Τα είχε όλα. Ομορφιά, νιάτα και μια ανίκητη επιθυμία να τη γνωρίσει όλος ο κόσμος. Και τα κατάφερε σαρώνοντας τον κόσμο της μόδας τη δεκαετία του ’80.
Η προκάτοχος της Σίντι Κρόφορντ, Τζία Καράντζι, το πρώτο μοντέλο στην Αμερική που έβαλε τη λέξη super (supermodel) μπροστά από την ιδιότητά της για να δείξει πόσο εξαιρετική ήταν σε αυτό που έκανε, είχε και μία άγρια πλευρά στον χαρακτήρα της. Και αυτή η αγριάδα από τη μία την έκανε ασυναγώνιστη και από την άλλη την κατέστρεψε, βυθίζοντάς την στον αδυσώπητο κόσμο των ναρκωτικών. Στα 26 της πέθανε χτυπημένη από τον ιό του AIDS.
Γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ στις 29 Ιανουαρίου 1960 και ήταν το τρίτο παιδί του Ιταλού Τζόσεφ Καράντζι, ιδιοκτήτη εστιατορίου και της Ιρλανδής Καθλίν Καράντζι, που ασχολούνταν με τα οικιακά. Η σχέση των γονιών της χαρακτηριζόταν από πολλές εντάσεις και βία και αυτό ώθησε τη μητέρα της να εγκαταλείψει την οικογένεια όταν η Τζία ήταν στην τρυφερή ηλικία των 11 ετών.
Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια της έμειναν με τη μητέρα τους, ενώ εκείνη ζούσε με τον πατέρα της, περνώντας τα καλοκαίρια της πίσω από την ταμειακή μηχανή του εστιατορίου του.
Όσοι γνώριζαν το μοντέλο υποστήριζαν ότι η κατακερματισμένη παιδική της ηλικία ήταν ο λόγος για την ασταθή ενήλικη ζωή και τον εθισμό της στα ναρκωτικά. Οι συγγενείς τη χαρακτήριζαν κακομαθημένη και ντροπαλή, «το παιδί της μαμάς» που ποτέ δεν πήρε την αγάπη που χρειαζόταν και αυτό τη μετέτρεψε σε μια γυναίκα που ήθελε όλους να σέρνονται στα πόδια της.
Το καλοκαίρι του 1978 ο φωτογράφος και κομμωτής Maurice Tannenbaum την είδε να χορεύει σε ένα κλαμπ. Συνεπαρμένος από τα μαύρα μαλλιά της, τις τέλειες σωματικές αναλογίες και το αψεγάδιαστο πρόσωπο τής ζήτησε να του ποζάρει. Και αυτή ήταν η αρχή για μια καριέρα στο μόντελινγκ και την απόλυτη κυριαρχία της σε ένα χώρο που είχε κατακλυστεί από ξανθές καλλονές.
Ο Tannenbaum έδωσε τις φωτογραφίες της στον φωτογράφο των πολυτελών καταστημάτων Bloomingdale’s, Arthur Elgort. Πριν η Καράντζι το συνειδητοποιήσει είχε γίνει το βασικό θέμα συζήτησης στη Νέα Υόρκη.«Ξεκίνησα να δουλεύω με πολύ καλούς ανθρώπους πολύ γρήγορα. Δεν έχτισα την καριέρα του μοντέλου, έγινε αμέσως ένα» είχε πει το 1984 σε συνέντευξή της.
Στα 17 της η Τζία μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και υπέγραψε αμέσως συμβόλαιο με το πρακτορείο μοντέλων Wilhelmina, ενώ ο ιδιοκτήτης του, Cooper Wilhelmina τη στήριξε πολύ, καθοδηγώντας την και προσφέροντάς της άπλετη αγάπη, όσα είχε στερηθεί ως παιδί. Η πρώτη της φωτογράφιση τον Οκτώβριο του 1978 με τον κορυφαίο φωτογράφο μόδας Chris von Wangenheim και την ίδια να ποζάρει γυμνή πίσω από μια περίφραξη εκτόξευσε τη φήμη της.
Ένα χρόνο μετά την άφιξή της στη Νέα Υόρκη η Τζία Καράντζι είχε γίνει ένα από τα πιο καταξιωμένα μοντέλα. Το πρόσωπό της φιγούραρε στα κορυφαία περιοδικά μόδας, όπως η Vogue, ενώ είχε γίνει το κεντρικό πρόσωπο σε καμπάνιες του Αρμάνι, του Κριστιάν Ντιόρ, του Αρμάνι, του Βερσάτσε, του Ιβ Σεν Λοράν. Πλέον ο κόσμος της μόδας υποκλινόταν στην ομορφιά της και την αποκαλούσε μόνο με το μικρό της όνομα. Και η ίδια είχε γίνει πλούσια βγάζοντας το χρόνο 100.000 δολάρια.
«Είχε κάτι μοναδικό που δεν είχε καμία άλλη κοπέλα. Είχε το τέλειο σώμα για το μόντελινγκ, τέλεια μάτια, στόμα, μαλλιά. Και για μένα την καλύτερη συμπεριφορά: “δεν με νοιάζει τίποτα”» είχε πει για την Τζία ο κορυφαίος τότε φωτογράφος και προσωπικός της φίλος Francesco Scavullo. Αυτή η συμπεριφορά όμως έμελλε να την ανεβάσει αλλά και να τη ρίξει στα τάρταρα.
Η Τζία ήταν μπάισεξουαλ και πολύ συχνά αναζητούσε την αποδοχή και την αγάπη των γυναικών. Μάλιστα λέγεται ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε συνάψει σχέση με άλλα μοντέλα με τα οποία είχε φωτογραφηθεί, όπως η Σάντι Λίντερ. Η συμπεριφορά της δεν γνώριζε όρια. «Πρέπει να προσέχεις να μην έχεις την ίδια διάθεση συνέχεια. Τα συναισθήματα έχουν τάσεις, όπως και η μόδα. Μεταμορφώνομαι σε ό,τι θέλει το μάτι σου. Αυτή είναι η δουλειά μου» είχε πει.
Κάπου εκεί στο 1981 το σούπερμοντελ άρχισε να χάνει τον έλεγχο, τόσο στην αλλαγή ερωτικών συντρόφων, όσο και στον εθισμό της στα ναρκωτικά. Σαν έφηβη έκανε συχνά χρήση μαριχουάνας και κοκαΐνης, κάτι που δεν έκοψε και στην ενήλικη ζωή, σαν θαμώνας του θρυλικού Studio 54. Όταν μάλιστα ο μέντοράς της και αγαπημένος της φίλος Cooper Wilhelmina πέθανε η Τζία εθίστηκε στην κοκαΐνη και αυτό έκανε την καριέρα της να πάρει την κάτω βόλτα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε βίαια ξεσπάσματα απέναντι στους συνεργάτες της, έφευγε από τις φωτογραφίσεις προς αναζήτηση ναρκωτικών ή την έπαιρνε ο ύπνος μπροστά από τον φωτογραφικό φακό. Ο Sacavullo θυμάται: «Έκλαιγε, δεν μπορούσε να βρει ναρκωτικά. Έπρεπε να τη βάλω να ξαπλώσει μέχρι να αποκοιμηθεί». Μάλιστα κατά τη διάρκεια μιας από τις τελευταίες της φωτογραφίσεις για την αμερικανική Vogue το μοντέλο είχε κόκκινα εξογκώματα στα χέρια της, εκεί που «χτυπούσε» τις ενέσεις της ηρωίνης.
Σύντομα κανείς δεν την ήθελε στη δουλειά του. Οι προτάσεις από τα πρακτορεία είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται και οι φίλοι της από το χώρο της μόδας δεν ήθελαν να της μιλάνε, φοβούμενοι ότι θα συνδεθούν τα ονόματά τους με τον κόσμο των ναρκωτικών.
Σε μια προσπάθεια να «καθαρίσει» από τα ναρκωτικά μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια με τη μητέρα και τον πατριό της και μπήκε σε πρόγραμμα απεξάρτησης για ένα χρόνο, αλλά δεν κατάφερε να μείνει καθαρή για πολύ. Έμεινε μάλιστα για λίγο στη φυλακή γιατί συνελήφθη να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών. Στο μεταξύ η Σίντι Κρόφορντ ερχόταν να κατακτήσει τον κόσμο της μόδας και να πάρει τη θέση της Καράντζι στα εξώφυλλα και τις πασαρέλες.
Η Τζία προσπάθησε να επιστρέψει στον κόσμο της μόδας, κάνοντας σποραδικά φωτογραφίσεις ανά την Ευρώπη, αλλά οι δαίμονές της συνέχισαν να την κυνηγούν. Το Δεκέμβριο του 1982 εισήχθη στο νοσοκομείο με πνευμονία και λίγο αργότερα διαγνώστηκε με AIDS. Ο ιός τη σκότωσε στα 26 της, έχοντας στο πλευρό της μόνο τη μητέρα της. Στην κηδεία της κανένας από το χώρο της μόδας δεν έδωσε το παρών, καθώς ο θάνατός της παρέμεινε κρυφός για αρκετούς μήνες.