Συνέντευξη Ούγγρου αναλυτή: «Οι κυρώσεις στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου πλήττουν περισσότερο την Ευρώπη, όχι την Ρωσία»

Κοινοποίηση:
macron-von-mitsotakis

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη ανακοινώσει πέντε γύρους κυρώσεων κατά της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης εισαγωγών ρωσικού άνθρακα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ούγγρο πολιτικό επιστήμονα Κζάμπα Μόλντιτς, οι κυρώσεις πιθανότατα δεν θα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα τερματισμού της τρέχουσας σύγκρουσης στην Ουκρανία.

Σε μια συνέντευξη στο Xinhua πρόσφατα, ο Μόλντιτς, διευθυντής ερευνών στο Ευρασιατικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης, εξήγησε ότι οι κυρώσεις από μόνες τους δεν βοηθούν εάν δεν συνοδεύονται από διαπραγματεύσεις.

Η σύγκρουση συνεχίζεται και η Ρωσία έχει ακόμα περιθώρια ελιγμών, ακόμη και αν επιβληθούν περισσότερες κυρώσεις από την ΕΕ, είπε ο Μόλντιτς.

«Όπως ξέρουμε όλοι, ένα μέρος του κόσμου έχει επιβάλει κυρώσεις στη ρωσική οικονομία, ενώ ένα άλλο μέρος δεν εμπλέκεται σε αυτές. Συνεπώς, η Ρωσία μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή την ευκαιρία για να πουλήσει ενέργεια σε άλλα μέρη», είπε.

Μετά την επιβολή κυρώσεων από τη Δύση στη Ρωσία, η Μόσχα άρχισε να διερευνά νέες αγορές για τις εξαγωγές της και τρόπους για να εξασφαλίσει την οικονομική της σταθερότητα. Η Ινδία φέρεται να έχει αγοράσει τουλάχιστον 13 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου από τη Ρωσία από τις 24 Φεβρουαρίου, σε σύγκριση με σχεδόν 16 εκατομμύρια βαρέλια σε ολόκληρο το έτος 2021(!!!) Στις αρχές Μαρτίου, η αξία του ρουβλίου, του νομίσματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, έφτασε σε χαμηλό ρεκόρ, αλλά από τότε έχει σημειώσει μια ικανοποιητική ανάκαμψη σχεδόν στα επίπεδα που είχε πριν από τη σύγκρουση.

«Στο τέλος της ημέρας, οι διαπραγματεύσεις είναι πιο αποτελεσματικές από τις κυρώσεις», είπε ο Μόλντιτς.

Και οι κυρώσεις είχαν επιπτώσεις στην Ευρώπη. Ο υψηλός πληθωρισμός που οφείλεται κυρίως στις υψηλές τιμές της ενέργειας επιβαρύνει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων και έχει τροφοδοτήσει ανησυχίες για τη συνολική οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη ρωσική ενέργεια, μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ουγγαρία, και αντιτίθενται σε περαιτέρω κυρώσεις στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Σύμφωνα με τον Μόλντιτς, το να περιμένει κανείς από μια χώρα όπως η Ουγγαρία να μειώσει τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας σε σύντομο χρονικό διάστημα, είναι ανούσιο.

«Πρέπει να καταλάβουμε ότι την δεκαετία του 1980 τα νοικοκυριά στην Ουγγαρία ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν φυσικό αέριο για θέρμανση», είπε ο Μόλντιτς. «Χρησιμοποιούμε ακόμη ξύλο και άνθρακα, αλλά βασιζόμαστε σε μεγάλο βαθμό στο φυσικό αέριο. Η Ουγγαρία εξαρτάται από τις ρωσικές προμήθειες για το 85% περίπου της κατανάλωσης φυσικού αερίου

«Έτσι, ακόμα κι αν το ήθελε, η χώρα δεν μπορεί να αλλάξει ολόκληρο το σύστημά της σε μια ή δύο μέρες. Δεν είναι μόνο πολιτική βούληση, είναι και θέμα τεχνικής και φυσικής σκοπιμότητας», είπε.

Η κυβέρνηση της Ουγγαρίας πιστεύει ότι οι προτεινόμενες κυρώσεις στις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία θα επέβαλαν δυσανάλογο και αφόρητο βάρος στον ουγγρικό λαό, το οποίο θα έπληττε την ίδια την Ουγγαρία περισσότερο από ότι την Ρωσία.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας, Πίτερ Στζιγιάρτο, δήλωσε πρόσφατα ότι η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αποτελεί «κόκκινη γραμμή». Η Βουδαπέστη θα καταψηφίσει μια πρόταση για εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία, είπε.

Ο Μόλντιτς εξήγησε επίσης ότι οι προτεινόμενες κυρώσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επισιτιστική κρίση στην Ανατολική Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου.

«Η Ουκρανία και η Ρωσία είναι και οι δύο κύριοι εξαγωγείς σιτηρών. Η διακοπή αυτών των προμηθειών θα οδηγούσε σε υψηλότερες τιμές των σιτηρών, κάτι που με τη σειρά του θα έπληττε περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, ειδικά στην Αφρική, την Ασία αλλά και την Ανατολική Ευρώπη», είπε.

Οι ανησυχίες που εξέφρασε ο Μόλντιτς φαίνεται να είναι δικαιολογημένες. Τον Μάρτιο του 2022, ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο από το 1990. Στις 14 Απριλίου, ο ΟΗΕ έδωσε 100 εκατομμύρια δολάρια σε έξι αφρικανικές χώρες και την Υεμένη για τον μετριασμό των δευτερογενών επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: