Για τη Συνθήκη της Λωζάνης, έχουμε ακούσει και έχουμε διαβάσει πάρα πολλά, το τελευταίο κυρίως χρονικό διάστημα. Η ελληνική πλευρά δεν δέχεται καμία συζήτηση γι’ αυτή, ενώ η τουρκική κάνει λόγο για ανάγκη «επικαιροποίησης» ή «αναθεώρησής» της.
Το σίγουρο είναι ότι στα 96 σχεδόν χρόνια που έχουν περάσει από την υπογραφή της, αποτελεί τον ακρογωνιαίο (διπλωματικό) λίθο στον οποίο στηρίζεται η χώρα μας. Η Συνθήκη της Λωζάνης όμως, δεν υπογράφτηκε μέσα σε λίγες ημέρες. Χρειάστηκαν πολύμηνες (από τον Νοέμβριο του 1922 ως τον Ιούλιο του 1923) σκληρές διαπραγματεύσεις, που μάλιστα διακόπτονταν για μερικές ημέρες λόγω σφοδρών διαφωνιών όσων συμμετείχαν σ’ αυτές, παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και η απειλή, από ελληνικής πλευράς για επίθεση, από τον Έβρο, εναντίον της Τουρκίας.
Θα αναφερθούμε στη συνέχεια, σε γνωστές και άγνωστες στιγμές των διαπραγματεύσεων, που οδήγησαν τελικά στη Συνθήκη της Λωζάνης (24/7/1923).
Η έναρξη των διαπραγματεύσεων
Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 8/21 Νοεμβρίου 1922 στην ελβετική πόλη Λωζάνη, παρουσία αντιπροσώπων από τις εξής χώρες: Ελλάδα, Τουρκία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία (την οποία εκπροσωπούσε ο Μπενίτο Μουσουλίνι που πριν τρεις εβδομάδες είχε καταλάβει την εξουσία), Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία, Πορτογαλία και Ιαπωνία.
Όταν συζητήθηκε το θέμα των Στενών, κλήθηκαν να συμμετάσχουν η Ρωσία (ουσιαστικά η Ε.Σ.Σ.Δ.), το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Νορβηγία. Οι Η.Π.Α. έστειλαν παρατηρητή, όχι αντιπρόσωπο. Η χώρα μας προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την απώλεια της Ανατολικής Θράκης, με την Ανακωχή των Μουδανιών.
Παράλληλα, βρισκόταν διπλωματικά απομονωμένη μετά την εκτέλεση των έξι στο Γουδή. Αλήθεια, σε αυτή την κατάσταση ποιος θα μπορούσε να τεθεί επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Λωζάνη, για να περισωθεί, ότι ήταν δυνατόν;
Γράφει σχετικά ο Παύλος Καρολίδης:
«Ο ενδεδειγμένος ανήρ εις τοιαύτην περίστασιν ίνα εξαγάγει την Ελλάδα εκ της πρωτοφανούς δυσχερούς θέσεως ήτο ο Ελευθ. Βενιζέλος. Διότι ούτος μόνος ηδύνατο να λαλήσει την γλώσσαν του δικαίου και πρέποντος εναντίον των γαλλικών αθεμιτουργιών… ως έπραξε τούτο ουχί άπαξ (=όχι μία φορά) εν ταις τελευταίαις περιπεταίαιες του πολέμου (ενν. του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) και τον τερματισασών τούτον συνθηκών».
Οι Τούρκοι, από την άλλη πλευρά, που είχαν επικεφαλής της αντιπροσωπείας τους τον Ισμέτ πασά (μετέπειτα Ισμέτ Ινονού), εμφανίστηκαν στη Λωζάνη με τον αέρα του νικητή και προέβαλαν όχι απλά μαξιμαλιστικές αλλά και απαράδεκτες αξιώσεις.
Οι διεθνείς συσχετισμοί στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Λωζάνη
Πολύ μεγάλη σημασία, νομίζουμε πως έχουν οι ισορροπίες ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων στη Λωζάνη. Τη Γαλλία, κυβερνούσε ο Εθνικός Συνασπισμός, που είχε νικήσει στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1919. Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Ραϊμόν Πουανκαρέ. Οι σχέσεις Γαλλίας και Μ. Βρετανίας δεν ήταν καθόλου καλές, ιδίως μετά την μονομερή ενέργεια της Γαλλίας τον Ιανουάριο του 1923, που οδήγησε στην κατάληψη του Ρουρ.
Στη Μ. Βρετανία, στις 19 Οκτωβρίου 1922, οι επικεφαλής του Συντηρητικού Κόμματος εκδήλωσαν την επιθυμία να κατέβουν στις εκλογές χωρίς τη συνεργασία με τους Φιλελεύθερους. Η κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας που είχε σχηματιστεί τον Δεκέμβριο του 1916, με πρωθυπουργό τον πρωτεργάτη της διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας Λόιδ Τζορτζ, έδωσε τη θέση της σε νέα, με πρόεδρο τον Μπόναρ Λο. Το υπουργείο Εξωτερικών διατήρησε ο λόρδος Κόρζον.
Στις εκλογές που ακολούθησαν, οι Συντηρητικοί έλαβαν την πλειοψηφία των εδρών (λόγω εκλογικού συστήματος), υστερούσαν όμως σε ψήφους (38,2% έναντι 60% της αντιπολίτευσης). Ο Μπόναρ Λο αρρώστησε και παραιτήθηκε. Τον διαδέχτηκε ο Μπάλντουϊν. Στις νέες εκλογές που προκηρύχθηκαν, οι Συντηρητικοί ηττήθηκαν.
Στην Ιταλία, είχε καταλάβει την εξουσία ο Μουσολίνι. Η γειτονική μας χώρα ήταν δυσαρεστημένη από τους Βρετανούς και τους Γάλλους, καθώς θεωρούσε ότι αδικήθηκε στις συνθήκες ειρήνης και ότι αυτοί δεν είχαν τηρήσει τις μυστικές συμφωνίες που είχαν υπογράψει με την Ιταλία.
Οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάνη
Με την έναρξη των εργασιών, οι Τούρκοι ζήτησαν να επανέλθουν τα ελληνικά σύνορα στον Έβρο (κάτι που είχε γίνει de facto) και να διεξαχθεί δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη. Ύστερα από πολλές συζητήσεις απορρίφθηκε η δεύτερη τουρκική απαίτηση. Τότε, ο Ισμέτ πρότεινε να δοθεί στους Τούρκους το Τρίγωνο του Κάραγατς και υποστήριξε το αίτημα της Βουλγαρίας να αποκτήσει διέξοδο προς το Αιγαίο. Ο κίνδυνος για την Αλεξανδρούπολη ήταν προφανής. Ο επικεφαλής της βρετανικής αντιπροσωπείας λόρδος Κόρζον απέρριψε και αυτή την πρόταση.
Στις 12/25 Νοεμβρίου 1922, ο Ισμέτ ζήτησε να ουδετεροποιηθούν και να γίνουν αυτόνομα τα νησιά: Ίμβρος, Τένεδος, Σαμοθράκη, Λέσβος, Λήμνος, Χίος, Σάμος και Ικαρία με το πρόσχημα ότι η Ελλάδα είχε πάντα επεκτατικές βλέψεις απέναντι στην Τουρκία. Η χώρα μας αρνήθηκε και δέχτηκε μόνο την αποστρατικοποίηση των νησιών που βρίσκονται κοντά στις μικρασιατικές ακτές. Τελικά, η Τουρκία υποχώρησε στο ζήτημα της αυτονομίας των άλλων νησιών, εκτός της Ίμβρου, της Τενέδου και της Σαμοθράκης.
Παράλληλα, διευθετήθηκε και το ζήτημα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα Στενά, τα οποία αποφασίστηκε να μείνουν ελεύθερα στη διέλευση ξένων πλοίων αφού η Τουρκία πάρει επαρκείς εγγυήσεις.
Στη συνέχεια, ο Ισμέτ έθεσε το θέμα της ανταλλαγής των αιχμαλώτων, το οποίο ρυθμίστηκε γρήγορα και το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών, στο οποίο ο Ισμέτ αξίωνε την αποχώρηση όλων των Ελλήνων της Τουρκίας, ακόμα κι εκείνων της Κωνσταντινούπολης (περίπου 100.000) και της Σμύρνης (περίπου 150.000). Μετά από μακρές και επίμονες συζητήσεις, αποφασίστηκε να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Όταν οι Σύμμαχοι παρατήρησαν ότι οι Τούρκοι θα ζημιωθούν από τη φυγή των Ελλήνων, αυτοί απάντησαν:
«Και 30% και 50% αν πρόκειται να ζημιωθούμε, το προτιμούμε ,παρά να έχουμε μέσα στον τόπο μας ξένους και εχθρούς». Ο Ισμέτ, έθεσε ακόμα απομάκρυνσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη, όμως σε αυτό αντέδρασαν Βρετανοί και Βαλκάνιοι. Στις 17/30 Ιανουαρίου οι Έλληνες και οι Τούρκοι αντιπρόσωποι υπέγραψαν συμφωνίες για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου και την ανταλλαγή ελληνικών και μουσουλμανικών πληθυσμών.
Ως ημέρα για την υπογραφή της γενικότερης συμφωνίας, ορίστηκε η 4η Φεβρουαρίου 1923. Ξαφνικά, ο Ισμέτ, κατά την έναρξη της συνεδρίασης ζήτησε πολεμική αποζημίωση πολλών εκατομμυρίων χρυσών λιρών. Ο Κόρζον αντέδρασε και η συνεδρίαση διαλύθηκε. Οι Τούρκοι, που όπως σημειώσαμε, από την αρχή των διαπραγματεύσεων ήταν απαιτητικοί και αλαζόνες, είχαν προκαλέσει την οργή όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των Συμμάχων με διάφορες αξιώσεις τους (για τη Μοσούλη, την Αλεξανδρέτα κλπ.)
Ο Βενιζέλος λίγο μετά την έναρξη της Διάσκεψης τηλεγράφησε στην Αθήνα:
«Λύσις τρομερού προβλήματος εξαρτάται από κατάστασιν στρατού μας. Δύναται ούτος εντός μιας εβδομάδος εξορμών να φθάσει όχι Βόσπορον τουλάχιστον εις Τσατάλτζαν. Θρασύτης Τούρκων Συνδιασκέψει είναι τοιαύτη, ώστε Σύμμαχοι, αν δεν διαρρήξωσι διαπραγματεύσεις μετ’ αυτόν εν περιπτώσει συνεχίσεως ελληνοτουρκικού πολέμου, θα μείνωσιν ουδέτεροι και θα προΐδωσι μάλλον ευμενώς προς ενδεχόμενην νίκην μας, ουδέ θα θελήσωσι να στερήσωσι ημάς καρπών αυτής.
Όπως δυνηθώ να έχω αμεσοτέραν αντίληψιν καταστάσεως στρατού, διέταξα στρατηγόν Μαζαράκην απέλθει σήμερον δια Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη) και έλθει επαφήν μετά σωματαρχών στρατού, μοι ανακοινώσει δε αντιλήψεις των.
Ξένοι στρατιωτικοί ανησυχούν εν τούτοις αποχώρησιν στρατηγού Νίδερ και είμαι βέβαιος ότι, αν ούτος, παραβλέπων κατάστασιν υγείας, αναλάβει πάλι αρχιστρατηγίαν, Σύμμαχοι θα αποβλέπουν μεγαλύτεραν εμπιστοσύνην στρατόν μας». Ο Νίδερ, ήταν διοικητής του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία. Εκεί γνωρίστηκε με πολλούς στρατιωτικούς των Συμμάχων, οι οποίοι τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση.
Στο μεταξύ η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας απέρριψε στις 7 Μαρτίου το σχέδιο της συνθήκης και πρόβαλε νέες παράλογες απαιτήσεις, όπως την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από τη χώρα μας για τις ζημιές που προκάλεσε ο Ελληνικός Στρατός.
Η ελληνική πλευρά, βλέποντας ότι τα πράγματα οδηγούνταν σε αδιέξοδο και καθώς η Στρατιά του Έβρου είχε πλήρως συγκροτηθεί και ήταν ετοιμοπόλεμη, αποφάσισε να καταφύγει στη λύση των όπλων.
Η Στρατιά του Έβρου
Η Επαναστατική Επιτροπή, μόλις ανέλαβε την εξουσία, έριξε όλο το βάρος της στην ανασυγκρότηση του στρατού που είχε συγκεντρωθεί στη Θράκη. Αριθμητικά, οι δυνάμεις ήταν αρκετές. Ποιοτικά όμως, βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
Ο Πλαστήρας, απευθύνθηκε στον Πάγκαλο για να αναλάβει την ανασυγκρότηση του στρατού αυτού. Ο Πάγκαλος του απάντησε ότι αρνείται γιατί «τους θεωρεί (ενν. τους ηγέτες της Επανάστασης) χαλβάδες» (!).
Την αποστολή ανασυγκρότησης ανέλαβε αρχικά ο Κ. Νίδερ. Όταν όμως αρρώστησε, ο Πάγκαλος, αφού επέβαλε τους όρους του, ανέλαβε το αξίωμα του Αρχιστρατήγου της Στρατιάς του Έβρου. Με μεγάλη αυστηρότητα, καθώς δεν δίσταζε να δώσει εντολές να εκτελεστούν στρατιώτες και πολίτες για καταχρήσεις και μεθοδικότητα, κατάφερε να μετατρέψει ένα απειθάρχητο σύνολο, σε οργανωμένο στρατό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι συχνά έκανε χρήση του μαστίγιού του, που ήταν φτιαγμένο από δέρμα ρινόκερου για να τιμωρήσει κάποιους (!). Ας δούμε ποιες μονάδες απάρτιζαν τη Στρατιά του Έβρου.
α) Τμήματα του νότιου συγκροτήματος της Μικράς Ασίας, που όμως κατά την υποχώρηση είχαν χάσει τον βαρύ οπλισμό τους.
β) Δύο μεραρχίες του βόρειου συγκροτήματος που από τη Μικρά Ασία έφτασαν στην Ανατολική Θράκη με όλο τον οπλισμό τους και
γ) Η Ανεξάρτητη Μεραρχία, που είχε διασώσει σχεδόν ακέραιο τον οπλισμό της
Στα απομνημονεύματά του, ο Θ. Πάγκαλος γράφει:
«Οι στρατιώται ήσαν πλέον τελείως απειθάρχητοι και ως επί το πλείστον γυμνοί διέρρεον δια ξηράς, ενώ ανώτεροι διοικηταί, ακόμη και μέραρχοι, διεπληκτίζοντο, και εγκατέλειπον αυτοβούλως και άνευ αδείας του Αρχηγού ή του Υπουργείου την θέσιν των, και ήρχοντο εις τας Αθήνας. Κύματα προσφύγων εις αθλίαν κατάστασιν συνέρρεον αθρόως από την Ανατολικήν Θράκης».
Τα κρούσματα απειθαρχίες ήταν πάρα πολλά. Μικρές ομάδες στρατιωτών είχαν μεταβληθεί σε συμμορίες. Ο Θ. Πάγκαλος, επανέφερε και εφάρμοσε την ποινή του θανάτου για λιποτάκτες, ανυπότακτους και τους διαχειριστές των στρατιωτικών υλικών που προέβαιναν σε καταχρήσεις. Απαγόρευσε αποσπάσεις και μεταθέσεις (μάλιστα κάλεσε και τον γιο του που βρισκόταν στο Παρίσι να επιστρέψει). Φρόντισε όμως και για τη βελτίωση των συνθηκών για τους στρατιώτες.
Μερίμνησε για την καλή διατροφή, την ένδυση και την υπόδησή των οπλιτών και φρόντισε να έχουν καθημερινά ένα πακέτο τσιγάρα.
Σύντομα το ηθικό και το φρόνημα των στρατιωτών αναπτερώθηκαν, ενώ επανήλθε και η χαμένη τους αξιοπρέπεια.
Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», διαβάζουμε:
«Η ανασύνταξη εννέα ετοιμοπόλεμων μεραρχιών πεζικού και μιας ιππικού στον Έβρο, με συνολική δύναμη 100.000 ανδρών, από το Δεκέμβριο (1922) ως τον Απρίλιο του 1923, παρείχε ένα πολύτιμο διαπραγματευτικό όπλο στον αντιπρόσωπο της Ελλάδας στη Λωζάνη (ενν. τον Βενιζέλο), αλλά παράλληλα αύξησε επικίνδυνα το γόητρο και τις φιλοδοξίες του Πάγκαλου».
Για την περίπτωση επίθεσης εναντίον της Τουρκίας, προετοιμαζόταν εντατικά και ο Στόλος. Τα τρία θωρηκτά, «Αβέρωφ», «Λήμνος», «Κιλκίς» και όλα τα διαθέσιμα αντιτορπιλικά εκτελούσαν συνεχώς ασκήσεις για να είναι έτοιμα αν χρειαστεί. Σχεδιάζονταν επίσης και αποβατικές επιχειρήσεις.
Στάλθηκαν μάλιστα στην Τένεδο το αντιτορπιλικό «Αετός» και το τορπιλοβόλο «Αρεθούσα» για να κατοπτεύσουν τις τουρκικές εγκαταστάσεις στην ασιατική ακτή του Ελλησπόντου, από το οχυρό του Κουμκαλέ μέχρι τη Λάμψακο.
Το σχέδιο ενέργειας της Στρατιάς, προέβλεπε αιφνιδιαστική διάβαση του Έβρου, γενική επίθεση κατά του όγκου των τουρκικών δυνάμεων, την ανατροπή της αμυντικής γραμμής Τσατάλτζας και την εγκατάστασή της στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Δύο μεραρχίες με τη βοήθεια του Στόλου θα αποβιβάζονταν στον κόλπο του Ξηρού. Όλα αυτά βέβαια, με την προϋπόθεση ότι οι Σύμμαχοι δεν θα αντιδρούσαν.
Η συνέχεια των διαπραγματεύσεων στη Λωζάνη
Ο Βενιζέλος, βλέποντας την απαράδεκτη τουρκική στάση στις διαπραγματεύσεις, δεν ήταν πλέον αντίθετος στην επανάληψη των εχθροπραξιών. Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να συμβούν τα ακόλουθα:
i) να εξασφαλιστεί το αξιόμαχο του στρατού
ii) να επιτραπεί η είσοδος του ελληνικού στόλου στην Προποντίδα, ώστε να εμποδιστεί η μεταφορά του κύριου όγκου του τουρκικού στρατού στη Θράκη και
iii) να επιτευχθεί η συνεργασία και υποστήριξη της Γιουγκοσλαβίας, για να αποτραπεί ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση εναντίον της Ελλάδας.
Για τον σκοπό αυτό, είχε μεταβεί στις αρχές του 1923 ο πρέσβης Ν. Μαυρουδής για διαπραγματεύσεις στο Βελιγράδι. Η χώρα μας πρόσφερε τη Φλώρινα στη γειτονική χώρα, με την προϋπόθεση ότι θα έστελνε μια μεραρχία με βαρύ πυροβολικό στην Α. Θράκη και άλλες δύο στην Δ. Θράκη για απόκρουση τυχόν βουλγαρικής επίθεσης.
Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 4/1/1923. Ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός Πάσιτς, μετά από δεκαήμερες διαπραγματεύσεις, δέχτηκε μόνο να προσφέρει διπλωματική υποστήριξη. Η Γιουγκοσλαβία, είχε δείξει τις προθέσεις της και σε κάποιες κρούσεις που είχαν γίνει νωρίτερα, μέσω του πρεσβευτή της στην Αθήνα Μπαλούχτσιτς. Ο λόγος της άρνησής της, ήταν ότι φοβόταν ουγγρική επίθεση.
Μετά την αποτυχία της αποστολής Μαυρουδή, ο Βενιζέλος έστειλε στο Βελιγράδι τον Στρατηγό Α. Μαζαράκη, με μία επιστολή προς τον Πάσιτς. Ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός, με διάφορες προφάσεις, δεν συναντήθηκε με τον Μαζαράκη, που βρισκόταν στο Βελιγράδι για 20 μέρες.
Και ο Υπουργός Εξωτερικών Α. Αλεξανδρής όμως, ανέλαβε μια σειρά αποστολών. Τον Απρίλιο του 1923 πήγε στο Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Πουανκαρέ, στον οποίο εξέφρασε τα παράπονά του για την τουρκική στάση. Ο Πουανκαρέ, απάντησε:
«Γνωρίζουν όμως (οι Τούρκοι), ότι δεν θα επιτρέψουμε αδικίες και ακόμη, γνωρίζοντες το αξιόμαχο του στρατού σας, μου φαίνεται παράξενο να σας προκαλούν με αδιαλλαξία».
Τον Ιούνιο του 1923, πήγε στη Ρώμη, όπου συναντήθηκε με τον Μουσολίνι, που του είπε:
«Οι αποφάσεις της Λωζάνης είναι άδικες για την Ελλάδα. Η Ανατολική Θράκη έπρεπε να σας δοθεί. Την Ιταλία, σε κάθε δική σας δράση και στρατιωτική, ειδικά στρατιωτική, για τη διεκδίκηση των εθνικών σας αυτών δικαίων, θα τη βρείτε στο πλευρό σας, είτε τώρα αμέσως, είτε στο μέλλον. Αυτό, είναι επίσημη δήλωσή μου».
Όταν ο Αλεξανδρής ενημέρωσε τον Βενιζέλο, αυτός είπε:
«Τον μπερμπάντη! Ήθελε να μας ξαναμπλέξει σε ανόητες περιπέτειες για να ψαρέψει σε θολά νερά και, όχι απίθανο, σε βάρος μας».
Στο μεταξύ, μετά από έντονες πιέσεις, οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάνη ξανάρχισαν στις 23 Απριλίου 1923, αλλά η τουρκική αδιαλλαξία είχε εκνευρίσει τους πάντες. Μια νέα ελληνοτουρκική σύγκρουση όμως, έβρισκε αντίθετους τους Συμμάχους.
Η Επαναστατική Κυβέρνηση στην Αθήνα, κάλεσε τον Βενιζέλο να καταγγείλει την ανακωχή των Μουδανιών μέσα σε 15 ημέρες, με αφορμή την παραβίαση της ανακωχής από την Τουρκία, τις διώξεις των Ελλήνων στον Πόντο και τις κατασχέσεις των ελληνικών τραπεζών.
Ο Βενιζέλος που έβλεπε ότι οι Σύμμαχοι δεν ήταν θετικά διακείμενοι σε μια ελληνική επίθεση, που σαν απώτερο στόχο είχε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης αντιπρότεινε να δοθεί στην Τουρκία το «Τρίγωνο του Κάραγατς» ως αντάλλαγμα για τις τουρκικές απαιτήσεις.
Στις 25 Μαΐου συναντήθηκαν για δύο ώρες Βενιζέλος και Ισμέτ χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο πρωθυπουργός Γονατάς τηλεγράφησε στον Θ. Πάγκαλο να είναι έτοιμος για επίθεση στις 27 Μαΐου. Ενημερώθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο Βενιζέλος ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη Λωζάνη.
Ανήσυχοι οι Σύμμαχοι ζήτησαν να συναντηθούν στις 26 Μαΐου εκπρόσωποί τους με Έλληνες, Τούρκους και τον Γιουγκοσλάβο εκπρόσωπο (μετά από πίεση του Βενιζέλου). Παράλληλα, ζήτησαν από τον Κρητικό πολιτικό να παρατείνει τη διαμονή του ως τις 28 Μαΐου. Ο Βενιζέλος δέχτηκε.
Στις Ελευθερές της Καβάλας όμως στις 28 Μαΐου 1923, άρχισε η επιβίβαση ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων στα μεταγωγικά. Ο Πάγκαλος έστειλε στον Ναύαρχο Χατζηκυριάκο και τους Σωματάρχες τηλεγράφημα με την οδηγία να είναι έτοιμοι για ταυτόχρονη ενέργεια τη νύχτα της 28ης προς 29η Μαΐου (ίσως η επιλογή της 29ης Μαΐου να ήταν συμβολική).
Στον Έβρο οι λεμβόζευκτες γέφυρες ήταν έτοιμες και ο Στόλος ανέμενε την εντολή για να πλεύσει προς τα Στενά. Από την άλλη πλευρά, το ηθικό του τουρκικού στρατού, είχε πέσει κατακόρυφα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Βρετανός αρχιστράτηγος των δυνάμεων που βρίσκονταν στην Τουρκία G.H. Harrington:
«Ο Τουρκικός Στρατός έφθινε εις δύναμιν και μαχητικήν αξίαν. Οι άνδρες είχαν κουρασθεί, εζήτουν ν’ απολυθώσι και διενεργείτο αποστράτευσις. Η δυσφορία ηυξάνετο λόγω δυσχερειών του εφοδιασμού εις τρόφιμα και ιματισμόν. Ως εκ τούτου κατά Μάιον του 1923 επείσθην ότι ο Τουρκικός Στρατός είχε χάσει το 50% της προ εξαμήνου μαχητικής του αξίας» (Ιστορία Γ.Ε.Σ.).
Στη μυστική σύσκεψη της 26ης Μαΐου, οι Τούρκοι έδειχναν πάλι ανυποχώρητοι. Τελικά, ο Ισμέτ δήλωσε ότι η Τουρκία ικανοποιείται με την παραχώρηση του Κάραγατς και των προαστίων του και την απόδοση των τουρκικών εμπορικών πλοίων που είχαν κατασχεθεί το 1918. Ο Βενιζέλος δήλωσε ότι αποδέχεται τις τουρκικές προτάσεις και έτσι επιτεύχθηκε μια καταρχήν συμφωνία.
Όταν πληροφορήθηκαν τις εξελίξεις οι στρατιωτικοί, έμειναν έκπληκτοι. Ειδικά ο Πάγκαλος και ο Χατζηκυριάκος «έπεσαν του πεθαμού» όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος. Τελικά ο Πάγκαλος αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 23 Ιουνίου 1923 ενώ η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφτηκε στις 4/7/1923. Για όσα έγιναν στο χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 1922 ως τον Μάιο του 1923, έχουν γραφτεί πολλά και αντικρουόμενα. Το σίγουρο είναι, και σ’ αυτό συμφωνούν όλοι, ότι η Στρατιά του Έβρου, αποτέλεσε μέγιστο διπλωματικό όπλο στη φαρέτρα του Βενιζέλου.
Όσο για το τι θα επακολουθούσε αν ξεκινούσε ένας νέος ελληνοτουρκικός πόλεμος το 1923, δεν θα το μάθουμε ποτέ…
Κλείνουμε με όσα έγραψε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ το 1925 στο βιβλίο του « The World Crisis»:
« Η εις την Ευρώπη είσοδος και πάλιν των Τούρκων, ως αχαλινώτων και ατιθασεύτων κατακτητών, απετέλει την χειροτέραν δια τους Συμμάχους ταπείνωσιν».
Πηγές: ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (1919-1922), ΑΘΗΝΑ 2010.
Γρηγόριος Δαφνής, «Η ΕΛΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΩΝ», εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, 1997.
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού, 1833-1949» ,Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014.