O πατέρας που δεν μπήκε σε σωστική λέμβο και πνίγηκε. Τα είχε απαγάγει από την πρώην σύζυγό του…
Δύο μικρά αδέρφια επιβιβάζονται στον Τιτανικό, στις 10 Απριλίου 1912. Ταξιδεύουν με τον πατέρα τους, ο οποίος τα έχει απαγάγει και τα έχει καταχωρήσει με ψευδώνυμα στα εισιτήρια. Τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη του πρώτου του ταξιδιού, ο Τιτανικός παρότι έχει λάβει έξι προειδοποιήσεις για θαλάσσιο πάγο στις 14 Απριλίου, ταξίδευε σχεδόν με τη μέγιστη ταχύτητα. Τότε το πλήρωμά του εντόπισε το παγόβουνο. Το πλοίο δεν κατάφερε να στρίψει έγκαιρα, συγκρούστηκε με το παγόβουνο και έτσι υπέστη ένα πλάγιο χτύπημα, που παραμόρφωσε τη δεξιά πλευρά του και οδήγησε στη βύθιση του. Το παρθενικό ταξίδι ήταν μοιραίο.
Η απαγωγή από τον πατέρα
Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν τα δύο μικρά αδέρφια, ο Michel Marcel Navratil και ο Edmond Roger Navratil. Ήταν μόλις τεσσάρων και δύο χρόνων. Οι γονείς τους είχαν χωρίσει την ίδια χρονιά με τη μητέρα των αγοριών να έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου την κηδεμονία τους. Είχε επιτρέψει στον πατέρα τους να τα επισκεφθεί και να τα δει στις διακοπές τους Πάσχα. Όταν εκείνη επέστρεψε στο σπίτι της στη Νίκαια της Γαλλίας, τα παιδιά της είχαν εξαφανιστεί. Ο πατέρας, Michael, αποφάσισε να κάνει μαζί τους ένα νέο ξεκίνημα στην Αμερική. Απήγαγε τα δύο αγόρια και ταξίδεψε μαζί τους από τη Γαλλία στην Αγγλία. Οι τρεις τους επιβιβάστηκαν από το Σαουθάμπτον στο μοιραίο ταξίδι του Τιτανικού. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού δεν άφηνε τα δύο αγόρια από τα μάτια του. Ήταν συνεχώς μαζί τους.
Ο πατέρας τους είχε καταχωρίσει τα παιδιά με ψευδώνυμα στα εισιτήρια, ως «Λόλο» και «Μόμον». Έτσι όταν δύο μικρά αδέρφια διασώθηκαν από τη βύθιση του πλοίου, η πραγματική τους ταυτότητα δεν ήταν γνωστή. Τα δύο γαλλόφωνα παιδιά δεν καταλάβαιναν ούτε μπορούσαν να μιλήσουν αγγλικά. Έτσι έμειναν γνωστά ως τα «ορφανά παιδιά του Τιτανικού». Ήταν τα μοναδικά παιδιά που διασώθηκαν χωρίς τους γονείς τους. Μετά την πρόσκρουση του πλοίου, ο πατέρας τους Navrattil, τοποθέτησε τα δύο αγόρια του στην τελευταία αναδιπλούμενη βάρκα που εκτοξεύθηκε με επιτυχία από το πλοίο. Αυτή ήταν και η τελευταία ανάμνηση των παιδιών από τον πατέρα τους. Ο Navrattil δεν κατάφερε να σωθεί από τη βύθιση του Τιτανικού. Στις σωστικές λέμβους δόθηκε προτεραιότητα στις μητέρες και τα παιδιά. Εκείνος αναγκάστηκε να μείνει στο κατάστρωμα του πλοίου που είχε πληγεί από τη σύγκρουση του με το παγόβουνο.
Τα μόνα παιδιά που διασώθηκαν χωρίς γονείς
Τα δύο μικρά αγόρια μεταφέρθηκαν από τις σωστικές λέμβους στο πλοίο «Καρπάθια», που έφτασε στο σημείο της σύγκρουσης για να παραλάβει τους διασωθέντες. Ήταν μόνα τους αλλά με τη φροντίδα μιας ακόμη διασωθείσας, της Margaret Hays μεταφέρθηκαν με ασφάλεια σπίτι της, μέχρι να βρεθεί συγγενικό πρόσωπο των δύο αγοριών. Η επιβάτης μιλούσε γαλλικά και έτσι μπορούσε να συνεννοηθεί με τα παιδιά. Η οικογένεια συνενώθηκε μετά από μήνες.
Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων κυκλοφορούσαν οι φωτογραφίες των παιδιών με τα ψευδώνυμά τους. Σε ένα από αυτά η μητέρα τους τα εντόπισε, κατάφερε να τα συναντήσει και να τα αγκαλιάσει ξανά στις 16 Μαϊού 1912. O Michael, o μεγαλύτερος διασωθείς αδερφός κράτησε μόνο στοργικές αναμνήσεις από το ταξίδι. «O Τιτανικός ήταν ένα εξαιρετικό πλοίο». Σε συνέντευξη του θυμήθηκε να παίζει με τον μικρότερο του αδερφό στο καράβι, την εικόνα της θάλασσας και τι έφαγαν για πρωινό μία ημέρα του ταξιδιού. Δεν θυμάμαι να ήμουν φοβισμένος.» Θυμήθηκε μόνο ότι αποκοιμήθηκε όταν τοποθετήθηκε στη σωστική λέμβο. «Αν δεν ήμασταν επιβάτες δεύτερης τάξης, δεν θα είχαμε σωθεί».
Από το μοιραίο ταξίδι του Τιτανικού, ο Michel δεν επεδίωξε να ταξιδέψει στην Αμερική. Για πρώτη φορά πήγε στο Γουίλμινγκτον το 1987, προκειμένου να παραστεί στις επετειακές εκδηλώσεις των 75 χρόνων από το ναυάγιο. Πέθανε το 2001 στα 97 και σύμφωνα με το Μουσείο Ιστορίας του Τιτανικού θεωρήθηκε ο τελευταίος άνδρας επιζών του Τιτανικού. Μετά το θάνατο του έζησαν μόνο τέσσερις γυναίκες. O μικρότερος αδερφός του Έντμοντ κατατάχθηκε στο γαλλικό στρατό στον Β’ Παγκόσμίο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια μιας μάχης αιχμαλωτίστηκε, αλλά τελικά κατάφερε να δραπετεύσει. Με τα χρόνια η υγεία του επιδεινώθηκε και πέθανε το 1953 σε ηλικία 43 ετών.