Στις 29 Ιουνίου του 2002 δύο άνδρες ετοιμάζονται να τοποθετήσουν εκρηκτικό μηχανισμό στα εκδοτήρια της εταιρείας Hellas Flying Dolphins.
Όσοι τους διώκουν – εντελώς στα τυφλά ακόμα – γνωρίζουν ότι στους ωρολογιακούς μηχανισμούς έχουν ιδιαίτερη προτίμηση στα επιτραπέζια ξυπνητήρια τύπου Πέτερ και Βένους. Γερμανικής κατασκευής τα Πέτερ και ιταλικής τα Βένους, ήταν δυσεύρετα στην αγορά όταν o Σάββας Ξηρός, συνοδεία του Δημήτρη Κουφοντίνα, μετέφερε πάνω του εκείνο το βράδυ το μοιραίο για τη 17 Νοέμβρη εκρηκτικό μηχανισμό. Τα παλιά μεταλλικά κουρδιστά, μηχανικά ξυπνητήρια με γυάλινο περίβλημα – «οθόνη» είχαν αντικατασταθεί από αυτά με πλαστική «οθόνη». Τα μέλη της οργάνωσης δεν θέλησαν να ρισκάρουν και να επιμείνουν σε συγκεκριμένο τύπο ρολογιού. Μπροστά στον κίνδυνο να «καρφωθούν» αγοράζοντας ρολόγια από τα συγκεκριμένα ελάχιστα μαγαζιά που τα είχαν στο στοκ τους, ακολούθησαν το ρεύμα της αγοράς. Δηλαδή τη φθηνότερη λύση του κινέζικου πλαστικού, που είχε κατακλύσει τα εμπορικά κατάστηματα.
Αυτό αποδείχτηκε και το λάθος που οδήγησε στην εξάρθρωση της 17Ν. Το φθηνό ξυπνητήρι «βραχυκύκλωσε» τον εκρηκτικό μηχανισμό που κουβαλούσε εκείνο το βράδυ στο λιμάνι του Πειραιά ο Σάββας Ξηρός. Κατά τη μεταφορά του, το πλαστικό περίβλημα του φθηνού ρολογιού συμπιέσθηκε από την εκρηκτική ύλη. Έτσι δημιουργήθηκε βραχυκύκλωμα και πρόωρη έκρηξη του πυροκροτητή, με το μηχανισμό να σκάει στα χέρια του Ξηρού και να οδηγεί στο σοβαρό τραυματισμό του.
Εκείνη την περίοδο η Αντιτρομοκρατική είχε κάνει πρόοδο στις έρευνες. Με τη βοήθεια της Σκότλαντ Γιαρντ, που ενεπλάκη δραστικά στην υπόθεση μετά τη δολοφονία του Στίβεν Σόντερς, η ΕΛ.ΑΣ. είχε συγκεντρώσει στοιχεία για τον «αόρατο» αρχηγό Αλέξανδρο Γιωτόπουλο και είχε ενδείξεις για την εμπλοκή του άφαντου Δημήτρη Κουφοντίνα καθώς και ενός-δύο άλλων. Για τα περισσότερα μέλη της οργάνωσης όμως δεν είχε καμία απολύτως πληροφορία. Το όνομα «Ξηρός» ήταν παντελώς άγνωστο. Ο λόγος που ενώ οι γιατροί έδιναν μάχη για να κρατήσουν στη ζωή τον τρομοκράτη, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία στις Αρχές για το ποια οργάνωση εκπροσωπούσε, ήταν το 38αρι, απολύτως αναγνωρίσιμο περίστροφο, που όλως παραδόξως κουβαλούσε εκείνο το βράδυ μαζί του.
Ήταν το όπλο του αστυφύλακα Χρήστου Μάτη, ο οποίος έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια ληστείας που έκαναν μέλη της οργάνωσης στο υποκατάστημα της ΕτΕ στα Πετράλωνα τα Χριστούγεννα του ‘83. Το παλιό δύσχρηστο 38αρι είχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα σε έξι ενέργειες της «17Ν» και είχε «ταυτότητα»: στη βάση του υπάρχει χαραγμένος ο σειριακός αριθμός 100367. Για αρκετά χρόνια το όπλο είχε μείνει στην άκρη και ήταν απορίας άξιο για την ΕΛ.ΑΣ. που ο Ξηρός είχε μαζί του αυτό σε μια απόπειρα τοποθέτησης βόμβας. Φυσικά το όπλο ταυτοποιήθηκε γρήγορα και η Αντιτρομοκρατική διαπίστωσε χωρίς χρονοτριβή ότι ο άνθρωπος που είχε στα χέρια της ήταν εκ των πρωτοπαλίκαρων της οργάνωσης.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες και οι διωκτικές αρχές άρχισαν να «ξηλώνουν» το πουλόβερ με διαδοχικές συλλήψεις και τον εντοπισμό των δυο κεντρικών κρησφύγετων της «17Ν», που μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούσε έναν «άλυτο γρίφο».
Ο Ξηρός είχε μαζί του και μια αρμαθιά κλειδιά, που αργότερα διαπιστώθηκε ότι δύο εξ’ αυτών άνοιγαν τις πόρτες στις δύο βασικές γιάφκες, στην οδό Πάτμου στα Πατήσια και στη Δαμάρεως στο Παγκράτι. Η αστυνομία ήλπιζε να βρει μέσα σε αυτές όλα τα σύμβολα της 17 Νοέμβρη. Ωστόσο τρία εξ’ αυτών δεν έχει καταστεί δυνατό ούτε μέχρι σήμερα να εντοπιστούν.
Ο λόγος είναι ότι ο επιχειρησιακός αρχηγός της οργάνωσης παρέμεινε ασύλληπτος για περισσότερους από δύο μήνες. Το διάστημα που μεσολάβησε από την έκρηξη έως και την παράδοση του Δημήτρη Κουφοντίνα παραμένει έως και σήμερα ένα «σκοτεινό» σημείο για την Αντιτρομοκρατική. Αν και κυνηγημένος σαν αγρίμι, ο Κουφοντίνας ξεφεύγει διαρκώς από διάφορα μπλόκα της αστυνομίας και μένει για μερικές ημέρες στην Αθήνα προκειμένου να καταστρέψει σημαντικά στοιχεία για τη δράση της οργάνωσης και να κρύψει τρία από τα ιστορικά της σύμβολα. Το περίφημο 45αρι, τη σφραγίδα της οργάνωσης και την πρώτη γραφομηχανή, εκείνη που δεν έγραφε ολόκληρο το γράμμα «Ρ».
Από τη σύλληψη του Ξηρού έως και τον εντοπισμό της γιάφκας στην Πλατεία Κολιάτσου πέρασαν τέσσερις ημέρες. Πρωταρχικό μέλημα του Κουφοντίνα εκείνα τα κρίσιμα 24ωρα ήταν να «καθαρίσει» τις δύο γιάφκες. Όπως ο ίδιος περιγράφει στο βιβλίο του, τις πρώτες ώρες πρόλαβε και κατέστρεψε πολλά αντικείμενα (κυρίως χειρόγραφα και σκληρούς δίσκους από υπολογιστές), ενώ στη γιάφκα της Δαμάρεως έβαλε στη μπανιέρα όλα τα όπλα, τη γέμισε με νερό και έριξε χλωρίνη μαζί με ό,τι απορρυπαντικό υπήρχε, προκειμένου να εξαφανίσει αποτυπώματα και DNA.
Στη συνέχεια, όταν είδε πως ο κλοιός έσφιγγε γύρω του και δεν μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο, έφυγε από την Αθήνα και κρύφτηκε στο Αγκίστρι. Όταν πια αποφάσισε να παραδοθεί, προσερχόμενος αυτοπροσώπως στη ΓΑΔΑ, είχε μπει Σεπτέμβρης.
Όταν οι Αρχές μπήκαν μέσα στις γιάφκες της οργάνωσης βρήκαν –μεταξύ άλλων – όπλα, εκρηκτικά, σημειώσεις, προκηρύξεις ακόμα και την κόκκινη σημαία – λάβαρο της οργάνωσης με το κίτρινο αστέρι. Στην Πάτμου βρέθηκαν και οι αντιαρματικές ρουκέτες που είχαν κλαπεί από το στρατόπεδο Συκουρίου Λάρισας το 1988. Πολλά και σημαντικά «κομμάτια» του παζλ ωστόσο έλειπαν. Ξεκάθαρη απόδειξη ότι ο Κουφοντίνας είχε φτάσει νωρίτερα εκεί.
Τα σενάρια είναι δύο: ή τα έκρυψε ο ίδιος σε ασφαλές μέρος που γνωρίζει μόνο αυτός, ή τα έδωσε σε κάποιο έμπιστο και υπεράνω κάθε υποψίας άτομο να τα φυλάξει για όσα χρόνια χρειαστεί. Το ενδεχόμενο να τα κατέστρεψε έχει αποκλειστεί από την Αντιτρομοκρατική, καθώς όπως υποστηρίζουν οι άνδρες της, κάτι τέτοιο είναι εντελώς αντίθετο με την ιδιοσυγκρασία του.
Όταν στο δικαστήριο οι δικαστές είχαν ρωτήσει τον Κουφοντίνα που βρίσκεται το ιστορικό 45άρι, εκείνος, τους είχε απαντήσει με ένα κλέφτικο τραγούδι: («Του Ραμαντάνη, τ’ άρματα, δεν πρέπει να πουλιούνται. Μόνο στα δικαστήρια τούς πρέπει να κρεμιούνται. Να τα τηράν οι δικαστές να βγάζουν αποφάσεις»).
Στο βιβλίο του, αφηγούμενος τις στιγμές των πρώτων ανακρίσεων στο κτίριο της ΓΑΔΑ, περιγράφει ότι το 45αρι ήταν κάτι σαν διακαής πόθος για την ΕΛ.ΑΣ., αφήνοντας ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι το έχει κρύψει ο ίδιος. «Τους απάντησα ότι δεν παραδίδουμε τέτοια όπλα. Να μην τα πιάσουν στα χέρια τους οι εχθροί μας. Να μην ατιμάσουν όπλα με ιστορία…»