“Έδρασαν έχοντας κοινό δόλο” ο επιχειρηματίας Λαυρέντης Λαυρεντιάδης με συνεργάτες του και στελέχη της Proton Bank, σύμφωνα με την εισαγγελέα έδρας του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων, που υπέβαλε την πρότασή της για την υπόθεση των δανείων 701 εκατομμυρίων ευρώ, που χορήγησε η τράπεζα σε εταιρίες του επιχειρηματία, την περίοδο 2010-2012.
Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της δίκης για τα αποκαλούμενα επισφαλή δάνεια της Proton Bank προς εταιρίες που αμέσως ή εμμέσως σχετίζονταν με τον επιχειρηματία Λαυρεντιάδη, που είχε τότε τον έλεγχο της τράπεζας, η εισαγγελική λειτουργός ζήτησε σήμερα την ενοχή συνολικά 27 από τους 43 κατηγορούμενους στην μεγάλη οικονομική υπόθεση.
Κατά την εισαγγελική εκτίμηση ο βασικός κατηγορούμενος επιχειρηματίας και οι 26 συγκατηγορούμενοί του, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για βαρύτατα αδικήματα, που κατά περίπτωση αφορούν απάτη, συνέργεια στην απάτη, απιστία για τραπεζικά στελέχη, καθώς και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Η εισαγγελέας ζήτησε ενοχή, λέγοντας πως είναι πεπεισμένη ότι ο Λ. Λαυρεντιάδης από κοινού με διοικητικά στελέχη της τράπεζας PROTON και στενούς του συνεργάτες, κατέστρωσαν και υλοποίησαν ένα σχέδιο παράνομης άντλησης κεφαλαίων από την τράπεζα, της οποίας ο επιχειρηματίας είχε αποκτήσει τον έλεγχο. Η εισαγγελική λειτουργός αποδέχεται στοιχεία της δικογραφίας, που αναφέρει πως οι κατηγορούμενοι έδρασαν με κοινό δόλο, δημιουργώντας εταιρίες αποκλειστικά και μόνο για να δεχθούν χρήματα δανείων από την PROTON BANK.
Το κατηγορητήριο θεωρεί πως τα μέλη της διοίκησης της τράπεζας και των αρμόδιων υπηρεσιών της, με σκοπιμότητα αγνόησαν τους πιστωτικούς κινδύνους που αναλάμβανε η τράπεζα, εγκρίνοντας χωρίς εξασφαλίσεις και εγγυήσεις τα επίμαχα δάνεια. Στα πορίσματα που περιλαμβάνονται στην ογκώδη δικογραφία για την υπόθεση, γίνεται ειδική αναφορά στις διαδρομές που ακολουθούσαν τα χρήματα κάποιων εκ των των δανείων, από εταιρία σε εταιρία, ώστε να είναι δυσχερής ο εντοπισμός τους από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Η εισαγγελέας τόνισε πως μεγάλο μέρος των επίμαχων χρηματικών ποσών κατέληξε σε προσωπικούς λογαριασμούς κατηγορουμένων.
Οι εταιρείες που είχαν εξαγοραστεί με αυτόν τον τρόπο, παρέμειναν επί της ουσίας συνδεδεμένες με τον Όμιλο Λαυρεντιάδη και ήταν ελεγχόμενες από αυτόν, ενώ τα διαθέσιμά τους εξυπηρέτησαν ανάγκες ρευστότητας εταιρειών του ομίλου όπως η, ασθενικής οικονομικής θέσης τότε, ALAPIS.
Κατά την εισαγγελική λειτουργό, η ALAPIS εμφάνιζε παραπλανητικά κραταιή εικόνα καθ’ όλη τη διάρκεια του εγχειρήματος, ενώ στην πραγματικότητα βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση εν γνώσει των κατηγορουμένων, εξ ου και πολύ σύντομα κατέρρευσε.
Η εισαγγελέας ζήτησε ενοχή του επιχειρηματία και άλλων έξι συγκατηγορουμένων του για το σκέλος της υπόθεσης που αφορά την εξαπάτηση στελεχών των εταιρειών του Ομίλου Sciens, με στόχο να να τους αποσπάσουν ποσό 35.000.000 ευρώ. Η υπόθεση αφορά επένδυση αγοράς ακινήτων, σε αξία πολλαπλάσια της εμπορικής που εμφανίστηκε ως απολύτως επικερδής, καθώς τα ακίνητα θα επαναμισθώνονταν επί 12ετία από εταιρείες που κατ’ ουσίαν ανήκαν στον “καταρρέοντα” Όμιλο ALAPIS που εμφανίστηκε απατηλά κραταιός.
Η εισαγγελέας πρότεινε την αθώωση 16 κατηγορούμενων (περιλαμβανομένων και μελών της οικογένειας του Λαυρεντιάδη), κρίνοντας πως δεν αποδείχθηκε συμμετοχή τους στην εξεταζόμενη απάτη, ή πρόθεσή τους να ζημιώσουν την περιουσία της PROTON BANK.
Απαλλακτική ήταν επίσης η εισαγγελική λειτουργός και για όσους κατηγορούμενους αντιμετώπιζαν το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης και της υπεξαίρεσης, εκτιμώντας πως η δράση των κατηγορουμένων δεν φέρει χαρακτηριστικά οργανωμένης και συντονισμένης ομάδας, αλλά περισσότερο μίας ευκαιριακής δομής, χωρίς σκοπό να αναπτυχθεί εγκληματική δράση σε βάθος χρόνου.
Να σημειωθεί ότι για την υπόθεση της Proton Bank, ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης κρίθηκε προφυλακιστέος τον Δεκέμβριο του 2012 και παρέμεινε στην φυλακή μέχρι την συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των 18 μηνών προσωρινής κράτησης.