Ο πρώτος Έλληνας Αεροπόρος, ο οποίος με δίμηνη μόλις εκπαίδευση, τόλμησε όχι μόνο να πετάξει αλλά να πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους!
Συγκεκριμένα, στις 5 Οκτωβρίου του 1912, πραγματοποίησε την πρώτη αναγνωριστική αποστολή… Αυτή η ημέρα ήταν και η αρχή ενός τεράστιου αγώνα που έδωσε ο Υπολοχαγός Καμπέρος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στις 30 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς πραγματοποιεί πτήση με το υδροπλάνο «Δαίδαλος» και σημειώνει παγκόσμιο ρεκόρ! Να σημειωθεί ότι τα εν λόγω αεροσκάφη, τύπου Farman, ήταν άκρως επικίνδυνα για τον πιλότο που τα οδηγούσε, καθώς δεν τους προσέφεραν καμία απολύτως κάλυψη αλλά αντιθέτως τους άφηναν εντελώς εκτεθειμένους.
Αργότερα, κατά την συμμετοχή του στους Βαλκανικούς Πολέμους, διέλυσε τα τουρκικά στρατεύματα, αναδεικνύοντας την ελληνική πολεμική αεροπορία σε υπολογίσιμη δύναμη παγκοσμίως.
Ο Καμπέρος συνέχισε να μάχεται και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από όπου βγήκε επίσης άθικτος, έχοντας πρώτα δώσει σπουδαίες μάχες στον αέρα.
Το απαράμιλλο θάρρος του και η ριψοκίνδυνη συμπεριφορά του στον αέρα του χάρισαν το παρανόμι «Τρελλοκαμπέρος», το οποίο έχει μείνει στον καθημερινό μας λόγο, ως συνώνυμο της περιφρόνησης του κινδύνου, μέχρι σήμερα.
Δεν δείλιαζε μπρος στον κίνδυνο αλλά αντιθέτως τον επεδίωκε. Βλέπετε, διέθετε και αυτός με την σειρά του εκείνη την ιδιαίτερη τρέλα που χαρακτήριζε ανέκαθεν τους Έλληνες και τους τοποθετούσε στην κορυφή της παγκόσμιας ιστορίας.
Ο Τρελλοκαμπέρος, έχοντας συμμετέχει επιτυχώς σε δύο από τους μεγαλύτερους πολέμους της παγκόσμιας ιστορίας, ανέλαβε έπειτα αρχηγός και εκπαιδευτής στην σχολή πιλότων.
Στο τέλος, όμως, ο μεγάλος αυτός αγωνιστής έμεινε στο περιθώριο από το ελληνικό κράτος (τι πρωτότυπο!) και πέθανε την περίοδο της γερμανικής κατοχής το 1942…
Η Αντιγόνη Καμπέρου του αφιέρωσε του ακόλουθο ποίημα:
«Ωκεανός τρικυμισμένος που πετρώθηκε
σε μι’ αχανή, σκληρή πολιορκία βράχων
και συ πάνω στους βράχους να πηδάς ολόμονος
αγρίμι να περπατάς, να φεύγεις και να βλέπεις.
Έρημος απέναντι τριγύρω να σε ζώνη πετροθάλασσα.
Μα πέτρινη ερημιά! Απροσδιόριστα να ζώνη
πετροθάλασσα! Και να ρωτάς πώς βρέθηκες;
Από την πάλη των καιρών κατατρεγμένος
συ που δεν κρύφτηκες στο σπήλαιο των φόβων σου
μα παλληκάρι πάλεψες στον στρόβιλο των θυελλών, ώσπου
σε κούρσεψ’ η κακία που σ’ έφερε στην πέτρινη εξορία σου».