Τη δεκαετία του 50, η Ελλάδα μόλις είχε βγει λαβωμένη από έναν φρικτό εμφύλιο πόλεμο. Πλέον οι ρεμπέτες έμπαιναν στο περιθώριο και το ρεμπέτικο παραγκωνιζόταν.
Νέα άσματα, περισσότερο ελαφριά άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Ο κόσμος είχε ανάγκη από κάτι το ανάλαφρο και από διασκέδαση για να ξεχάσει τις πληγές του. Οι δισκογραφικές εταιρίες αναζητούσαν κάτι άλλο στη θέση του ρεμπέτικου. Κάτι πιο ελαφρολαϊκό που όμως θα έχει αντίκτυπο στις μάζες.
Στη νυχτερινή ζωή κυριαρχούσε ακόμη, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης, ο Χιώτης. Ταυτόχρονα άρχισαν να ανοίγουν πολλά μαγαζιά με διαφορετικά πιο ελαφριά σχήματα με τον Πολυμέρη, τον Γούναρη, τον Μαρούδα.
Και τότε άρχισαν δειλά δειλά να κάνουν την εμφάνιση τους κάποιοι νέοι καλλιτέχνες που θα άφηναν το αποτύπωμα τους τα επόμενα χρόνια. Ανάμεσα τους και ένας που η φωνή του άλλαξε πολλά.
Η Πόλυ Πάνου, ο Καζαντζίδης , ο Γαβαλάς και άλλοι έμπαιναν στο στούντιο και ηχογραφούσαν. Και μην φανταστείτε ότι τότε ήταν ονόματα και είχαν την επιτυχία σίγουρη.
Οι αποτυχίες που μπορεί να είχαν θα τους έκλειναν όλες τις πόρτες. Όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, πρωτοεμφανιζόμενος τότε, με τον πρώτο του δίσκο «Για μπάνιο πάω καλέ κοπέλα» σε μουσική του Απόστολου Καλδάρα. Πλήρης αποτυχία που λίγο έλειψε να του κοστίσει την υπόλοιπη καριέρα του.
Και τι θα σήμαινε αυτό; Ότι ο Καζαντζίδης θα έβγαινε από το κάδρο. Και ο Καζαντζίδης ήταν εκείνος ο οποίος με τις μετέπειτα τεράστιες επιτυχίες του έπεισε τις δισκογραφικές να συνεχίσουν να επενδύουν σε εκείνο το καινούργιο είδος που τραγουδούσε, που τρόπον τινά ήταν μια μακρινή συνέχεια του ρεμπέτικου.
Το τραγούδι λοιπόν που άλλαξε την ροή της ελληνικής μουσικής εκείνη την εποχή, ήταν το επόμενο του Καζαντζίδη μετά την αποτυχία του πρώτου δίσκου. Οι «Βαλίτσες» ή αλλιώς «δεν θέλω το κακό σου» του Γιάννη Παπαιωάννου που τραγούδησε το 1952 ο Καζαντζίδης έγιναν επιτυχία. Του άνοιξαν το δρόμο προς την κορυφή για τα επόμενα χρόνια.
Και χάρη σε αυτό το τραγούδι οι δισκογραφικές επένδυσαν σε αυτό το είδος και το λαϊκό τραγούδι μαζί με τους δημιουργούς του μπόρεσε να αναπνεύσει. Ο Καζαντζίδης πάντα έλεγε ότι ο άνθρωπος που τον βοήθησε στο ξεκίνημα της καριέρας του ήταν ο Γιάννης Παπαιωάννου. Μάλιστα όταν ο Παπαιωάννου έγραψε τις «βαλίτσες» ήθελε να το δώσει στον Καζαντζίδη στον οποίο το έμπειρο μουσικό αυτί του διέκρινε πολλά.
«Ή ο Στέλιος ή φεύγω»
Πήγε στη δισκογραφική, τους έδωσε το τραγούδι, και τους είπε ότι θα το τραγουδήσει ο νέος Στέλιος Καζαντζίδης. Στη δισκογραφική είπαν αμέσως όχι. Όλοι γνώριζαν την αποτυχία του «Για μπάνιο πάω καλέ κοπέλα». Δεν ήθελαν να ακούσουν καν το όνομα Καζαντζίδης.
Και τότε ο συνήθης πράος Γιάννης Παπαιωάννου έγινε έξω φρενών. «Άμα δεν σας κάνει αυτός (ο Καζαντζίδης) τότε δεν σας κάνω ούτε εγώ» είπε και σηκώθηκε να φύγει. Θα έδινε σε άλλη εταιρία το τραγούδι του.
Στη δισκογραφική πάγωσαν. Ο Παπαιωάννου ήταν από τα πρώτα ονόματα, έκανε συνέχεια επιτυχίες άρα και μεγάλες πωλήσεις δίσκων για την εταιρία. Ψιθύρισαν ένα «κάτσε βρε παιδί μου να το συζητήσουμε» και τελικά είπαν το ναι.
Η ιστορία από εκεί και μετά είναι γνωστή. Το τραγούδι έγινε τεράστια επιτυχία και ο Καζαντζίδης άρχισε να καθιερώνεται.
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΣΤΕΛΛΑΡΑ ΜΟΥ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ.ΑΘΑΝΑΤΟΣ. ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΕΙ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗ ΣΙΓΟΨΥΘΙΡΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΣΟΥ