‘Τὸ δὲ δωρικόν [ἔθνος] πολυπλάνητον κάρτα ἦν καὶ ἐν Πίνδῳ μακεδνόν καλούμενον.
Ἐπὶ μεν γαρ Δευκαλίωνος βασιλέος οἴκεε γῆν τὴν Φθιώτιν, ἐπὶ δὲ Δώρου τοῦ Ἕλληνος (οἴκεε) τὴν ὑπὸ τὴν Ὄσσαν τε καὶ τὸν Ὄλυμπον χώρην, καλεομένην δ’Ισταιώτιν˙ ἐκ δὲ τῆς Ἰσταιῶτιδος ὡς ἐξανέστη ὑπὸ Καδμείων, οἴκεε ἐν Πίνδω, Μακεδνόν καλεόμενον’’.
(Ηρόδ., Α΄ 56).
«Οι δε (Δωριείς) είχαν περιπλανηθεί επί πολύ. Διότι όταν βασίλευε ο Δευκαλίων κατοικούσαν τη Φθιώτιδα, και επί του Δώρου του υιού του Έλληνος (κατοικούσαν) την περιοχή στους πρόποδες της Όσσας και του Ολύμπου, η οποία ονομάζεται Ιστιαιώτις. Από την Ιστιαιώτιδα δε όταν εκδιώχθηκαν υπό των Καδμείων, κατοίκησαν την Πίνδο με το όνομα Μακεδνόν».
Σύμφωνα με την παράδοση του Ηροδότου (8ο βιβλίο, 137), η δυναστεία των Τημενιδών προερχόταν από το Άργος της Πελοποννήσου και εγκαταστάθηκε στην Μακεδονία. Οι Τημενίδες αφού ξεκίνησαν από το όρος Βέρμιο, στην συνέχεια υπέταξαν τα υπόλοιπα φύλα που κατοικούσαν στην Μακεδονία. Η αργειακή καταγωγή των Τημενιδών αναφέρεται και από τον Θουκυδίδη (Βιβλίο Β’, 99).
Σε ένα άλλο απόσπασμα, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Μακεδόνες ήταν Δωριείς και ότι κατοικούσαν στην περιοχή της Πίνδου (Βιβλίο 1, 56), μια είδηση, η οποία απαντάται και σε ένα άλλο απόσπασμα (Βιβλίο 8, 43). Σύμφωνα με αυτό το απόσπασμα, οι Δωριείς και οι Μακεδόνες είχαν κοινή καταγωγή (Δωρικόν τε και Μακεδνόν ἔθνος).
Η δωρική παρουσία στην Κάτω Ιταλία επιβεβαιώνεται χάρις στη μελέτη των τοπωνυμίων και των ονομάτων που έχουν αρχαία ελληνική προέλευση και πολλά ονόματα που είναι δωρικής προέλευσης, απαντούν και στην Μακεδονία.
Ο Ιταλός μελετητής De Vincentiis (Vocabolario del dialetto tarantino in corrispondenza della lingua italiana. Tarantο 1972, σελ. 69), για να στηρίξει την δωρική καταγωγή του Τάραντα της Νοτίου Ιταλίας, αναφέρει ότι κοντά στην πόλη υπάρχει μια αγροτική έκταση, η οποία ονομάζεται «Collepazzo».
Collepazzo είναι ένα σύνθετο μεσαιωνικό λατινικό τοπωνύμιο. Προέρχεται από το λατ. collis – is (ελλ. λόφος) και την κατάληξη – pazzo. Αυτή η αγροτική έκταση βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη των 4χλμ από την σημερινή πόλη του Τάραντα (Taranto). Στο σημείο εκείνο κατά την αρχαιότητα ξεκινούσαν τα τείχη της σπαρτιατικής πόλης του Τάραντα, ενώ στα ανατολικά βρισκόταν η Τημενίδειος Πύλη (Porta Temenida) (η πύλη που ήταν αφιερωμένη στην βασιλική δυναστεία των Τημενίδων), ακριβώς μπροστά από το ακρωτήριο La Penna.
Η ύπαρξη του ονόματος «Τημενίδαι» στον Τάραντα δηλώνει την ιστορική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην Μακεδονία, το Άργος και την πόλη του Τάραντα.
(Ετυμ. Τημενίδαι < ιων. τῆμος – δωρ. τᾶμος, «χρόνος » + κατ. – ίδαι)
Απόδειξη αυτής της γλωσσικής σχέσης είναι η παρουσία του όρου «μάτηρ» (Μητέρα των Θεών – Μητέρα Γη) στην αρχαία μακεδονική διάλεκτο και στις διαλέκτους και τα ιδιώματα της Νοτίου Ιταλίας (π.χ.Matera). Η λέξη Μά είναι συγκεκομμένος τύπος της Δωρικής λέξης μάτερ (μητέρα).
Στη Μακεδονία λατρευόταν η θεά Μά – Μητέρα των θεών. Σε στήλη η οποία έχει βρεθεί στον οικισμό Ράχη του δήμου Βεροίας Ημαθίας, προφανώς από το γειτονικό ιερό της Λευκόπετρας, αναγράφεται: ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ ΚΛΕΟ[- -] [ΤΑ Α]ΝΕΤΑ ΜΑ ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΕΝ [ΕΤ]ΟΥΣ ΕΣ
Δίπλα στις βασικές θεότητες των Μακεδόνων (Ζεύς, Ηρακλής Πατρώος, Ασκληπιός), στήν Πέλλα, στό Δίον, αλλά και σ’ άλλες πόλεις, όπως στην Λητή και τον Άνθεμούντα, υπάρχει η λατρείας μιας μεγάλης γυναικείας θεότητος με δύο όψεις, τήν μητρική και τήν παρθενική, άλλοτε ενσαρκωμένες σ’ ένα πρόσωπο, όπως ή Μήτηρ Θεών (Ιερό της Μητέρας των Θεών στη Πέλλα), καί άλλοτε σέ ζεύγος μητέρας και κόρης, όπως ή Δήμητρα καί ή Περσεφόνη. Μαζί με αυτές λατρεύεται ο Διόνυσος κατά την κλασσική και ελληνιστική εποχή.
Επομένως, με τον όρο «μακεδονική γλώσσα» δηλώνεται μία αρχαία ελληνική διάλεκτος δωρικής καταγωγής και όχι η επονομαζόμενη «Macedonian Language», η οποία είναι μια βουλγαρική διάλεκτος. Αυτή φέρει και στοιχεία από την σερβική γλώσσα και αυτό είναι τεκμήριο του γεγονότος ότι άρχισε να εκσερβίζεται με βάση τα ιδιώματα των περιοχών Prilep, Bitolja, Kicev και Veles από το 1944, όταν τα Σκόπια αποτέλεσαν την «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» στην ενιαία Γιουγκοσλαβία του Τίτο.
Ο τεχνητός εκσερβισμός της βουλγαρικής διαλέκτου των Σκοπίων και η κατασκευή από ομάδα γλωσσολόγων εθνικής δήθεν γλώσσας από τα επιμέρους ιδιώματα, είναι δείγμα της πολιτικής του Τίτο, για την κατασκευή μιας πλαστής γλωσσικής – εθνικής ταυτότητας, αλλά και για να αποφευχθούν οι διεκδικήσεις των Βουλγάρων, οι οποίοι θεωρούσαν τα Σκόπια και τους κατοίκους του βουλγαρική περιοχή.
Ο Ιταλός φιλόλογος και γλωσσολόγος Vittore Pisani σχολιάζει χαρακτηριστικά το παραπάνω πολιτικό σχέδιο, αναφέροντας ότι, πράγματι, ο όρος «μακεδονική γλώσσα» είναι προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης.
Η γλώσσα αυτή υπέστη τροποποιήσεις κατά τις αρχές του 20ου αιώνα και ιδίως από τον πρωθυπουργό των Σκοπίων, Λ. Κολισέφσκι, ο οποίος με την βοήθεια μιας επιτροπής αναμορφωτών αφαίρεσε τα βουλγαρικά στοιχεία, με αποτέλεσμα αυτή να αποκληθεί «κολισεφσκική σερβική».
Πρόκειται, δηλαδή, για μια νεοσλαβική, βουλγαροσλαβική γλώσσα της περιοχής των Σκοπίων, η οποία το 1918 αποτελούσε τμήμα της Νότιας Σερβίας ή της διοικητικής περιφέρειας του Βαρδάρη (Vardarska).
Επομένως, ό,τι αποκαλείται «μακεδονική γλώσσα» από τους Σκοπιανούς και άλλους, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική αρχαία ελληνική γλώσσα της Μακεδονίας, αποτελεί μια πλαστή γλώσσα, μια κατασκευή για πιθανές διεκδικήσεις στην ελληνική Μακεδονία.
Συνεχίζεται
Πηγή: infognomonpolitics.blogspot.com