Κοιλιακός πόνος, φούσκωμα και διάρροια αποτελούν μια καθημερινότητα για τα άτομα που ταλαιπωρούνται από το Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, σε διαφορετικό βαθμό σοβαρότητας. Αν και οι φαρμακευτικές αγωγές σίγουρα μπορούν να προσφέρουν αποτελεσματική ανακούφιση, υπάρχει αντίστοιχη επίδραση από τις σωστές διατροφικές επιλογές;
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας νεότερης μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ, 7 στους 10 ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου κατάφεραν να μειώσουν τα συμπτώματα της νόσου καλύτερα από τις φαρμακευτικές αγωγές.
Οι διατροφικές οδηγίες περιλαμβάνουν συνήθως συμβουλές που αφορούν την κατανάλωση μικρών και συχνών γευμάτων και την αποφυγή της υπερβολικής πρόσληψης τροφών που πυροδοτούν τα συμπτώματα, όπως ο καφές, το αλκοόλ και τα ανθρακούχα ποτά. Αντίστοιχα, τα φάρμακα είναι μια επιλογή για τους ασθενείς, που στοχεύουν στη βελτίωση συγκεκριμένων συμπτωμάτων, όπως τα αέρια ή δυσκοιλιότητα, η διάρροια, το φούσκωμα ή το κοιλιακό άλγος. Τα αντικαταθλιπτικά χρησιμοποιούνται εξίσου μερικές φορές για τη βελτίωση των συμπτωμάτων.
Έχοντας αυτά ως δεδομένα, η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο The Lancet Gastroenterology & Hepatology, έκανε μια σύγκριση μεταξύ τριών θεραπειών: οι δύο περιλάμβαναν διατροφικές παρεμβάσεις, ενώ η τρίτη βασίστηκε στη χρήση φαρμάκων. Οι συμμετέχοντες ήταν ενήλικες ασθενείς με σοβαρά ή μέτρια συμπτώματα του συνδρόμου από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Sahlgrenska στο Γκέτεμποργκ.
Η διατροφή που έκανε τη διαφορά
Εμβαθύνοντας στα συστατικά του κάθε διατροφικού προτύπου που δοκιμάστηκε, η πρώτη ομάδα έλαβε τις παραδοσιακές διατροφικές συμβουλές για το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, ακολουθώντας μια δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs, ανεπαρκώς απορροφούμενους υδατάνθρακες βραχείας αλυσίδας που μπορούν να οδηγήσουν σε υπερβολική συσσώρευση υγρών και αερίων, με αποτέλεσμα το φούσκωμα, τον μετεωρισμό, το κοιλιακό άλγος και τις διαταραχές του γαστρεντερικού. Σε αυτά τα προϊόντα περιλαμβάνονται τα προϊόντα με λακτόζη, τα όσπρια, τα κρεμμύδια και τα δημητριακά.
Η δεύτερη ομάδα έλαβε μια διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες και αναλογικά υψηλή σε πρωτεΐνες και λίπος. Στην τρίτη ομάδα, χορηγήθηκε η καλύτερη δυνατή φαρμακευτική αγωγή με βάση τα πιο ενοχλητικά συμπτώματα. Κάθε ομάδα αποτελείτο από περίπου 100 άτομα και οι περίοδοι θεραπείας διήρκεσαν τέσσερις εβδομάδες. Όταν οι ερευνητές εξέτασαν στη συνέχεια πόσο καλά ανταποκρίθηκαν οι συμμετέχοντες στις θεραπείες, χρησιμοποιώντας μια καθιερωμένη κλίμακα βαθμολόγησης των συμπτωμάτων του συνδρόμου, τα αποτελέσματα ήταν εμφανή.
Όπως διαπιστώθηκε, το 76% των ατόμων που ακολούθησε τη δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs, παρουσίασαν σημαντική μείωση των συμπτωμάτων τους. Αντίστοιχα, στην ομάδα που διατήρησε τη διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και λίπη, το ποσοστό ήταν 71% και στην ομάδα φαρμακευτικής αγωγής 58%.
Συνολικά όμως όλες οι ομάδες ανέφεραν σημαντικά καλύτερη ποιότητα ζωής, λιγότερα σωματικά συμπτώματα και λιγότερα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης.
Στους έξι μήνες παρακολούθησης, ακόμα και όταν οι συμμετέχοντες στις διατροφικές ομάδες είχαν επιστρέψει εν μέρει στις προηγούμενες διατροφικές τους συνήθειες, ένα μεγάλο ποσοστό εξακολουθούσε να έχει κλινικά σημαντική ανακούφιση από τα συμπτώματα: 68% στην ομάδα των παραδοσιακών διατροφικών συμβουλών και της χαμηλής περιεκτικότητας σε FODMAP και 60% στην ομάδα της δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες.
«Με τη μελέτη μας, αποδεικνύουμε ότι η διατροφή παίζει κεντρικό ρόλο στη θεραπεία του ευερέθιστου εντέρου, έχοντας στη διάθεσή μας αρκετές αποτελεσματικές εναλλακτικές θεραπείες» επισημαίνει η επικεφαλής της μελέτης Δρ Sanna Nybacka, ερευνήτρια και διαιτολόγος στην Ακαδημία Sahlgrenska του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ.