Σύγχυση με τις νέες συντάξεις – Πώς τα δικαστήρια θα κρίνουν το ενδεχόμενο ελαφρύνσεων

Κοινοποίηση:
Συντάξεις

Παράνομα είναι, σύμφωνα με δήλωση του Αλέξη Μητρόπουλου, τα εκκαθαριστικά της προσωπικής διαφοράς που διαρρέει στα ΜΜΕ το υπουργείο Εργασίας.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΝΥΠΕΚΚ και καθηγητή Πανεπιστημίου: «Απαιτείται νέα συνταξιοδοτική απόφαση και όχι ενημερωτικό σημείωμα, όπως απαιτεί ο νόμος και ο Συνήγορος του Πολίτη. Στην ουσία, υπουργείο και ΕΦΚΑ ζητούν από τους συνταξιούχους να νομιμοποιήσουν τις μνημονιακές περικοπές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από τις ολομέλειες του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Το θέμα προέκυψε από το πώς το υπουργείο Εργασίας εξετάζει τα ποσοστά του Νόμου Κατρούγκαλου καθώς και τις αλλαγές που προτίθεται να φέρει σε δύο βασικά σενάρια στα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου 4387/2016. Φαίνεται ότι από την αλλαγή των συντελεστών, και ανάλογα με τα τελικό σχέδιο που θα προκριθεί στον νέο νόμο, θα προκύψουν αυξήσεις συντάξεων από 20 ευρώ για όσους αποχωρούν με μισθό 1.000 ευρώ έως και 95 ευρώ για όσους αποχωρούν με μισθό 2.000 ευρώ.
Ωστόσο ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης έχει πολλές φορές επισημάνει πως δεν πρόκειται να προχωρήσει σε αλλαγές αν δεν ξεκαθαρίσει το τοπίο. Διότι, αν κριθεί αντισυνταγματικός ο νόμος ως προς το σκέλος υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών με βάση το εισόδημα, θα δοθεί το έναυσμα για αλλαγές και ελαφρύνσεις. Αντίστοιχα η αντισυνταγματικότητα του νόμου θα δώσει το πράσινο φως για αλλαγές στους συντελεστές.
Θυμίζουμε ότι, εδώ και τρία χρόνια που εφαρμόζεται ο νόμος, οι συντελεστές αναπλήρωσης στο ανταποδοτικό σκέλος της παροχής ευνοούν τους χαμηλόμισθους με λίγα χρόνια ασφάλισης ενώ ζημιώνουν όσους έχουν καταβάλλει εισφορές για περισσότερα χρόνια.
Η τελική σύνταξη είναι μειωμένη έως και 40% σε σχέση με αυτή που θα λάμβανε ο ασφαλισμένος με το προηγούμενο καθεστώς ακόμα κι αν έχει παραμείνει υποχρεωτικά στο σύστημα για 40 έτη. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 200.000 νέοι συνταξιούχοι, που συνταξιοδοτήθηκαν μετά τις 13.5.2016 (Νόμος Κατρούγκαλου), έλαβαν συντάξεις έως και 465 ευρώ τον μήνα.

Τα δύο σενάρια
Τα εναλλακτικά σενάρια που επεξεργάζεται το υπουργείο Εργασίας προβλέπουν αλλαγή των συντελεστών αναπλήρωσης προκειμένου να ενισχυθεί η ανταποδοτική σχέση εισφορών – παροχών. Έμφαση θα δοθεί στο πεδίο 25 έως 38 έτη ασφάλισης, όπου εντοπίζονται οι μεγαλύτερες αδικίες. Ιδίως στην περιοχή των 33-35 ετών ή και μετά τα 37 έτη αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά οι συντελεστές.
Οι αλλαγές στην κλίμακα θα οδηγήσουν σε αυξήσεις των συντάξεων ανάλογα με το ύψος του μισθού και τα χρόνια ασφάλισης. Συγκεκριμένα μελετάται από τους ιθύνοντες του υπουργείου να αυξηθούν οι σημερινοί συντελεστές του νόμου Κατρούγκαλου κατά 8% ή 10% μετά τα 28 έτη ασφάλισης, όπου παρατηρούνται οι μεγαλύτερες μειώσεις συντάξεων ανεξαρτήτως μισθού, σε σχέση με τα ποσά συντάξεων πριν από τον νόμο 4387/2016.
Το δεύτερο σενάριο είναι να αυξηθούν ίσως και πάνω από 10% οι συντελεστές αναπλήρωσης μετά τα 33-35 έτη ή και μετά τα 37 έτη, ώστε να υπάρξει κίνητρο για μεγάλη σύνταξη μεν, αλλά με ανάλογη αύξηση των ετών εργασίας. Για παράδειγμα:
1. Μισθωτός με 35 έτη και μέσες μηνιαίες αποδοχές 1.000 ευρώ από το 2002 ως το 2019, θα πάρει σύνταξη 722 ευρώ. Με αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης κατά 8% παίρνει 749 ευρώ, ενώ με αύξηση των ποσοστών κατά 10% παίρνει 756 ευρώ. Οι αυξήσεις που μπορεί να προκύψουν είναι από 27 ως 34 ευρώ τον μήνα, ήτοι 3,7% ως 4,7%, ανάλογα με το αν το ποσοστό αναπλήρωσης της 35ετίας αυξηθεί από 33,81% που είναι σήμερα στο 36,51% (+8%), ή στο 37,19% (+10%).
2. Μισθωτός με 42 έτη και μέσες μηνιαίες αποδοχές 2.000 ευρώ παίρνει σύνταξη 1.320 ευρώ με τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου Κατρούγκαλου. Με αύξηση των ποσοστών 10%, η σύνταξή του αυξάνεται στα 1.414 ευρώ, γιατί το ποσοστό αναπλήρωσης για τα 42 έτη ασφάλισης, από 46,8% που είναι σήμερα, ανεβαίνει στο 51,48% και του δίνει μεγαλύτερη σύνταξη κατά 95 ευρώ, ή κατά 7,1%.
Σήμερα ο μέσος χρόνος εργασίας για τη σύνταξη είναι στα 28 με 30 έτη και πολλοί ασφαλισμένοι επιλέγουν την έξοδο ακόμη και αν πάρουν μειωμένη σύνταξη, γιατί διαπιστώνουν ότι η παραμονή στην εργασία και οι εισφορές περισσοτέρων ετών δεν έχουν αντίκρισμα στη σύνταξη.

Οι δικαστικές αποφάσεις
Το σχέδιο που θα επιλεγεί θα βασιστεί σε οικονομική μελέτη που θα αποτυπώνει τα βασικά σενάρια με τους νέους συντελεστές και τις επιπτώσεις (δαπάνη) που προκαλούν στο ασφαλιστικό σύστημα.
Οι όποιες αλλαγές είναι να γίνουν θα τρέξουν εντός του 2020 και το έναυσμα θα δοθεί με την απόφαση του ΣτΕ που θα κρίνει τον Νόμο Κατρούγκαλου στο σύνολό του. Η απόφαση κρίνει ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης που εισήγαγε ο νόμος 4387/2016 στις συντάξεις δεν είναι ανταποδοτικά.
Ήδη το Ελεγκτικό Συνέδριο με την απόφαση 930/2019 του δεύτερου Τμήματος κάνει λόγο για πρώτη φορά στα ποσοστά της ανταποδοτικής σύνταξης του νόμου 4387, τα οποία χαρακτηρίζει «πολύ χαμηλά».
Σημειώνεται ότι με την εν λόγω απόφαση έρχονται αναδρομικά τριετίας για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, καθώς οι δικαστές κρίνουν αντισυνταγματική την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) και με τον ΕΦΚΑ και ζητούν εκ νέου από την Ολομέλεια να αποφασίσει για ποιο διάστημα θα δοθούν οι παράνομες κρατήσεις της ΕΑΣ. Έτσι οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν προσωρινή σύνταξη θα πάρουν την τελική τους σύνταξη με αυξημένο ποσό από τη στιγμή που ισχύσουν οι βελτιώσεις στα ποσοστά αναπλήρωσης.
Οι υποψήφιοι συνταξιούχοι για «έξοδο» από το 2020 θα λάβουν απευθείας τα νέα αυξημένα ποσά της ανταποδοτικής σύνταξης. Τα νέα αυξημένα ποσοστά με τον νέο νόμο, όχι όμως αναδρομικά, θα τα πάρουν και οι συνταξιούχοι που αποχώρησαν με τον Νόμο Κατρούγκαλου από 13.5.2016 έως το 2019.
Στους παλαιότερους συνταξιούχους, πριν από τον Νόμο Κατρούγκαλου, θα γίνει νέος επανυπολογισμός και θα έχουν μεγαλύτερη ανταποδοτική σύνταξη και μικρότερη προσωπική διαφορά. Ωστόσο εκτιμάται ότι από 13.5.2016 έως και τα μέσα του 2019 θα έχουν συνταξιοδοτηθεί πάνω από 230.000 ασφαλισμένοι με μειώσεις συντάξεων μεταξύ 11% και 40% για τους περισσότερους.
Νομικοί που ειδικεύονται σε θέματα ασφάλισης επισημαίνουν ότι η νέα ανισότητα θα οδηγήσει σε νέες δικαστικές προσφυγές από ήδη συνταξιούχους που αποχώρησαν με το νέο σύστημα και υπέστησαν τις αδικίες. Πηγές του υπουργείου τονίζουν ότι εξετάζουν μέρος των απωλειών αυτής της μερίδας των συνταξιούχων να αποκατασταθεί από την αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης και τον επανυπολογισμό της ανταποδοτικής τους σύνταξης σε μεγαλύτερο ποσό με τον νέο νόμο.

Κριτήριο τα αναδρομικά
Όπως και να έχει πάντως, η επιστροφή των αναδρομικών από τις μνημονιακές περικοπές σε τουλάχιστον 1,2 εκατ. συνταξιούχους εξαρτάται άμεσα από την απόφαση του ΣτΕ. Αν το ΣτΕ δώσει το πράσινο φως, η διαχείριση του ζητήματος από την κυβέρνηση θα κριθεί από το ύψος των αναδρομικών που θα κληθεί να επιστρέψει.
Δηλαδή εξαρτάται από την απόφαση και το ύψος των αναδρομικών, αν είναι αστρονομικό ή λελογισμένο, που μπορεί να δοθεί σε βάθος χρόνου.
Κομβικό σημείο της απόφασης σύμφωνα με νομικούς κύκλους είναι το αν θα κριθεί συνταγματικός ο Νόμος Κατρούγκαλου στα άρθρα του επανυπολογισμού των παλαιών συντάξεων. Αν κριθεί συνταγματικός, τότε το κόστος περιορίζεται σημαντικά, καθώς θα επιστραφούν αναδρομικά μόνο δέκα μηνών, από την απόφαση του ΣτΕ τον Ιούνιο του 2015 έως και την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου τον Μάιο του 2016.
Στελέχη της ασφάλισης ισχυρίζονται ότι μετά τον Μάιο δεν υφίσταται θέμα επιστροφών, καθώς οι αντισυνταγματικές μειώσεις «νομιμοποιήθηκαν» μέσω του επανυπολογισμού των συντάξεων. Στο σημείο αυτό οι νομικοί έχουν διαφορετικές απόψεις.
Εναλλακτικά πάντως σενάρια εξετάζονται και για τις εισφορές των μη μισθωτών με πιθανή την αποσύνδεση του υπολογισμού από το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα. Έχει διαπιστωθεί πλέον από την τριετή εφαρμογή του ότι το ισχύον σύστημα ανοίγει διπλή «τρύπα» στα έσοδα, τόσο στα φορολογικά όσο και στα ασφαλιστικά, καθώς παρέχει «κίνητρα» για φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή.
Στόχος είναι να θεσμοθετηθεί ένα δικαιότερο πλαίσιο, πιθανότατα με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο, που δεν θα ευνοεί την απόκρυψη εισοδημάτων. Πάντως πάγιο αίτημα της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ για την ελάφρυνση των επαγγελματιών είναι να καταργηθεί η ρύθμιση με την οποία οι εισφορές του προηγούμενου έτους συνυπολογίζονται στο εισφοροδοτηθέν εισόδημα της επόμενης χρονιάς.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: