Ήταν άνοιξη του 1947, τέλη Απριλίου, όταν στο Ηράκλειο συνεδρίασε για τελευταία φορά το δικαστήριο για την υπόθεση του Μαγιάση. Η δίκη διεκόπη οριστικά χωρίς να υπάρξει ετυμηγορία. Δεν χρειαζόταν άλλωστε αφού δικαιοσύνη είχε ήδη απονείμει ανθρώπινο χέρι. Αυτό του Γιώργη Βρέντζου ή Τηγανίτη που με δυο μαχαιριές είχε σκοτώσει τον άνθρωπο που έκοψε το νήμα της ζωής του αδελφού του μερικά χρόνια νωρίτερα.
Η πρώτη ανάγνωση θυμίζει ακόμη μία από τις πολλές περιπτώσεις βεντέτας, με τις οποίες είναι γεμάτη η ιστορία της Κρήτης. Όμως εδώ τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Εκδίκηση όντως υπήρξε, αλλά κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ να μιλήσει για άδικο. Ο Μαγιάσης που έπεφτε νεκρός μπροστά στα μάτια δικαστικών, ενόρκων και κοινού ήταν ένας συνεργάτης των Γερμανών, ο οποίος κατά τη διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης είχε βάψει τα χέρια του με το αίμα αθώων. Ανάμεσα σε αυτούς και αυτό του Μιχάλη Βρέντζου, αδελφού του Γιώργη
Σύμφωνα με την εξιστόρηση των γεγονότων, τα δύο αδέλφια από τα Ανώγεια βρίσκονταν με το κοπάδι τους στις κορυφές του Ψηλορείτη όταν είχαν ένα κυριολεκτικά κακό συναπάντημα. Ένα απόσπασμα από Γερμανούς στρατιώτες και –ακόμη χειρότερα- τους ντόπιους συνεργάτες τους. Τις ντροπές της Κρήτης…
Χωρίς πολλά λόγια, τους συνέλαβαν και τους χώρισαν με σκοπό να τους ανακρίνουν ξεχωριστά. Οι Βρέντζοι δεν ήταν γνωστοί στις κατοχικές αρχές για την αντιστασιακή δράση τους και δεν φαίνονταν να έχουν δώσει (φανερά τουλάχιστον) δικαιώματα. Ποιο ήταν, λοιπόν, το έγκλημά τους; Σύμφωνα με τους ρουφιάνους, λίγους μήνες νωρίτερα στο ίδιο σημείο είχε βρεθεί μια μονάδα του ΕΛΑΣ και τα δύο αδέρφια τους είχαν δώσει τρόφιμα και νερό.
Αυτό ήταν αρκετό για να στοιχειοθετηθεί εναντίον τους η κατηγορία περί συνεργασίας με «τρομοκράτες», όπως αποκαλούσαν τους αντάρτες οι Γερμανοί και από ό,τι αποδείχθηκε ήταν επίσης αρκετό για να εκτελεστεί σαν σκυλί ο Μιχάλης, με δύο σφαίρες τις οποίες δέχτηκε εν ψυχρώ και από κοντινή απόσταση. Ο Γιώργης, που ανακρινόταν σε άλλο χώρο, άκουσε τους πυροβολισμούς και προσπάθησε να μείνει ψύχραιμος, δίχως να είναι απόλυτα βέβαιος για την τύχη του αδελφού του. Το ίδιο βράδυ κατόρθωσε να αποδράσει και κατέβηκε από το βουνό αναζητώντας τον.
Όμως ίχνη του δεν υπήρχαν πουθενά, με αποτέλεσμα ο αντρειωμένος Ανωγειανός να φτάσει μέχρι το σπίτι ενός γνωστού «γκεσταμπίτη», του Καψάλη. Ήταν, άλλωστε, συνηθισμένη τακτική όποιος έψαχνε κάποιον δικό του να μεταβαίνει στους γνωστούς σε όλους δοσίλογους οι οποίοι απολάμβαναν την εξουσία που είχαν να μιλούν με τον κατακτητή και να καμώνονται τάχα πως βοηθούν τους ντόπιους μεταφέροντάς τους τα «νέα» που δεν μπορούσαν οι ίδιοι να μάθουν.
Εκεί ο κόσμος περίμενε καρτερικά, την ώρα που και άλλοι «γκεσταμπίτες» καμάρωναν για τα εγκλήματά τους. Η διήγηση του ίδιου του «Τηγανίτη» όταν αποφάσισε να σπάσει την σιωπή του και να μιλήσει το 1982 στην τοπική εφημερίδα «Κρητικές Εικόνες και τον δημοσιογράφο Νίκο Ψιλάκη το 1982, είναι συγκλονιστική. «Περίμενα κι εγώ τη σειρά μου να τον εδώ. Την ώρα που περίμενα θωρώ δυο άλλους γκεσταμπίτες να μπαίνουν μέσα, ο Τζουλιάς και ο Στιβακτάκης, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ τα ονόματά τους. Τα ρούχα τους μύριζαν αιματίλα, ήταν βαμμένα. Κάθονται στο γραφείο κι αρχίζουν να λένε για τα κατορθώματά ντως. Λέει ο ένας, εσκοτώσαμε μωρέ δυο αντρακλαράδες. Ο ένας ετινάχτηκε δυο μέτρα απάνω όταν του δίναμε τη χαριστική βολή». Αηδίασα και ταράχτηκα, δεν εμπόρου να τους ακούω άλλο, κόντεψα να λιγοθυμήσω κι εσηκώθηκα κι έφυγα άπραχτος»…
Στο δρόμο συνάντησε έναν κουμπάρο του και μέσω αυτού συνειδητοποίησε την φρικτή αλήθεια για το τι είχε συμβεί στον αδελφό του. Κάτι που αποδείχθηκε λίγες μέρες μετά όταν βρέθηκε το άψυχο κορμί του Μιχάλη. Είχε δεχθεί δύο σφαίρες. Μία στο στήθος και άλλη μία, την χαριστική βολή, δίπλα στο αυτί. Με δάκρια στα μάτια, ευχαρίστησε τον Θεό που προστάτεψε τη σορό από τα όρνεα και τα τσακάλια και φρόντισε να τον θάψει όπως αρμόζει σε άνθρωπο. Κατόπιν, με ψυχραιμία, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι των γεγονότων για να φτάσει στα ίχνη του φονιά. Τόλμησε να σταθεί ακόμη κι απέναντι στον Γερμανό Φρούραρχο ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι οι σφαίρες δεν ταίριαζαν σε δικά τους όπλα, ενώ συνεχίζοντας τις έρευνες έμαθε ότι μια μεικτή ομάδα δοσίλογων και Ναζί είχε ανέβει στον Ψηλορείτη, με οδηγό έναν νεαρό βοσκό. Εντόπισε εκείνο το μικρό αγόρι που του είπε την αλήθεια. Επικεφαλής των «γκεσταμπιτών» ήταν ο ίδιος ο διερμηνέας του Φρουραρχείου Μοιρών, ο Νίκος Μαγιάσης. Όπως είπε το παιδί, ο δοσίλογος ρώτησε τον Μιχάλη για το περιστατικό με τους αντάρτες, για να του δώσει την απάντηση: «στον τόπο μας το έχομε συνήθεια να φιλεύουμε και να φιλοξενούμε κάθε περαστικό, και δεν ρωτούμε ούτε ποιος είναι, ούτε πού πάει». Η απάντηση δεν άρεσε στον Μαγιάση που τον πυροβόλησε δυο φορές, μια στο στήθος και μια στο κεφάλι…
Μετά το τέλος του πολέμου ο Μαγιάσης βρέθηκε στην Αθήνα όπου ήλπιζε να την γλιτώσει, όπως συνέβη με πολλούς άλλους συνεργάτες των Γερμανών. Για κακή του τύχη όμως και παρά το γεγονός ότι υποδυόταν και τον αντιστασιακό κυκλοφορώντας με καπέλο του ΕΛΑΣ, τον αναγνώρισε ένας Ρεθυμνιώτης, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να οδηγηθεί στην δικαιοσύνη.
Η δίκη του ορίστηκε για τις 30 Απριλίου 1947 και ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν και ο Γιώργης Βρέντζος. Όταν άκουσε το όνομά του για να καταθέσει, πλησίασε και με μια ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης, τράβηξε προς το μέρος του κατηγορούμενου και του κατάφερε δυο μαχαιριές στο στήθος. Φαίνεται πως ο «Τηγανίτης» είχε καταφέρει να περάσει το μαχαίρι στην αίθουσα σε προγενέστερο χρόνο και να το ασφαλίσει με ένα απλό τσιρότο κάτω από το έδρανο που καθόταν. Όπως και να ‘χει, μετά την πράξη του παρέμεινε ψύχραιμος, παρέδωσε το όπλο, σήκωσε τα χέρια και παραδόθηκε. Νωρίτερα είχε φτάσει στο σημείο να ντυθεί ακόμη και χωροφύλακας για να μπει στα κρατητήρια και να εντοπίσει τον φονιά του αδελφού του χωρίς να το καταφέρει.
Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, ο Γιώργης Βρέντζος πέρασε και ο ίδιος από δίκη η οποία έλαβε χώρα στα Χανιά. Στο πλευρό του στάθηκε σύσσωμο ολόκληρο το νησί. Ακόμη και αυτή η παλλαϊκή στήριξη πάντως ίσως να μην ήταν αρκετή για να αποφύγει τουλάχιστον την φυλάκιση εάν ένας μάρτυρας υπεράσπισης δεν είχε παρουσιάσει μια διαταγή του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής με την οποία άναβε το «πράσινο φως» για εκτελέσεις δοσίλογων στην Κρήτη.
Ο «Τηγανίτης» αθωώθηκε και επέστρεψε στο χωριό του ως ήρωας, ρόλο που δεν θέλησε ποτέ να παίξει. Παρέμεινε σεμνός και λιγομίλητος, ενώ κάθε χρόνο ανέβαινε στη Νίδα για το μνημόσυνο του Μιχάλη που το μόνο «έγκλημά» του ήταν να δώσει ψωμί και νερό σε μαχητές για την ελευθερία. Αντίθετα, οι περισσότεροι από τους συνεργάτες των Ναζί, είχαν τύχη πολύ καλύτερη από τη δική του.
Αντί επιλόγου, κλείνουμε με τα λόγια του ίδιου του Γιώργη Βρέντζου, από εκείνη την ιστορική συνέντευξη στον Νίκο Ψιλάκη, όταν ρωτήθηκε για τα κίνητρα που όπλισαν το χέρι του και το έστρεψαν κατά του Μαγιάση. «Όχι, δεν ήθελα να κάμω βεντέτα, δεν είχα εγώ οικογενειακά, ήθελα να τον σκοτώσω γιατί δεν είχε δικαίωμα να ζει, όχι μόνο γιατί είχε σκοτώσει τον αδελφό μου. Ξέρεις πόσους λάκκους είχε ανοίξει ο Μαγιάσης; Πόσα κοπέλια είχε αφήσει ορφανά, πόσες γυναίκες χήρες; Τρακόσους εξήντα δυο μετρημένους είχε σκοτώσει στην Κρήτη, τρακόσους εξήντα δυο»…