Το βακτήριο Chlamydia trachomatis που προκαλεί τα χλαμύδια– την πιο κοινή σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη παγκοσμίως- μπορεί να αποικίσει το έντερο και να διευκολύνει την εμφάνιση επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων, σύμφωνα με νέα μελέτη. Η ασθένεια επηρεάζει συνήθως την περιοχή των γεννητικών οργάνων, προκαλώντας μερικές φορές πόνο και ασυνήθιστη έκκριση από τον κόλπο ή το πέος. Οι σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε επιπλοκές που αλλάζουν τη ζωή, όπως φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, αρθρίτιδα, ακόμη και στειρότητα.
Μελέτες σε ποντίκια και διάφορες κλινικές αναφορές έχουν δείξει ότι το C. trachomatis μπορεί επίσης να μολύνει τον πεπτικό σωλήνα. Αυτό σημαίνει ότι, θεωρητικά, τα βακτήρια θα μπορούσαν να «κρυφτούν» στο έντερο και στη συνέχεια να προκαλέσουν επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις των γεννητικών οργάνων. Ωστόσο, μέχρι τώρα, οι επιστήμονες δεν είχαν επιβεβαιώσει αυτή τη θεωρία σε ανθρώπινα κύτταρα.
Στο πλαίσιο της νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «PLOS Pathogens», ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Würzburg στη Βαυαρία ανέπτυξαν οργανοειδή ανθρώπινων εντέρων – μικροσκοπικές εκδόσεις ανθρώπινων οργάνων ή ιστών – στο εργαστήριο και στη συνέχεια δοκίμασαν να τα μολύνουν με το βακτήριο που προκαλεί τα χλαμύδια. Τα συγκεκριμένα οργανοειδή έμοιαζαν με τα στρώματα των κυττάρων που καλύπτουν το ανθρώπινο έντερο.
Διαπιστώθηκε ότι ο C. trachomatis μπόρεσε να εισέλθει στα κύτταρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανάπτυξη των βακτηρίων ήταν περιορισμένη, έτσι αντί να προκαλέσει μια πλήρη λοίμωξη, το βακτήριο σχημάτισε μεγάλες, ακανόνιστου σχήματος δομές, οι οποίες πιστεύεται ότι μπορούν να παραμείνουν μέσα στα κύτταρα-ξενιστές. Το βακτήριο μπόρεσε επίσης να μολύνει τα οργανοειδή του εντέρου μέσω της «πλαγιοβασικής» επιφάνειας, του στρώματος των κυττάρων δηλαδή, που συνδέονται με άλλους υποκείμενους ιστούς και δομές, συμπεριλαμβανομένων των αιμοφόρων αγγείων. Όταν οι ερευνητές εξέτασαν πιο προσεκτικά τα βακτήρια που μόλυναν αυτά τα οργανοειδή, εντόπισαν έναν οικείο εχθρό.
«Εντοπίσαμε επανειλημμένα τις επίμονες μορφές των βακτηρίων, οι οποίες μπορούν να αναγνωριστούν με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Pargev Hovhannisyan, πρόεδρος μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ.
Ωστόσο, η ομάδα αναγνώρισε ότι η μελέτη έχει κάποιους περιορισμούς, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι εξετάστηκε μόνο ο τρόπος με τον οποίο το C. trachomatis μολύνει απομονωμένα επιθηλιακά κύτταρα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες στο ανθρώπινο έντερο, όπως άλλα μικρόβια και κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αποτροπή της μόλυνσης αυτών των κυττάρων στην πραγματική ζωή, σημείωσαν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα από μόνα τους δεν παρέχουν οριστική απόδειξη ότι τα χλαμύδια μπορεί να παραμείνουν στο έντερο, προειδοποιούν οι ερευνητές, επομένως θα πρέπει να γίνει περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί και να κατανοηθεί καλύτερα αυτό το φαινόμενο. Ωστόσο, τα μοντέλα που δημιούργησε η ομάδα θα βοηθήσουν στη μελλοντική έρευνα για τον πιθανό ρόλο της μόλυνσης από χλαμύδια στο έντερο, κατέληξαν οι ερευνητές.