Τελέστηκε το μνημόσυνο της Κυράς της Λαπήθου, της ηρωικής Ευφροσύνης Προεστού.
Στο μνημόσυνο έδωσε το παρόν του ο Υπουργός Άμυνας Χαράλαμπος Πετρίδης ο οποίος κατά τον επιμνημόσυνο λόγο του εξιστόρησε την συγκλονιστική ιστορία της εβδομηντάχρονης ηρωίδας Ευφροσύνης Προεστού.
Εννέα στρατιώτες του 286 ΜΤΠ και τρεις του 256 ΤΠ που αποκόπηκαν και παρέμειναν εγκλωβισμένοι πίσω από τις εχθρικές γραμμές, ζήτησαν βοήθεια από την Ευφροσύνη Προεστού, η οποία σαν μάνα τους, τους έκρυψε ώστε να μην συλληφθούν από τους Τούρκους εισβολείς.
«Στις 6 του Αυγούστου από τις 3.00 το πρωί άρχισαν οι εκρήξεις…
Κατά τις 11.00 ήρθαν δώδεκα παιδιά μέσα στο σπίτι μου.
-Γιαγιά, σώσε μας.
Τους είπα: Πού να σας βάλω, γιε μου!.
Εράγισεν η καρδιά μου. Εκρούζαν τα δέντρα, εσκοτείνιαζεν η Λάπηθος· ενόμιζες ότι εχαλούσαν τα βουνά, φωδκιές, εκρήξεις… Ήταν όλοι δεκαοκτώ χρονών».
Οι Τούρκοι, που προέβαιναν καθημερινά σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και έρευνες με πρωτοφανή αγριότητα, στις 8 Αυγούστου μπήκαν στο σπίτι της κυρά Ευφροσύνης. Στάθηκε απέναντί τους χωρίς φόβο και τους μίλησε στα τούρκικα: «Άκουσα εις το ράδιο ότι εν να έρτει ο τουρκικός στρατός για να φέρει την ειρήνη. Όπου θέλετε, γιε μου, εγώ πάω, αλλά να σας παρακαλέσω να με αφήσετε σπίτι μου τζιαι εν να ‘ρτουν οι κόρες μου να με πάρουν». Γνώριζε Τούρκικα, αφού ως μαία επισκέφθηκε πολλά τουρκοκυπριακά σπίτια για να βοηθήσει τις έγκυες γυναίκες να γεννήσουν.
Οι Τούρκοι φαίνεται να πείσθηκαν και αποχώρησαν. Σ΄ αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι ένας από τους εισβολείς ήταν Τουρκοκύπριος κάτοικος της ευρύτερης περιοχής που γνώριζε ότι η κυρά Ευφροσύνη βοήθησε τη μάνα του να τον φέρει στον κόσμο.
Οι μέρες περνούσαν και η αμέριστη υποστήριξη της Ευφροσύνης Προεστού στους δώδεκα στρατιώτες συνεχιζόταν απρόσκοπτα, μέχρι την επάνοδο μεγάλου αριθμού Τούρκων στις 4 Σεπτεμβρίου, οι οποίοι επιχείρησαν πιο εντατικές έρευνες στα γύρω σπίτια. Έσπευσε τότε να ειδοποιήσει τους στρατιώτες μας να εγκαταλείψουν το χώρο το ταχύτερο για να μη συλληφθούν. Αυτοί εξήλθαν από το λαγούμι και όταν διαπίστωσαν ότι όλη η γύρω περιοχή ήταν αποκλεισμένη, μπήκαν προσωρινά στο σπίτι του Κώστα Καπλάνη. Έγιναν όμως αντιληπτοί από τους Τούρκους, οι οποίοι όρμησαν στο σπίτι πυροβολώντας.
Η προσπάθεια διαφυγής για εννέα από τα δώδεκα παλικάρια στάθηκε αδύνατη. Τρεις απ’ αυτούς κατάφεραν να ξεφύγουν. Ο πρώτος, ο Γιώργος Παπανικολάου στάθηκε ο πιο τυχερός, αφού μετά από μεγάλη προσπάθεια και κοπιώδη περιπλάνηση έφθασε στις ελεύθερες περιοχές, στην περιοχή Αστρομερίτη. Ο δεύτερος, ο Πολύκαρπος Πέτρου κατάφερε να δραπετεύσει, αλλά συνελήφθη αργότερα στην περιοχή του Βαβυλά, μέσα σε μια βάρκα που χρησιμοποίησε για να εγκαταλείψει την περιοχή, μέσω θαλάσσης. Και ο τρίτος, ο Αντώνης Φιλίππου, κατάφερε να ξεφύγει και να παραμείνει κρυμμένος στα χωράφια στην ευρύτερη περιοχή, μέχρι που πληροφορήθηκε την επίσκεψη του προεδρεύοντα της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη στους εγκλωβισμένους στο Πέλλα Πάις. Χωρίς να γίνει αντιληπτός κατάφερε να μεταβεί στο χώρο που πραγματοποιείτο η επίσκεψη για να παραδοθεί. Οι άλλοι εννιά – Ανδρέας Γρηγορίου, Στέλιος Θεοδώρου, Κώστας Καστελλανής, Κυριάκος Κυριάκου, Νίκος Νικολάου, Νίκος Παπαναστασίου, Πανίκος Παραλιμνίτης, Παναγιώτης Παύλου και Γεώργιος Χριστοφή δεν κατάφεραν να διαφύγουν και συνελήφθησαν από τους Τούρκους.
Όπως ήταν αναμενόμενο συνελήφθη και η κυρά Ευφροσύνη και οδηγήθηκε αρχικά στον αστυνομικό σταθμό του Αγίου Λουκά, όπου υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, για να ομολογήσει πού έκρυβε τους στρατιώτες. Την ξυλοκόπησαν με πρωτοφανή αγριότητα, την έγδυσαν και τη διαπόμπευσαν δεμένη σε στρατιωτικό τζιπ στους δρόμους του χωριού.
Όμως, η εβδομηντάχρονη ηρωίδα δε λύγισε και δεν ομολόγησε, παρά το διασυρμό και τα φρικτά ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια. «Εβάλαν με μες σε μια κάμαρη που είχαν πεθάνει τα ξημερώματα δύο γέροι. Η κάμαρη γεμάτη αίματα. Εχτυπούσαν με. Έμεινα αναίσθητη. Η μισή μου πάντα ήταν ολόμαυρη. Εκλωτσούσαν με, με τα παπούτσια μες τα μάθκια, με τα παπούτσια τα στρατιωτικά. Εφκάλαν μου την καδένα που είχα στον λαιμό με τον σταυρό τζιαι εβάλαν με να φτύνω πας τον σταυρό», μας ανέφερε αργότερα σε μια συγκλονιστική εξομολόγησή της.
Τα βασανιστήρια κι ο εξευτελισμός συνεχίστηκαν μέχρι που την αναγνώρισε ένας από τους ανακριτές. Ήταν και τούτος Τουρκοκύπριος της περιοχής του οποίου βοήθησε τη μάνα να τον γεννήσει. Προφανώς τη λυπήθηκε και για τούτο τον λόγο σταμάτησαν οι ανακρίσεις, τα απάνθρωπα βασανιστήρια και ενδεχομένως ο θάνατος της κυράς Ευφροσύνης. Οδηγήθηκε στη συνέχεια στις φυλακές του κάστρου της Κερύνειας, με το μαρτύριό της να συνεχίζεται, μέχρι να αφεθεί ελεύθερη για να επιστρέψει στη Λάπηθο.
Από το χωριό της εκδιώχθηκε τον Μάιο του 1975, για να πεθάνει στην προσφυγιά 18 χρόνια αργότερα, στις 17 Απριλίου 1993, σε ηλικία 93 ετών, με τον καημό της επιστροφής.