ΤΟ “ΟΧΙ” ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ! Ο Γκράτσι διηγείται λεπτομερώς πώς εισέπραξε το “ΟΧΙ” του Ιωάννη Μεταξά στις 3 π.μ. της 28ης Οκτωβρίου 1940…

Κοινοποίηση:
grazzi_metaxas_150

Το πρωί της 27 [Οκτωβρίου 1940] ελάμβανε χώρα στην Casa d’Italia, στην αίθουσα του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου ο εορτασμός της μοιραίας επετείου της φασιστικής επαναστάσεως.

Ευτυχώς, την χρονιά εκείνη, κατόπιν ανωτέρας διαταγής, ο εορτασμός είχε περιορισθεί στο ελάχιστον, στην ανάγνωση δηλ. των ανταλλαγέντων τηλεγραφημάτων μεταξύ Μουσσολίνι και του πρίγκιπος του Πεδεμοντίου επί τη συμπληρώσει της εκστρατείας εκείνης κατά της Γαλλίας, της οποίας το τελικό αποτέλεσμα ήταν να φέρει τους Γάλλους στην Αόστα και την Bordighera.

Η μικρή ιταλική παροικία των Αθηνών, ήταν παρούσα σχεδόν όλη, αλλά η εντύπωση παγερότητος και δυσφορίας ήταν ακόμη πιο αισθητή το πρωί εκείνο στην μεγάλη αίθουσα του Μορφωτικού Ινστιτούτου απ’ ό,τι το προηγούμενο βράδυ στις αίθουσες της Πρεσβείας. Όταν τελείωσε η τελετή, που είχε πάρει σχεδόν τον χαρακτήρα κηδείας, γυρίσαμε στην Πρεσβεία.

Αφού κάλεσα τον Στρατιωτικό και Ναυτικό Ακόλουθο τούς διάβασα την ιταλική διακοίνωση και ζήτησα την γνώμη τους. Οι δύο στρατιωτικοί συνεργάτες μου ήσαν της γνώμης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν αφ’ ενός την ισχνότητα των δυνάμεών μας στην Αλβανία και αφ’ ετέρου το μυστήριο με το οποίο, κατά τις υπουργικές οδηγίες, έπρεπε να περιβάλλει την επίδοση της διακοινώσεως στον Πρωθυπουργό της Ελλάδος, οι στρατιωτικές μας αρχές, αντί ή παράλληλα με την επίθεση στα ηπειρωτικά σύνορα, θα είχαν προετοιμάσει μία αιφνιδιαστική επιχείρηση εναντίον κάποιου σημείου του ελληνικού εδάφους.

2

Είχε μεγίστη λοιπόν σπουδαιότητα, κατά την γνώμη τους, όχι μόνο να τηρηθούν κατά γράμμα οι οδηγίες του Υπουργείου, αλλά, και να αποφευχθεί κάθε τι το οποίο θα μπορούσε να προδώσει το μυστικό καθώς και ο,τιδήποτε άλλο θα μπορούσε να γεννήσει υποψίες στους Έλληνες.

Τίποτε δεν έπρεπε να αλλάξει στο πρόγραμμα που ο καθένας μας είχε καταρτίσει για την ημέρα εκείνη και το τελεσίγραφο έπρεπε να κρατηθεί μυστικό και από τα άλλα μέλη της Πρεσβείας μέχρι της τελευταίας δυνατής στιγμής, ακόμα και από τις οικογένειες εκείνων που συμμετείχαν στην μικρή πρωινή σύσκεψη.

Το ζεύγος Πουτσίνι θα έφευγε με το Orient Express εκείνο το απόγευμα. Για να τους απαλλάξω από οποιαδήποτε ενόχληση θα ήθελα να μετακομίσουν από το ξενοδοχείο, όπου τους φιλοξενούσε η Ελληνική κυβέρνηση, στην Πρεσβεία ως φιλοξενούμενοί μου, προβάλλοντας ως πρόσχημα την επιθυμία τους να παρατείνουν επί μερικές ημέρες την παραμονή τους στην Ελλάδα. Σκεφθήκαμε όμως ότι και αυτό θα μπορούσε να γεννήσει υποψίες και ότι οι Πουτσίνι έπρεπε να αναχωρήσουν σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε καταρτισθεί. Πράγματι, ανεχώρησαν εκείνο το απόγευμα και εγώ πήγα στον σταθμό για να τους αποχαιρετήσω.

Έτρεφα ακόμη μία μικρή ελπίδα ότι, επειδή το τραίνο θα έφθανε στα γιουγκοσλαβικά σύνορα τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης θα κατόρθωναν να διαβούν τα ελληνικά σύνορα πριν διαδοθεί η είδηση της εκρήξεως του πολέμου. Στην Θεσσαλονίκη, όμως, οι ελληνικές αρχές τούς κατέβασαν από το τραίνο και τους έκλεισαν στα κτίρια των σχολείων μας της πόλεως εκείνης μαζί με τα μέλη της ιταλικής παροικίας, υποβάλλοντάς τους σε μία ταλαιπωρία, για να πούμε την αλήθεια, άσκοπη και αδικαιολόγητη. Εκεί παρέμειναν υπό περιορισμόν μαζί με τους άλλους Ιταλούς μέχρι της ημέρας που ανεχώρησαν όλοι μαζί με το ίδιο τραίνο που μετέφερε στην πατρίδα τους το ιταλικό διπλωματικό και προξενικό προσωπικό.

Την 1 Νοεμβρίου ένα σμήνος ιταλικών αεροπλάνων με επί κεφαλής τον κόμητα Τσιάνο, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την ιδέα να εισέλθει στην Ελλάδα με τις αλβανικές συμμορίες, πραγματοποίησε μία επιδρομή κατά του κέντρου της Θεσσαλονίκης, κατά την οποία τα ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν δύο αεροπλάνα μας, των οποίων τα συντρίμματα εσύρθησαν θριαμβευτικώς ανά τους δρόμους της πόλεως με πανηγυρισμούς του όχλου. Μία από τις ριφθείσες βόμβες κατά την επιδρομή αυτή έπεσε τόσο κοντά στο σχολείο όπου είχε συγκεντρωθεί η ιταλική παροικία που ένα βλήμα σκότωσε τον Έλληνα σκοπό που φρουρούσε την είσοδο. Ως εκ θαύματος, λοιπόν, η ιταλική παροικία δεν σκοτώθηκε από ιταλικά αεροπλάνα που είχαν επικεφαλής τους τον ίδιο τον Υπουργό των Εξωτερικών της Ιταλίας. Το ανακοινωθέν, φυσικά, μίλησε για επιτυχέστατο βομβαρδισμό των λιμενικών εγκαταστάσεων της Θεσσαλονίκης, τις οποίες ούτε καν είχε πλησιάσει.

Μαζί με τους Γραμματείς και τους Στρατιωτικούς Ακολούθους πήραμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εκτελέσουμε την οδυνηρή αποστολή που είχε ανατεθεί στην Πρεσβεία εις τρόπον ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε αδιακρισία. Πόρρω απείχαμε από το να φαντασθούμε ότι όλη εκείνη η ρομαντική και μυθιστορηματική σκηνοθεσία δεν είχε καθόλου σκοπό να συγκαλύψει μία αιφνιδιαστική επιχείρηση. Αφού το Ιταλικό Γενικό Επιτελείο ήταν απόλυτα πεπεισμένο ότι δεν θα εσημειώνετο καμία αξιόλογη αντίσταση σε τι θα χρησίμευε η προσπάθεια να καταστρωθεί και να εκτελεσθεί μία αιφνιδιαστική επιχείρηση. Για τον στρατιωτικό περίπατο προς την Αθήνα έφθαναν και με το παραπάνω οι λίγες μεραρχίες που είχαμε στην Αλβανία, με την ενίσχυση των αλβανικών συμμοριών. Όλη η σκηνοθεσία που είχε σοφισθεί το Υπουργείο ήταν απλώς μία απομίμηση, μία παιδαριώδης επανάληψη των όσων είχε κάμει η Γερμανία κατά την εισβολή της στην Δανία και Νορβηγία.

Η Ιταλία, εισβάλλοντας στην Ελλάδα, δεν μπορούσε να κάμει λιγότερα από όσα είχε κάμει τότε η μεγάλη της σύμμμαχος: αυτό ήταν όλο. Επειδή ο στρατηγός Μεταξάς δεν κατοικούσε στην Αθήνα αλλά στην Κηφισιά, τόπο παραθερισμού που απέχει από την πρωτεύουσα μία δεκαπενταριά χιλιόμετρα, συνέφερε να αποφύγομε να προσελκύσομε την προσοχή κάνοντας την διαδρομή με το μεγάλο αυτοκίνητο της Πρεσβείας. Αποφασίσαμε λοιπόν να με συνοδεύσει ο Στρατιωτικός Ακόλουθος, οδηγώντας ο ίδιος το ολιγότερο εντυπωσιακό αυτοκίνητό του. Ο Ναυτικός Ακόλουθος, που έμενε κοντά στο σπίτι του Πρεσβευτού της Γερμανίας, επεφορτίσθη να τον ενημερώσει αμέσως μετά την 3 πρωινή. Επεβάλλετο ο πρίγκιψ Erbach να μην πληροφορηθεί την είδηση από τις εφημερίδες, πολύ περισσότερο διότι νομίζαμε ότι την προστασία των ιταλικών συμφερόντων στην Ελλάδα θα ανελάμβανε η Γερμανία. Ανετέθη όμως στην Ουγγαρία.

Η ημέρα πέρασε σαν εφιάλτης. Το βράδυ είχαμε συγκεντρωθεί για το γεύμα στο σπίτι του Φορνάρι, όπου θα έπρεπε να βρίσκεται και ο Πρέσβυς Βιόλα, Ιταλός αντιπρόσωπος στην Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου του ελληνικού δημοσίου χρέους. Μετά το γεύμα οι οικογένειες των παρόντων ειδοποιήθηκαν να ετοιμάσουν τις αποσκευές τους και να μεταφερθούν μετά τα μεσάνυχτα στην Πρεσβεία.Καταγραφή

Όταν επέστρεψα στην Πρεσβεία τα μεσάνυχτα, δέχθηκα τον Πρόξενό μας στον Πειραιά, στον οποίο συνέστησα να μεταφερθεί στο γραφείο του και να φροντίσει για την προστασία της εκεί ιταλικής παροικίας, καθώς και τον Επιθεωρητή των φασιστικών οργανώσεων, ο οποίος ενετάλη να μεταφερθεί στην Casa d’Italia και να δεχθεί όσους Ιταλούς των Αθηνών ήθελαν να καταφύγουν εκεί. Είχα καλέσει για την 1 μετά τα μεσάνυχτα τον διερμηνέα της Πρεσβείας comm. De Santo, που θα με συνόδευε στο σπίτι του Μεταξά και θα συνεννοείτο με τον φρουρό.

Υπήρξαμε πάρα πολύ τυχεροί που πήραμε όλες τις προφυλάξεις και τηρήσαμε κατά γράμμα όλες τις ληφθείσες οδηγίες. Με την τροπή που πήραν αμέσως οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι βέβαιον ότι οι υπεύθυνοι της καταστροφής δεν θα παρέλειπαν να επιρρίψουν την ευθύνη στην Πρεσβεία, αν υπήρχε έστω και η παραμικρή δυνατότητα να την κατηγορήσουν ότι είχε αφήσει να διαρρεύσει το μυστικό.

Το 1944, όπως είδαμε, ο Μουσσολίνι κατελόγιζε στην μοιραία καθυστέρηση κατά δύο ημέρες της ενάρξεως των επιχειρήσεων, το γεγονός ότι ο πόλεμος που ο ίδιος θέλησε δεν υπήρξε κεραυνοβόλος όπως του είχε υποσχεθεί ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, λες και αν τις είχε αρχίσει την 26 Οκτωβρίου αντί της 28ης, αυτό θα μπορούσε να έχει μία οποιαδήποτε επίδραση στην εξέλιξή τους. Σκεφθήτε τι θα συνέβαινε αν η Πρεσβεία, που ήδη εθεωρείτο στην Ρώμη ως ελληνόφιλη, είχε προσφέρει την δυνατότητα να κατηγορηθεί ότι είχε προκαλέσει τις υπόνοιες των Ελλήνων. Θα ήμαστε εμείς και όχι οι δύο μοιραίες ημέρες καθυστερήσεως οι υπεύθυνοι για την αποτυχία της επιχειρήσεως εκείνης, την οποία ο κόμης Τσιάνο, το ίδιο εκείνο βράδυ, ενώ εμείς περνούσαμε στην Αθήνα εκείνες τις τραγικές και ταπεινωτικές ώρες, αποκαλούσε στον κύκλο των φίλων του «δικό μου πόλεμο».

Αναμένοντας να φθάσει η καθορισμένη στιγμή της αναχωρήσεώς μας για την Κηφισιά, τα λεπτά στο διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι της 3ης πρωινής περνούσαν αργά σαν ώρες, ώρες που, αναμφίβολα, υπήρξαν οι πιο οδυνηρές της ζωής μου. Στην σκέψη ότι το καθήκον μου μου επέβαλλε να γίνω αναγκαίος και απρόθυμος συνένοχος μιας τέτοιας ατιμίας, αφού είχα προσπαθήσει μάταια να κάμω ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να την αποτρέψω προσετίθετο και ένας σοβαρός φόβος.

Ο Μεταξάς ήταν σχεδόν 70 ετών, ήταν καταβεβλημένος από υπερβολική εργασία και ευθύνες, ήταν παχύς και είχε ήδη λεχθεί, το καλοκαίρι, ότι είχε υποστεί ένα ελαφρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Να ξυπνήσω στην καρδιά της νύχτας έναν άνθρωπο σ’ αυτή την κατάσταση υγείας για να του εγχειρίσω ένα έγγραφο που εσήμαινε συγχρόνως την αποτυχία της όλης του πολιτικής και τον πόλεμο μεταξύ της μικρής του χώρας και μιας μεγάλης δυνάμεως (ο Στρατιωτικός Ακόλουθος έτρεφε ακόμα κάποια ελπίδα ότι ο φόβος της Ιταλίας θα έκανε την Ελλάδα να υποχωρήσει: όχι όμως εγώ) θα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες. Οι οδηγίες του Υπουργείου δεν προέβλεπαν την περίπτωση να βρεθώ στις 3 το πρωί, στο σπίτι του Μεταξά με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος ψυχοραγούντα μέσα στα χέρια μου: και ομολογώ ούτε και εγώ δεν κατόρθωνα να σκεφθώ τι θα έπρεπε να κάμω αν συνέβαινε μία τέτοια τραγωδία. Ευτυχώς η μοίρα δεν επέτρεψε να συμβεί τίποτε τέτοιο.

Την καθορισμένη ώρα, δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός Ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελλόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm. De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατέλειωτα λεπτά μπροστά στην καγκελλόπορτα. Μες στην βαθειά σιωπή της νύχτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.

Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και αναγνωρίζοντάς με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντάς με, έξω από την καγκελλόπορτα.

Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρη μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Guido Gozzano, με τα κακόγουστα «καλά» του πράγματα μ’ έκαμε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια. Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνησή μου μου είχε αναθέσει να του κάμω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια τού έδωσα το κείμενο.

Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Alors, c’est la guerre». Του απήντησα ότι δεν ήταν διόλου έτσι κατ’ ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πώς μπορούσα να σκεφθώ ότι, ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλέως και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων. Χωρίς καμία πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπαζόμενος από την τελευταία ελπίδα όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και από ένα σανιδάκι, του απάντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απ’ ευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον Βασιλέα.

Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα, θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην παρεμποδισθεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να του καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η Ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά, αναγκάσθηκα να του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς απήντησε: «Vous voyez bien que c’est impossible. Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την Ιταλική Κυβέρνηση. Η Κυβέρνησή σας ήξερε κάλλιστα ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδετέρα, αλλ’ ότι ήμεθα αποφασισμένοι να υπερασπισθούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οιουδήποτε». Του απήντησα, ενώ σηκωνόμουν, ότι ήλπιζα ακόμα ότι θα ελάμβανε υπ’ όψιν του την διαβεβαίωση που περιείχετο στην διακοίνωση, κατά την οποία η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε καμιά πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και ανεξαρτησία της Ελλάδος και ότι θα μου γνώριζε στην Πρεσβεία, πριν από τις 6, ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα. Ο Μεταξάς δεν μου απήντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μού είπε: «Vous êtes les plus forts…» χωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, με φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη. Με την σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθειά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στην μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποία εμίσησα το δικό μου, μία στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματός μου μου φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και τους Βασιλείς του και που, κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του. […]

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ

Αμέσως μετά την επιστροφή μας στην Πρεσβεία μας άρχισαν να καταφθάνουν οι οικογένειες του προσωπικού και, σιγά – σιγά, και άλλες ιταλικές οικογένειες. Ο χώρος του κτιρίου δεν μπορούσε να χωρέσει ολόκληρη την ιταλική παροικία των Αθηνών. Διέταξα λοιπόν να καταφύγουν στην Πρεσβεία, εκτός από το προσωπικό, τα γυναικόπαιδα, οι δε άνδρες να καταφύγουν στην Casa d’Italia που διέθετε μεγάλους χώρους. Δεν έτρεφα την παραμικρή αυταπάτη, ως προς την πιθανότητα να ενδώσει η Ελλάδα αμαχητί σε αξιώσεις σαν τις δικές μας. Εξ άλλου, ακόμα και αν η Ελληνική Κυβέρνηση είχε την πρόθεση να υποκύψει, όλα είχαν ρυθμισθεί εις τρόπον ώστε αυτό να καταστεί πρακτικώς αδύνατο.

Δεν εξεπλάγην λοιπόν καθόλου όταν παρήλθε η 6η πρωινή χωρίς να μου περιέλθει καμία ανακοίνωση εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Τις πρώτες πρωινές ώρες, μου έφεραν ακόμη ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα από την Ρώμη. Ήταν ένα από τα συνήθη τηλεγραφήματα με τα οποία συνήθιζαν να πληροφορούν την Πρεσβεία ότι ένα πλοίο με προορισμό την Ελλάδα είχε επιθεωρηθεί στην Μεσσήνη και του είχε επιτραπεί να συνεχίσει το ταξίδι του. Δύο ημέρες πριν από την έναρξη του πολέμου, όταν είχε ήδη αποφασισθεί όχι μόνον η επίθεσημ αλλά και η ώρα της επιθέσεως, εξακολουθούσαν οι δικοί μας να διευκολύνουν την άφιξη εφοδίων στην χώρα κατά της οποίας επρόκειτο να επιτεθούμε. Και ήταν προφανές, επιπλέον, ότι όχι μόνον το αρμόδιο γραφείο του Υπουργείου, από το οποίο προήρχετο το τηλεγράφημα δεν είχε ειδοποιηθεί, αλλά και ότι οι «δερβέναγες» του γραφείου Υπουργού, από τα χέρια των οποίων περνούσαν πριν αποσταλούν όλα τα εξερχόμενα τηλεγραφήματα, ακόμα και τα πιο ασήμαντα, δεν είχαν αντιληφθεί πόσο ήταν γελοίο και βλακώδες να αφήσουν να σταλεί ένα τέτοιο τηλεγράφημα την ίδια ακριβώς στιγμή που τα στρατεύματά μας ήσαν έτοιμα να αρχίσουν «την πορεία προς Αθήνας».

Οι πρωινές αθηναϊκές εφημερίδες της 28ης μόλις πρόλαβαν να δημοσιεύσουν στις τελευταίες ειδήσεις την είδηση της επιδόσεως της ιταλικής διακοινώσεως και το κείμενο των διαγγελμάτων που απηύθυναν προς τον ελληνικό λαό ο Βασιλεύς και ο Μεταξάς. Ο Πρωθυπουργός, αμέσως μετά την συνομιλία μας, είχε καλέσει τηλεφωνικώς τον Άγγλο πρεσβευτή και τον είχε ενημερώσει για τα συμβάντα. Μετά είχε κατεβεί στην πόλη και είχε ενημερώσει τον Βασιλέα. Εν συνεχεία είχε δεχθεί, στο Υπουργείο Εξωτερικών, τους πρεσβευτές της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας και είχε συγκαλέσει για την 5η πρωινή το Υπουργικό Συμβούλιο που είχε κηρύξει την γενική επιστράτευση και τον στρατιωτικό νόμο.

Κατά τις 8 ο Βασιλεύς είχε μεταβεί στο Υπουργείο των Εξωτερικών, από όπου βγήκε συνοδευόμενος από τον Μεταξά, για να περιοδεύσει με το αυτοκίνητο τους δρόμους της πρωτεύουσας. Το πέρασμά τους είχε χαιρετηθεί με παραλήρημα λαϊκού ενθουσιασμού. Στις 10 π.μ. για πρώτη φορά οι σειρήνες εσήμαναν τον αντιαεροπορικό συναγερμό, αλλά κανένα αεροπλάνο δεν φάνηκε πάνω από την πόλη. Οι λαϊκές εκδηλώσεις δεν περιορίσθηκαν στις επευφημίες προς τον Βασιλέα και τον Πρωθυπουργό. Όπως έγραψε μία ελληνική εφημερίδα της 29, περιγράφοντας όσα είχαν συμβεί την προηγουμένη, «η αγανάκτησις υπήρξε η πρώτη αντίδρασις, η μετά δυσκολίας συγκρατηθείσα αγανάκτησις μετά τον άνανδρον τορπιλλισμόν της Έλλης».

Όλα τα ιταλικά ιδρύματα, όλα τα γραφεία των Αθηνών και του Πειραιά, ακόμη και τα μικρά καταστήματα Ιταλών μικροεμπόρων κατεστράφησαν από τα εξαγριωμένα πλήθη. Στο Προξενείο Πειραιώς μόνον η αξιοθαύμαστη ψυχραιμία του προξένου Μάουρο κατόρθωσαν να εμποδίσουν την κατάσταση από του να εκφυλισθεί σε τραγωδία. Ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες η Πρεσβεία είχε περικυκλωθεί από ισχυρή αστυνομική δύναμη, που δεν επέτρεπε σε κανένα να περάσει, ούτε από το πεζοδρόμιο έξω από τα κάγκελλα του προαυλίου. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, πάντως, παρήλασε καθ’ όλη την ημέρα μια συνεχής φάλαγγα ανθρώπων πάσης ηλικίας και τάξεως, που διέφεραν από την μικρή εκείνη πλουτοκρατική-πολιτική τάξη, για την οποία είχε μιλήσει ο Υπουργός Τσιάνο στην σύσκεψη της 15 Οκτωβρίου. Και δεν χρειαζόταν να ξέρει κανείς πολλά ελληνικά για να καταλάβει το νόημα των κραυγών του πλήθους εκείνου. Έχω μπροστά μου τα κύρια άρθρα των αθηναϊκών εφημερίδων των τελευταίων εκείνων ημερών του Οκτωβρίου, αλλά θεωρώ περιττόν να τα παραθέσω: Ο αναγνώστης μπορεί να τα φαντασθεί εύκολα μόνος του.

Θα υπενθυμίσω μόνον ότι την 30 Οκτωβρίου η Ελληνική Κυβέρνηση δημοσίευσε, σε ολόκληρο τον Τύπο, το πόρισμα, πλαισιωμένο από φωτογραφίες, της πραγματογνωμοσύνης που είχε διεξαχθεί στα θραύσματα των τορπιλλών που είχαν ριφθεί κατά της «Έλλης», και είχαν πλήξει το παλαιό πολεμικό πλοίο την ημέρα που ήταν αφιερωμένη στην Θεοτόκο. Ήταν φυσικό το πρόσωπό μου να καταστεί ιδιαίτερος στόχος των αρθρογράφων και, προ παντός, ωα χαρακτηρισθεί ως πράξη εξαιρετικής δολιότητος η δεξίωση που είχε δοθεί στην Πρεσβεία το βράδυ της 26ης, η οποία είχε εν τούτοις καθορισθεί δέκα ημέρες πριν. Κατανοώ τόσο την αγανάκτηση των αρθρογράφων εκείνων, ώστε δεν τρέφω την παραμικρή μνησικακία για τις ύβρεις τους εναντίον μου όσο και αν δεν τις άξιζα. Στην θέση τους θα έκανα και εγώ το ίδιο. Γνωρίζω πάντως ότι ένας από εκείνους που έγραψαν εναντίον μου τα δριμύτερα και υβριστικότερα άρθρα, μετά την κατάληψη της Ελλάδος ετέθη, και μάλιστα όχι δωρεάν, στην υπηρεσία των Γερμανών.

Ίσως να ήταν και αυτός ένας τρόπος συνεχίσεως του πολέμου κατά των Ιταλών. Μερικά από τα άρθρα αυτά παρά την βιαιότητά τους περιέχουν φράσεις εξαιρετικά σωστές. Η «Ακρόπολις» της 31 Οκτωβρίου π.χ., έλεγε μεταξύ άλλων: «η επίθεσις χωρίς ίχνος δικαιολογίας ούτε και προσχήματος εκ μέρους ενός Κράτους, που καυχάται ότι είναι μεγάλη Δύναμις εναντίον μιας μικράς Ελλάδος, δεν υπήρξε μόνον ένα ανόσιον έγκλημα, αλλά και θανάσιμον σφάλμα». Η «Πρωία» της ιδίας ημέρας, αναλύοντας το περιεχόμενο της ιταλικής διακοινώσεως και αναφερομένη στον τρόπο και την ώρα της επιδόσεώς της, έγραφε: «Ποίος ημπορεί να διεισδύση εις τα μελλοντολογικά μυστήρια της δυναμικής τους διπλωματίας;». Αν μπορούσα θα αγκάλιαζα εγκάρδια τον αρθρογράφο εκείνο.

Δεν μπορώ να θυμηθώ από ποιον έμαθα ότι η προστασία των ιταλικών συμφερόντων στην Ελλάδα είχε αναληφθεί από την Ουγγαρία, αλλά νομίζω ότι η είδηση μου εδόθη από τον ίδιο τον Ούγγρο συνάδελφό μου Βέλιτς. Είναι αδύνατο να βρω κατάλληλους επαίνους, για όσα έκαμε ο διπλωμάτης αυτός κατά τους μακρούς μήνες του πολέμου για να προστατεύσει τους Ιταλούς που είχαν μείνει στην Ελλάδα και τους αιχμαλώτους που, δυστυχώς, άρχισαν να καταφθάνουν αθρόοι.

Ο κ. Βέλιτς εξακολούθησε να εκπροσωπεί την χώρα του στην Αθήνα και μετά την ιταλογερμανική κατοχή της Ελλάδος μέχρι του πραξικοπήματος των Γερμανών στην Ουγγαρία τον Μάρτιο του 1944. Είχε τότε την τύχη να κατορθώσει να σωθεί καταφεύγοντας στο Κάιρο. Κατά τις ημέρες που περάσαμε κλεισμένοι στην Πρεσβεία, ο κ. Βέλιτς υπήρξε ο φύλακας άγγελός μας, με την αποτελεσματική βοήθεια του γραμματέως της Πρεσβείας τού De Bogdan και της γυναίκας του τελευταίου, που ανήκε σε μια από τις επιφανέστερες ελληνικές οικογένειες, η οποία υπήρξε η Θεία Πρόνοια για τις Ιταλίδες κυρίες που είχαν κλεισθεί μαζί μου.

Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έβλεπε την ώρα πότε θα αναχωρούσα, αλλά εγώ ήδη από τις 30 Οκτωβρίου της είχα γνωρίσει, διά του κ. Βέλιτς, ότι δεν θα συναινούσα ποτέ να εγκαταλείψω την Αθήνα αν δεν μου παρέδιδαν πρώτα όλους τους Ιταλούς προξενικούς υπαλλήλους στην Ελλάδα και δεν καταρτίζετο ο κατάλογος των άλλων Ιταλών, στους οποίους η Ελληνική Κυβέρνηση επέτρεπε να εγκαταλείψουν την χώρα.

Παρέλειψα σκόπιμα από τον κατάλογο τον Γενικό Πρόξενο Κερκύρας, με την πρόφαση ότι η μεταφορά του στην Αθήνα, επειδή έπρεπε να γίνει ατμοπλοϊκώς ή αεροπορικώς, δεν ήταν άμοιρος κινδύνων και ότι ήταν επομένως απλούστερον να τον επιβιβάσουν σε βενζινάκατο με λευκή σημαία και να τον παραδώσουν στις ιταλικές αρχές της Αλβανίας, διασχίζοντας το στενό της Κερκύρας. Στην πραγματικότητα σκεπτόμουν ότι η κατάληψη του νησιού εκείνου εκ μέρους μας επέκειτο και θεωρούσα ότι στην περίπτωση αυτή η παρουσία του επί τόπου θα ήταν πολύ χρήσιμη τόσο στην ιταλική παροικία όσο και στον ίδιο τον ελληνικό πληθυσμό.

Δυστυχώς ο υπολογισμός μου αυτός είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα να επιβάλει στον εξαίρετο εκείνο υπάλληλο την ταλαιπωρία μιας παρατεταμένης παραμονής στην Κέρκυρα και να τον εκθέσει στον κίνδυνο των βομβαρδισμών των ιταλικών αεροπλάνων, ένας από τους οποίους ιδιαίτερα σοβαρός από απόψεως αριθμού θυμάτων μεταξύ των κατοίκων, έλαβε χώραν την ημέρα των Χριστουγέννων 1940, με την ίδια εκείνη λεπτότητα στην εκλογή της στιγμής που είχε εμπνεύσει την εισβολή στην Αλβανία Μεγάλη Παρασκευή.

Στο θέμα του επαναπατρισμού των Ιταλών οι Έλληνες εφάνησαν μάλλον ενδοτικοί: βέβαια ήταν προς το συμφέρον τους να απομακρύνουν από την χώρα όσο πιο πολλά άχρηστα στόματα μπορούσαν. Κατορθώσαμε να συντάξουμε ένα πρώτο κατάλογο μερικών εκατοντάδων προσώπων, τα οποία ανεχώρησαν μαζί μου, εκτός από πέντε Ιταλούς που την τελευταία στιγμή κατεκρατήθησαν διότι η Ελληνική Κυβέρνηση είχε εις βάρος τους γελοίες υποψίες κατασκοπείας που απεδείχθησαν τελείως αβάσιμες. Λίγους μήνες μετά την αναχώρηη του πρώτου κλιμακίου, ανεχώρησαν άλλα δύο.

Όταν ο Πρεσβευτής Βέλιτς συζητούσε με τον Μαυρουδή τον κατάλογο των προσώπων που θα αναχωρούσαν με το διπλωματικό τραίνο είχε φυσικά συμπεριλάβει στον κατάλογο και το όνομα του Αλβανού γραμματέως που υπηρετούσε στην Ιταλική Πρεσβεία, ονόματι Λάτσι, ο οποίος όμως δεν είχε καταφύγει στην Πρεσβεία και δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής. Ο Μαυρουδής, με το χαμόγελο παλαιάς αλεπούς της διπλωματίας, του απήντησε ότι δεν ήταν ανάγκη να γίνει λόγος για τον Λάτσι.

Προ της επιμονής του πρεσβευτού της Ουγγαρίας, του έδειξε μια επιστολή την οποία ο Λάτσι, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, είχε απευθύνει στον Μεταξά και στην οποία στιγμάτιζε την ιταλική επίθεση και δήλωνε ότι ετίθετο στην διάθεση της Ελληνικής Κυβερνήσεως για να αγωνισθεί εναντίον των καταδυναστών της Αλβανίας. Ο Λάτσι προήρχετο από την Νότιο Αλβανία, από την περιοχή δηλ. εκείνη όπου, κατά τον Γενικό Τοποτηρητή των Τιράνων, έπαλλε εντονότερα ο πόθος της ενώσεως με την Μητέρα Πατρίδα των αλυτρώτων αδελφών της Τσαμουριάς, που στέναζαν κάτω από τον ελληνικό ζυγό.

Δεν είχαμε καμία επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Εκτός από τους Ούγγρους διπλωματικούς δεν επετρέπετο σε κανένα να μπει στην Πρεσβεία και μόνο πολύ σπάνια, και πάντοτε με μεγάλη δυσκολία, άφηναν τον Πρεσβευτή και τον Στρατιωτικό Ακόλουθο της Γερμανίας. Στους άλλους διπλωματικούς που ζήτησαν να μας επισκεφθούν δεν εδόθη η άδεια. Όσο για τους Έλληνες είναι προφανές ότι, εκτός από τους προμηθευτές, δεν υπήρχε ούτε ένας ο οποίος θα εδέχετο με κανένα τρόπο να πατήσει το κατώφλι της Ιταλικής Πρεσβείας. Τα τηλέφωνα, φυσικά, είχαν αποκοπεί και δεν υπήρχε τρόπος να έχομε απ’ ευθείας ειδήσεις για τους άλλους συμπατριώτες που είχαν καταφύγει στην Casa d’Italia, στο Προξενείο του Πειραιά και στα διάφορα ιταλικά σχολεία.

Η απ’ ευθείας επικοινωνία με την Ρώμη ήταν αδύνατη. Αντίθετα με όσα οι ελληνικές αρχές ακραδάντως επίστευαν, δεν είχαμε ραδιοπομπό και δεν είχαμε καμία άλλη επικοινωνία εκτός από τα τηλεγραφήματα, τα οποία έστελλε στην Βουδαπέστη ο Ούγγρος συνάδελφός μου, από όπου αναμεταδίδοντο στη Ρώμη, και αυτό με μεγάλη καθυστέρηση διότι μία από τις βόμβες που είχαν ρίξει στην Θεσσαλονίκη οι αεροπόροι μας κατά την προαναφερθείσα επιδρομή, κατέστρεψε το τηλεγραφικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, από το οποίο περνούσαν όλες οι γραμμές που συνέδεαν την Αθήνα με την κεντρική Ευρώπη.

Σχετικά με τον ραδιοπομπό, δεν θα είναι ίσως άσκοπο να διηγηθώ μία μικρή ιστορία που θα αποδείξει, αν χρειάζεται, σε τι βαθμό τελειότητος είχε φθάσει σε μας, ακόμα και στα μικρά πράγματα, η αποδιοργάνωση. Αρχές του καλοκαιριού του 1940 ο Πλωτάρχης Μορίν μού ανέφερε ότι το Υπουργείο Ναυτικών είχε αποφασίσει να του στείλει ένα ραδιοπομπό μαζί με ένα υπαξιωματικό εξειδικευμένο στον χειρισμό του και μου ζήτησε την άδεια να τον εγκαταστήσει στην Πρεσβεία. Υπήρξα πάντοτε άσπονδος εχθρός κάθε καταχρήσεως των διπλωματικών προνομίων, και γι’ αυτό η ιδέα δεν μου καλοάρεσε. Ήμασταν όμως σε πόλεμο και δεν μου φάνηκε δυνατόν να αντιταχθώ σε μια ενέργεια των στρατιωτικών αρχών. Ο πομπός έφθασε καθώς και ο υπαξιωματικός, ο οποίος συναρμολογώντας το διεπίστωσε αμέσως ότι στη Ρώμη είχαν ξεχάσει να στείλουν ένα βασικό εξάρτημα, χάρις στο οποίο το μηχάνημα δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Ζητήσαμε από την Ρώμη το εξάρτημα που έλειπε και, μετά λίγες εβδομάδες, έφθασε στην Αθήνα. Τότε ο Ναυτικός Ακόλουθος πληροφόρησε την Ρώμη ότι ο ραδιοπομπός ήταν πλέον σε θέση να λειτουργήσει και καθόρισε μια ορισμένη ώρα επαφής δύο φορές την ημέρα. Μόλις η Ρώμη θα απαντούσε με το σήμα ότι η κλήση είχε ληφθεί η επικοινωνία θα μπορούσε να αρχίσει. Όλες τις ημέρες του Θεού, την καθορισμένη ώρα, ο ραδιοπομπός των Αθηνών εξέπεμπε το σήμα κλήσεως. Ούτε μια φορά δεν πήραμε από την Ρώμη το σήμα λήψεως και κατά συνέπεια δεν μπορέσαμε ποτέ να αρχίσομε την μετάδοση. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ο υπαξιωματικός αχρήστευσε τον ραδιοπομπό και έτσι τα πάντα τελείωσαν.

Ένα από τα λίγα τηλεγραφήματα που λάβαμε από την Ρώμη μέσω Βουδαπέστης εντέλλετο να παραμείνει στην Αθήνα ένας υπάλληλος της Πρεσβείας μέχρις ότου μπορέσουν να αναχωρήσουν όλοι οι Ιταλοί που είχαν λάβει άδεια επαναπατρισμού, δεδομένου ότι η περιορισμένης χωρητικότητος αμαξοστοιχία Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Βελιγράδι δεν επέτρεπε να αναχωρήσουν όλοι με το πρώτο κλιμάκιο. Πρότεινα για χίλιους προφανείς λόγους, να μείνει ο διερμηνέας comm. De Santo, αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση αρνήθηκε κατηγορηματικά. Η Ρώμη διέταξε τότε να μείνει ο Α΄ Γραμματεύς Φορνάρι, αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση αντετάχθη και στην περίπτωσή του. Τότε μου φάνηκε ότι είχε φθάσει η στιγμή να τηρήσω σκληρότερη στάση. Παρεκάλεσα τον Βέλιτς να γνωρίσει στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι ο Φορνάρι, κατόπιν της ρητής διαταγής των προϊσταμένων του, δήλωνε ότι δεν θα αναχωρούσε παρά μόνο διά της βίας και ότι ούτε εγώ θα έφευγα αν δεν επετρέπετο στον Φορνάρι να παραμείνει. Ο Βέλιτς κατόρθωσε επί τέλους να ρυθμίσει αυτό το επεισόδιο που απειλούσε να εκτραχυνθεί, προτείνοντας στην Ελληνική Κυβέρνηση να φιλοξενήσει τον Φορνάρι στην Ουγγρική Πρεσβεία. Οι Έλληνες δέχθηκαν και έτσι ο εξαίρετος εκείνος υπάλληλος πρόσθεσε στις τόσες άλλες του υπηρεσίες και την θυσία να παραμείνει για αρκετούς ακόμη μήνες στην Αθήνα, τελείως περιορισμένος στην ουγγρική πρεσβεία, για να εκπληρώσει ένα καθήκον που δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε ευχάριστο.

Εν τω μεταξύ νέοι φιλοξενούμενοι κατέφθαναν καθημερινώς στην Πρεσβεία: πρόξενοι από διάφορες πόλεις της Ελλάδος, ιερείς, πρόσφυγες, τόσοι που ύστερα από λίγο, φιλοξενούσε περισσότερα από 150 πρόσωπα. Όλοι κοιμούντο όπου μπορούσαν. Όχι μόνον οι αίθουσες και τα σαλόνια, αλλά ακόμα και οι προθάλαμοι και οι διάδρομοι μετεβάλλοντο το βράδυ σε υπνοδωμάτια. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το φαγητό, αλλά με πολύ καλή θέληση και πνεύμα προσαρμογής κατορθώσαμε να την ξεπεράσομε. Επειδή η τραπεζαρία δεν χωρούσε παρά μόνο μία σαρανταριά πρόσωπα το πολύ πολύ, έτρωγαν κατά ομάδες εκ περιτροπής, όπως στα εστιατόρια των αμαξοστοιχιών και μπορεί να λεχθεί ότι η τρίτη ομάδα είχε μόλις τελειώσει το μεσημεριανό της γεύμα όταν ετοιμάζετο να αρχίσει το γεύμα της η πρώτη βραδινή ομάδα.

Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όλοι συνέβαλαν όσο μπορούσαν, ιδίως οι κυρίες, για να απαλύνουν όσο ήταν δυνατόν τις ταλαιπωρίες του περιορισμού εκείνου. Δύο ημέρες πριν από την αναχώρησή μας, έφθασαν από την Κρήτη οι Καπουτσίνοι της ιταλικής ιεραποστολής, την οποία διατηρούσε εκεί το τάγμα τους. Έτσι μπορούσε να δοθεί η πνευματική παραμυθία σε όσους την επιθυμούσαν και να τελεσθεί, η λειτουργία στην κυρία αίθουσα. Τις πρώτες ημέρες μαζευόμασταν όλοι γύρω από το ραδιόφωνό μου για να ακούσουμε το ιταλικό ανακοινωθέν. Αλλά το ενδιαφέρον για τις ακροάσεις αυτές μειώθηκε αμέσως όταν, την δεύτερη ή τρίτη ημέρα των εχθροπραξιών, το ανακοινωθέν ανήγγειλε ότι η αεροπορία μας είχε καταστρέψει το αεροδρόμιο του Τατοΐου. Την επομένη όμως ο Γερμανός Στρατιωτικός Ακόλουθος επεσκέφθη τον συνάδελφό του Μοντίνι και του είπε ότι είχε πάει στο Τατόι για να διαπιστώσει «ιδίοις όμμασι» τα αποτελέσματα του ιταλικού βομβαρδισμού και είχε εξακριβώσει ότι η επιδρομή είχε γίνει από ένα μόνο αεροπλάνο, το οποίο είχε ρίξει συνολικά έξι βόμβες, από τις οποίες οι πέντε είχαν πέσει εκτός του αεροδρομίου και η μία είχε σκάψει ένα λάκκο, τον οποίο οι εκχωματιστές είχαν γεμίσει σε λίγες ώρες εργασίας.

Τέλος, μετά μακρές διαπραγματεύσεις, τις οποίες διεξήγαγε ο Βέλιτς με θαυμαστή υπομονή, συνεφωνήθη η ανταλλαγή του ιταλικού διπλωματικού προσωπικού στην Ελλάδα με το ελληνικό διπλωματικό προσωπικό στην Ιταλία να γίνει στο Βελιγράδι. Η αναχώρηση ορίσθηκε για το απόγευμα της Δευτέρας 4ης Νοεμβρίου, από ένα μικρό σταθμό σε μικρή απόσταση από την Αθήνα και απεφασίσθη ότι, μαζί με το διπλωματικό και προξενικό προσωπικό, θα αναχωρούσε και το πρώτο κλιμάκιο μελών της ιταλικής παροικίας, συνολικά πάνω από τριακόσια άτομα. Την τελευταία στιγμή, όταν τα αυτοκίνητα, που θα μετέφεραν στον σταθμό στους ταξιδιώτες, ευρίσκοντο ήδη μπροστά στην είσοδο της πρεσβείας, η Ελληνική Κυβέρνηση απηγόρευσε την αναχώρηση σε πέντε από αυτούς, τέσσερις τραπεζικούς υπαλλήλους και ένα δημοσιογράφο, που, ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο, υποπτεύοντο ως κατασκόπους. Αντετάχθην με όλες μου τις δυνάμεις στην αξίωση αυτή και δήλωσα ότι ηρνούμην να αναχωρήσω.

Αλλά αναγκάστηκα με μισή καρδιά να υποκύψω στις πιέσεις του Βέλιτς, ο οποίος εφοβείτο ότι το επεισόδιο θα έθετε σε κίνδυνο την αναχώρηση ολοκλήρου του κλιμακίου ενώ έπρεπε κατεπειγόντως να κενωθεί η Casa d’Italia και το προξενείο του Πειραιώς, όπου έλειπαν όλα τα απαραίτητα για την συντήρηση εκείνων που είχαν καταφύγει εκεί και όπου είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται αρρώστιες. Το τραίνο είχε μόνο μια κλινάμαξα, που δεν ήταν αρκετή ούτε καν για όλο το προσωπικό της πρεσβείας. Οι άλλοι αναγκάσθηκαν να συσσωρευτούν όσο μπορούσαν καλύτερα στην Α΄ και Β΄ θέση. Τα παράθυρα της κλινάμαξάς μας ήταν καρφωμένα και τα τζάμια ήταν σκεπασμένα με ένα παχύ στρώμα από μαύρη μπογιά. Με την παράταση του ταξιδίου και τις μακρές σταθμεύσεις, λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων της μόνης σιδηροδρομικής γραμμής που ήταν παραφορτωμένη με στρατιωτικές μεταφορές, οι συσσωρευτές άδειασαν και σύντομα βρεθήκαμε στο πιο πυκνό σκοτάδι. Τις δύο άκρες του διαδρόμου φρουρούσαν δύο ένοπλοι σκοποί, που προσπάθησαν, στην αρχή, να περάσω στα άλλα βαγόνια για να επισκεφθώ τους ομοεθνείς μου που ταξίδευαν στο ίδιο τραίνο. Είναι περιττό να πω ότι αγνόησα τελείως τις απαγορεύσεις τους. Το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών είχε αναθέσει σε ένα υπάλληλο της Εθιμοτυπίας να συνοδεύσει το τραίνο μέχρι τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, αλλά εμείς τον είδαμε μόνο μια φορά στον σταθμό της Λαρίσης, όπου μας προσέφερε ένα καφέ, και μια δεύτερη φορά στον συνοριακό σταθμό, όπου ήλθε να μας αποχαιρετήσει.

Δεν είχαν καθόλου φροντίσει για το φαγητό των ταξιδιωτών που ξεπερνούσαν τους τριακόσιους και αν μπόρεσαν να φάνε κάτι, κατά τις τριάντα και πλέον ώρες που θέλαμε για να φθάσουμε στα σύνορα, το οφείλουν σε μένα γιατί είχα φροντίσει, με δικά μου έξοδα, να πάρουμε μαζί μας τρόφιμα. Το απόγευμα της 5ης, μετά είκοσι τέσσερις ώρες ταξιδίου, φθάσαμε σε ένα μικρό σταθμό κοντά στην Θεσσαλονίκη όπου, στο κατάμεστο ήδη τραίνο επεβιβάσθη το προσωπικό του Γενικού Προξενείου και η ιταλική παροικία της πόλης εκείνης, συμπεριλαμβανομένου και του ζεύγους Puccini. Αργά το βράδυ φθάσαμε σε ένα μικρό σταθμό κοντά στον μεθοριακό σταθμό της Γευγελής. Τα παράθυρα άνοιξαν επιτέλους και στην αποβάθρα του μικρού σταθμού παρετάχθησαν οι χωροφύλακες που συνόδευαν το τραίνο και μου απέδωσαν στρατιωτικές τιμές.

Λίγα λεπτά αργότερα μπαίναμε στην Γιουγκοσλαβία, όπου, στον πρώτο σταθμό, ο Β. Πρόξενος των Σκοπίων μάς συνήντησε, μας παραστάθηκε και μας ανεφοδίασε. Από εκείνον μάθαμε, χωρίς υπερβολική έκπληξη, ότι, το απόγευμα της ημέρας εκείνης, ιταλικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει την γιουγκοσλαβική πόλη Bitolia (Μοναστήρι), την οποία προφανώς εξέλαβαν για την ελληνική πόλη Φλώρινα. Στις 6 φθάσαμε στο Βελιγράδι, όπου μπορέσαμε να εγκαταλείψουμε το τραίνο μας και να επιβιβαστούμε στο ιταλικό, πολύ καλύτερα εξοπλισμένο, που είχε μεταφέρει στην γιουγκοσλαβική πρωτεύουσα το προσωπικό της Ελληνικής Πρεσβείας της Ρώμης.

Μας κακομεταχειρίσθησαν; Αναμφιβόλως. Αλλά πρέπει να λάβομε υπ’ όψιν μας δύο πράγματα: πρώτον το άγριο, και πρέπει να το αναγνωρίσομε, δικαιολογημένο μίσος, που προκάλεσε σε όλες τις ελληνικές καρδιές η ιταλική επίθεση, προπαντός γιατί ήρχετο ύστερα από πολύμηνες προκλήσεις τις οποίες είχαν υπομείνει σιωπηλά, δεύτερον, ότι η πρώτη εκείνη εβδομάδα υπήρξε αρκετή για να αποκαλυφθεί η τρομακτική μας κατωτερότητα έναντι των θυμάτων της επιθέσεώς μας και να διαγραφεί η οδυνηρή πραγματικότητα της αποτυχίας μας. Ο γίγαντας Γολιάθ, που από μακριά είχε σταθεί ικανός να εμπνέει τόσο τρόμο, απεδεικνύετο από κοντά και στην πράξη, ένα αχύρινο σκιάχτρο. Οι Έλληνες, που είχαν τόσο φοβηθεί την ιταλική ρομφαία, αντιλαμβάνοντο τώρα ότι η ρομφαία εκείνη ήταν χάρτινη. Πρώτα απ’ όλα είχε εξαφανισθεί ο σεβασμός, τώρα εξηφανίζετο και ο φόβος. Δεν απόμενε πια παρά μόνο το μίσος και η περιφρόνηση και οι Έλληνες επέτρεπαν στον εαυτό τους την πολυτέλεια να εκδικηθούν συγχρόνως την δική μας δολιότητα και τον δικό τους φόβο.

Το πρωί της 7ης φθάσαμε στην Τεργέστη, όπου μείναμε ολόκληρη την ημέρα και το επόμενο πρωί 8 Νοεμβρίου φθάσαμε στην Ρώμη.

Το ίδιο πρωί της αφίξεώς μας έγινα δεκτός από τον Υπουργό Τσιάνο.

Δεν είναι εύκολο να περιγράψω σε τι κατάσταση εκνευρισμού βρισκόμουνα όταν πήγα στον Υπουργό. Η αποτυχία της επιθέσεώς μας κατά της Ελλάδος διεγράφετο πια σαφέστατα, παρά τα όσα αποσιωπούσαν τα ανακοινωθέντα και οι στομφώδεις τίτλοι των εφημερίδων και των τοιχοκολλήσεων στους δρόμους, (θυμούμαι ότι ακριβώς εκείνη την ημέρα είδα μια από αυτές που ανήγγελλε με πελώρια γράμματα: «Στην Ήπειρο και στην Πίνδο μαχόμεθα και προχωρούμε»). Δεν είχαμε λοιπόν διαπράξει μόνο μια ατιμία, είχαμε διαπράξει μια άχρηστη ατιμία. Ξεκινώντας για να δρέψομε εύκολες δάφνες, δεν επιτύχαμε παρά μόνο μια αιματηρή και φρικτή ταπείνωση. Είπα ξεκάθαρα στον Υπουργό τη γνώμη μου για την πολιτική που έδινε τέτοιου είδους αποτελέσματα. Ο Υπουργός δεν απαντούσε στα λόγια μου, αλλά με διέκοπτε συνεχώς με ερωτήσεις για να αλλάξει θέμα, όπως κάνει όποιος θέλει, πάση θυσία, να αποφύγει μια δυσάρεστη συζήτηση. Κάποια στιγμή με ρώτησε πώς είχαν μεταχειρισθεί οι Έλληνες τους Ιταλούς. Αναγκάστηκα να απαντήσω ότι η μεταχείριση ήταν μάλλον σκληρή. Τότε είπε ότι ήθελε να το αναφέρει αμέσως στον Ντούτσε. Κάλεσε το Pallazzo Venezia με το απευθείας τηλέφωνο και ανέφερε όσα του είχα πει. Μετά προσέθεσε: «Έχω εδώ τον Γκράτσι. Και εκείνος λέει ότι όλα θα πάνε θαυμάσια». Και ακούμπησε το ακουστικό.

Μπροστά σε μια τέτοια αναίδεια δεν ξέρω πώς κατόρθωσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Του είπα: «Αυτό δεν σου το είπα». Ο Υπουργός σηκώθηκε και μου απήντησε ζωηρά: «Θα δεις, θα δεις. Το Γενικό Επιτελείο έκανε μια ανοησία αλλά τώρα στέλλομε στην Αλβανία είκοσι μεραρχίες και σε δέκα πέντε ημέρες όλα θα έχουν τελειώσει». Και επειδή εγώ κούνησα το κεφάλι αρνητικά με ρώτησε: «Γιατί όχι;» Του απήντησα ότι σε λίγες ημέρες θα άρχιζαν οι βροχές και μετά από αυτές το χιόνι, ώστε μέχρι τέλους Απριλίου ή αρχές Μαΐου ήταν παραφροσύνη να μιλά κανείς για μεγάλης κλίμακος επιχειρήσεις. Και σ’ αυτό εύκολα υπήρξα καλός προφήτης. Τον Μάρτιο 1941 ο Μουσσολίνι πήγε στην Αλβανία, για να φέρει, όπως είπε, το μέγα βραβείο του χαιρετισμού του στα εκεί στρατεύματα και μπροστά στα μάτια του εξαπελύθη επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων. Χάσαμε αρκετές χιλιάδες άνδρες, χωρίς να κατορθώσουμε να καταλάβουμε ούτε μια σπιθαμή εδάφους.

Ο υπουργός με ρώτησε τότε: «Δεν νομίζεις ότι αν κάναμε ένα μαζικό βομβαρδισμό κατά των Αθηνών οι Έλληνες θα έχαναν το θάρρος τους;» Απήντησα ότι, αν ήθελε να προκαλέσει την απέχθεια ολοκλήρου του πολιτισμένου κόσμου κατά της Ιταλίας, δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από τον βομβαρδισμό της Αθήνας. Μια τέτοια ενέργεια δεν θα είχε άλλο αποτέλεσμα από του να εκατονταπλασιάσει το μένος των Ελλήνων εναντίον μας. Μου απήντησε ότι «δεν του καιγόταν καρφί» για το ανίσχυρο μένος τους (χρησιμοποιώ την έκφραση αυτή από λεπτότητα προς τους αναγνώστες μου) και λέγοντάς μου να ευρίσκομαι στην διάθεσή του, έθεσε, πολύ ψυχρά, τέρμα στην συνομιλία μας. Δεν επρόκειτο πια να τον ξαναδώ.

Πηγή:aera2012.blogspot

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: