Η ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941, ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έμεινε χαραγμένη στη μνήμη των Αμερικανών ως μια από τις χειρότερες που δέχθηκε ποτέ η χώρα τους. Λίγοι όμως γνωρίζουν μια άλλη επίθεση που δέχθηκαν οι ΗΠΑ και πάλι από τους Ιάπωνες λίγα χρόνια αργότερα…
Ένα ηλιόλουστο πρωινό, το Σάββατο 5 Μαϊου του 1945 ο αιδεσιμότατος Άρτσι Μίτσελ, η έγκυος γυναίκα του και πέντε μαθητές κατηχητικού πήγαν εκδρομή σ’ ένα δάσος του Όρεγκον. Οι επιβάτες αποβιβάστηκαν κι ο ιερέας πήγε να παρκάρει στο χώρο στάθμευσης λίγο πιο πέρα. Την ώρα που έσβηνε τη μηχανή, άκουσε τη γυναίκα του να του φωνάζει να πάει να δει κάτι περίεργο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακολούθησε μια έκρηξη. Ο Μίτσελ ήταν ο μοναδικός επιζών. Πέντε αγόρια, ηλικίας 11 έως 14 ετών, η 26χρονη γυναίκα του και το αγέννητο παιδί τους σκοτώθηκαν. Ήταν τα μοναδικά θύματα εχθρικής ενέργειας στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε έδαφος των ηπειρωτικών ΗΠΑ.
Το μνημείο που έχει στηθεί στο σημείο της έκρηξης, όπου σκοτώθηκαν η έγκυος σύζυγος του αιδεσιμότατου Μίτσελ και οι πέντε μαθητές Κατηχητικού κοντά στο Μπλάι του Όρεγκον.
Αλλά τι προκάλεσε την έκρηξη; Οι ανυποψίαστοι εκδρομείς είχαν βρει ένα ιαπωνικό αερόστατο-βόμβα, που είχε πέσει στο συγκεκριμένο σημείο. Αγνοώντας περί τίνος πρόκειται πλησίασαν και το άγγιξαν – η περιέργεια τους στοίχισε τη ζωή.
Στη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου οι Ιάπωνες αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπους να επιτεθούν στην αμερικανική ενδοχώρα, αλλά δεν διέθεταν τα απαραίτητα μέσα. Βρήκαν όμως έναν, όταν πιλότοι τους διαπίστωσαν ότι ότι σε υψόμετρο άνω των εννέα και κάτω των δώδεκα χιλιομέτρων στον Ειρηνικό Ωκεανό πνέει σταθερά ένας ισχυρός άνεμος προς τα ανατολικά, που αργότερα πήρε το όνομα Jetstream.
Μια ειδική μονάδα του ιαπωνικού στρατού υπό την διοίκηση του υποστράτηγου Σουεγιόσι Κουσάμπα συνέλαβε την ιδέα να αξιοποιήσει αυτό το ρεύμα αέρα εξαπολύοντας φονικά αερόστατα, που θα μπορούσαν να μεταφέρουν εκρηκτικούς μηχανισμούς στις ΗΠΑ. Τα αερόστατα βόμβες είχαν διάμετρο δέκα μέτρων, έφεραν μια μεταλλική κατασκευή πάνω στην οποία ήταν προσαρμοσμένο έρμα με εμπρηστικές βόμβες και βόμβες θερμίτη συνολικού βάρους 30 κιλών και διέθεταν ωρολογιακό μηχανισμό.
Η πτήση μέχρι τις δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ υπολογίστηκε ότι θα διαρκούσε τρία 24ωρα. Ο στόχος του Ιάπωνα υποστράτηγου ήταν να πέσουν τα αερόστατα-βόμβες -ή «Φούγκο», όπως τα είχαν βαφτίσει- σε δασώδεις περιοχές προκαλώντας τεράστιες πυρκαγιές, οι οποίες θα απασχολούσαν μεγάλο ανθρώπινο δυναμικό, ώστε να μη χρησιμοποιηθεί εναντίον τους στον πόλεμο. Τα αερόστατα ήταν κατασκευασμένα από ειδικό, χοντρό χαρτί, που κολλούσαν μαθητές σχολείων πάνω στον σκελετό, ενώ χρησιμοποιούσαν οξυγόνο για να πετούν. Σ’ όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου -και συγκεκριμένα μεταξύ του Νοεμβρίου του 1944 και του Απριλίου του 1945- οι άντρες του Κουσάμπα εξαπέλυσαν κάπου 9.300 τέτοια φονικά αερόστατα υπολογίζοντας ότι εξ αυτών μόλις το ένα δέκατο θα έφθανε στο στόχο τους.
Αλλά γιατί χάθηκαν τα υπόλοιπα εννέα δέκατα; Ο σημαντικότερος λόγος ήταν ότι ο όγκος του οξυγόνου που χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο άλλαζε ανάλογα με την έκθεσή του στην ηλιακή ακτινοβολία με αποτέλεσμα ή να ανυψώνονται ή να πέφτουν κάτω από το ρεύμα αέρα, που τα ωθούσε προς τις δυτικές ΗΠΑ. Από τα περίπου 900 αερόστατα που έφθασαν μέχρι τις ΗΠΑ, βρέθηκαν μόνον τα 300 και μόνον μια φορά προκάλεσαν απώλειες, στην περίπτωση των εκδρομέων στο Όρεγκον. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα εντόπισαν δασοφύλακες ή μέλη των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων που εξουδετέρωναν τους εκρηκτικούς μηχανισμούς, ή τα έκαιγαν από απόσταση.
Γιατί όμως κι εκείνα τα «Φούγκο», που έφθασαν στις ΗΠΑ, απέτυχαν να προκαλέσουν τις πυρκαγιές που ήλπιζαν οι Ιάπωνες; Υπολογίζεται ότι με το ρεύμα αέρα μεταφέρθηκαν έως και έξι τόνοι εμπρηστικών βομβών στις δυτικές Πολιτείες, αλλά οι βόμβες θερμίτη δεν ενδείκνυνται για πυρκαγιές σε ζωντανά δάση παρά μόνον για αποξηραμένη ξυλεία. Για τα δάση θα χρειάζονταν υγρές εμπρηστικές βόμβες τύπου ναπάλμ, που αναπτύχθηκαν αργότερα. Πέραν τούτου, η ποσότητα των βομβών θερμίτη που έφθασαν μέχρι τις ΗΠΑ ήταν ανεπαρκής, αφού ισοδυναμούσε με το μέσο φορτίο εμπρηστικών βομβών τριών βομβαρδιστικών Lancaster της RAF, η ενός B-29 που χρησιμοποίησαν oι Αμερικανοί προς τα τέλη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου για να ρίξουν τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.