Πολύς λόγος γίνεται και αυτό το καλοκαίρι για την επιχειρησιακή δυνατότητα και ετοιμότητα της χώρας σε ότι αφορά την πυρόσβεση. Στο επίκεντρο βρίσκεται, ως συνήθως, ο μικρός αριθμός των αεροσκαφών που επιχειρούν στα μέτωπα των πυρκαγιών, των γνωστών δηλαδή Canadair, που επιστρατεύονται όταν σημάνει συναγερμός.
Η Ελλάδα διαθέτει 18 Canadair, 11 τύπου CL-215 και εφτά τύπου νεότερης γενιάς CL-415, με την τελευταία αγορά να χρονολογείται το 2004. Την τετραετία 2000-2004 αγόρασε 10 CL-415, αλλά τα τρία εξ’ αυτών δεν είναι πια διαθέσιμα λόγω ατυχημάτων. Το ίδιο ισχύει και για τα CL-215. Έξι από αυτά αποκτήθηκαν την περίοδο 1974-1979, το διάστημα 1986-1990 αγοράστηκαν άλλα τέσσερα και το 1997 εντάχθηκαν ισάριθμα στο στόλο της πυροσβεστικής. Ο αρχικός αριθμός των 14 έχει μειωθεί σε 11 εξαιτίας ατυχημάτων, άρα η χώρα διαθέτει 18 αεροσκάφη τέτοιου τύπου.
Δεν είναι μικρός ο αριθμός, όταν για παράδειγμα η Γαλλία, που έχει να καλύψει μια επικράτεια πέντε φορές μεγαλύτερη από την ελληνική και με πολύ περισσότερα δάση, διαθέτει 12 CL-415 και συνολικά 29 αεροσκάφη. Πόσο μάλλον όταν το έργο της πυρόσβεσης στην Ελλάδα συνδράμουν τα 18 μικρότερα Pezetel (το μειονέκτημά τους είναι ότι μπορούν να ανεφοδιαστούν μόνο από αεροδρόμια) και τα ελικόπτερα: τα δύο Super Puma, τα εννέα Kamov, τα τέσσερα ενοικιαζόμενα Ericsson S64, καθώς και τα Σινούκ της πολεμικής αεροπορίας, οι πιλότοι των οποίων έχουν περάσει από ειδικά σχολεία για να μπορούν να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις δασοπυρόσβεσης.
Παρά το σχετικά ικανοποιητικό σε αριθμητικό επίπεδο στόλο όμως, το πρόβλημα είναι υπαρκτό. Κατ’ αρχάς τα CL-215 δεν μπορούν να επιχειρήσουν σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες και συνήθως παραμένουν καθηλωμένα όταν η φωτιά βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Επιπλέον, αν και θεωρούνται πολύ ισχυρά αεροσκάφη, η αχίλλειος πτέρνα τους, που είναι ο κινητήρας, παρουσιάζει συχνά προβλήματα και τα «στέλνει» στο συνεργείο.
Γενικώς όμως οι ζημιές και οι βλάβες είναι μέσα στο καθημερινό πρόγραμμα όλων ανεξαιρέτων των αεροσκαφών (ακόμα και αυτών της πολιτικής αεροπορίας), μετά από έναν πολύ περιορισμένο αριθμό πτήσεων. Κανένα αεροπλάνο δεν μπορεί να πετάει συνεχώς επί ημέρες, το τακτικό πέρασμα από αυτό που αποκαλούμε «πιτς» είναι η δεύτερη φύση του και πολύ συχνά η επιδιόρθωση απαιτεί χρήση ανταλλακτικών.
Ο λόγος που η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει σε αγορά Canadair, («αθάνατα» και εξαιρετικά σκληροτράχηλα αεροσκάφη με τη σωστή συντήρηση, καθώς δεν είναι συμπιεζόμενα όπως τα γνωστά μας επιβατικά) από το 2004 δεν είναι οικονομικός, καθότι πολύ απλά δεν παράγονται εδώ και χρόνια Canadair – ο τύπος δηλαδή του αεροσκάφους που έχει επιλεγεί εδώ και τρεις δεκαετίες από την Πολεμική Αεροπορία καθώς διαθέτει τα πτητικά χαρακτηριστικά που ταιριάζουν στο γεωγραφικό, δασικό, ανάγλυφο της χώρας.
Είναι όμως οικονομικός ο λόγος που η επιχειρησιακή δυνατότητα περιορίστηκε σε μόλις 6 από τα 18 Canadair, όταν τις αρχές Ιουλίου η πυροσβεστική ήρθε αντιμέτωπη με 91 εστίες φωτιάς σε όλη την επικράτεια. Οι υψηλές θερμοκρασίες και οι συνεχείς βλάβες από τις διαρκείς επιχειρήσεις αεροπυρόσβεσης σε διάφορες περιοχές -ακόμη και στην γειτονική Αλβανία διατέθηκαν δυνάμεις αυτό το καλοκαίρι- δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα στη διαθεσιμότητα των ιπτάμενων μέσων. Μετά την επιδιόρθωση των τεχνικών προβλημάτων, τα Canadair δίνονται για πτητικές δοκιμές προκειμένου να διαπιστωθεί ο βαθμός ετοιμότητας των αεροσκαφών και έτσι προφανέστατα χάνεται πολύτιμος χρόνος στο μέτωπο των πυρκαγιών.
Εκείνο που καθυστερεί τα τελευταία χρόνια την όλη διαδικασία αποκατάστασης και σύντομης επιστροφής στη μάχη με τις φλόγες είναι η έλλειψη ανταλλακτικών και υλικών που χρειάζονταν οι τεχνικοί για να επιδιορθώσουν τις βλάβες. Για αυτό ευθύνεται ο (ανεπαρκής) Προϋπολογισμός για την αεροπυρόσβεση, καθώς αντί να υπάρχει στοκ ανταλλακτικών στις εγκαταστάσεις της Πολεμικής Αεροπορίας ώστε να ακολουθούνται διαδικασίες «follow on support» με μακροχρόνιο ορίζοντα, τα προβλήματα αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση, συχνά με παραγγελίες της τελευταίας στιγμής.
Λόγω του περιορισμένου αριθμού πυρκαγιών το 2015 και το 2016, κρίθηκε (εντελώς λανθασμένα) σκόπιμο να μειωθούν τα κονδύλια για την πυρόσβεση και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την περικοπή των δαπανών συντήρησης και της συρρίκνωσης του όγκου των υλικών που χρειάζονται για την αποκατάσταση.
Η Ελλάδα έχει ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες χώρες σε ότι αφορά την αντιμετώπιση των πυρκαγιών: οι υδάτινες περιοχές είναι κοντά στη στεριά και άρα στην εστία της φωτιάς, προσφέροντας τη δυνατότητα σε ένα αμφίβιο αεροσκάφος, που μαζεύει αλμυρό ή γλυκό νερό, να επιχειρεί ξανά και ξανά. Δυστυχώς όμως αυτό το πλεονέκτημα έχει αχρηστευθεί από την κακοδιαχείριση και την έλλειψη πρόνοιας, «αδικώντας» με αυτό τον τρόπο και τις τιτάνιες προσπάθειες που καταβάλλουν τεχνικοί, πυροσβέστες και πιλότοι για να επαναφέρουν σε θέση «μάχης» τον βαρύ οπλισμό και να τον αξιοποιήσουν αντίστοιχα.