Ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας παίρνει σάρκα και οστά και προβλέπει την ύπαρξη Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα.
Σκοπός του είναι η καταπολέµηση του εγκλήµατος σε βάρος των συµφερόντων της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αναµένεται να λειτουργήσει πλήρως τον επόµενο χρόνο, µε στόχο την έρευνα, δίωξη και παραποµπή ενώπιον της ∆ικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων που θίγουν τα οικονοµικά συµφέροντα της Ενωσης. Απάτες, λαθρεµπορία, ξέπλυµα βρώµικου χρήµατος, ΦΠΑ και άλλα οικονοµικά εγκλήµατα θα µπουν στο στόχαστρό της, µε σκοπό την αντιµετώπιση, τη δίωξη και την τιµωρία των δραστών που τώρα φαίνεται δύσκολο να εντοπιστούν και να παραπεµφθούν σε δίκη.
Το σχέδιο είναι µεγάλο και δεν είναι λίγοι εκείνοι που περιµένουν να δουν πώς θα λειτουργήσει στην πράξη ο θεσµός. Οι φόβοι εστιάζουν κυρίως στο ότι ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας µπορεί να υπερισχύσει της εθνική; Αρχής, του εθνικό εισαγγελέα, δηλαδή, κάθε κράτους-µέλους που θα συµµετέχει στον νέο θεσµό.
Ο λόγος που συστάθηκε είναι ότι έχει παρατηρηθεί, οι υποθέσεις απάτης σε βάρος του προϋπολογισµού της ΕΕ σε αρκετές περιπτώσεις είτε µπαίνουν στην «άκρη», καθώς θεωρούνται σε εθνικό επίπεδο χρονοβόρες και απαιτητικές, είτε δεν ερευνώνται καθόλου ή µόνο κατά ένα µέρος, εκείνο που αφορά το εθνικό κοµµάτι. Αυτή η πρακτική, όµως, κρίθηκε βλαπτική για τα συµφέροντα της ΕΕ, τα οποία ο θεσµός επιχειρεί να υπερασπιστεί.
Οι Ευρωπαίοι εντεταλµένοι εισαγγελείς ενεργούν για λογαριασµό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα αντίστοιχα κράτη µέλη και έχουν τις ίδιες εξουσίες µε τους εθνικούς εισαγγελείς όσον αφορά την έρευνα, τη δίωξη και την παραποµπή υποθέσεων ενώπιον της ∆ικαιοσύνης, µε την επιφύλαξη των ειδικότερων αρµοδιοτήτων και του καθεστώτος που τους έχουν απονεµηθεί από τον Κανονισµό και υπό τους όρους που προβλέπονται σε αυτόν. Μάλιστα, θα έχουν την αρµοδιότητα να υποστηρίζουν το κατηγορητήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, να συµµετέχουν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και να ασκούν τα διαθέσιµα ένδικα µέσα σύµφωνα µε το εθνικό δίκαιο. Οι ενέργειες των εντεταλµένων σε κάθε χώρα εισαγγελέων θα συντονίζονται από µια κεντρική Αρχή, της οποίας θα προΐσταται ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας, ενώ θα µπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως εθνικοί εισαγγελείς, έχοντας έτσι διττό ρόλο. Ωστόσο, όταν ενεργούν κατόπιν εντολής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, θα είναι πλήρως ανεξάρτητοι από τις εθνικές εισαγγελικές Αρχές στις οποίες υπάγονται.
Πώς θα επιλέγονται
Οι υποψήφιοι για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, πρέπει:
α) Να κατέχουν τον βαθµό τουλάχιστον του εισαγγελέα Πρωτοδικών έως και του εισαγγελέα Εφετών. Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών πρέπει να έχει συµπληρώσει τουλάχιστον 5 έτη στον βαθµό αυτό,
β) Να υπολείπονται το λιγότερο 10 έτη υπηρέτησης στην εισαγγελική Αρχή έως την αποχώρησή τους.
Οι υποψήφιοι, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:
α) Να παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας, β) Να µην τους έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη της επίπληξης τα τελευταία 5 χρόνια (πριν από την υποβολή της αίτησής τους) και να µην εκκρεµεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, γ) Να µην έχουν καταδικαστεί για έγκληµα και να µην εκκρεµεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για κάποιο από τα εγκλήµατα του άρθρου 37 του Κώδικα Οργανισµού ∆ικαστηρίων και Κατάστασης ∆ικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), δ) Να διαθέτουν τη σχετική πρακτική πείρα στο εθνικό νοµικό σύστηµα, στις έρευνες στον χρηµατοοικονοµικό τοµέα, στη διεθνή δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, π.χ. να έχουν προϋπηρεσία στη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή σε όργανα, σε οργανισµούς, µονάδες και επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέµησης της Απάτης (OLAF), της Ευρωπαϊκής Μονάδας ∆ικαστικής Συνεργασίας (EUROJUST), του Συµβουλίου της Ευρώπης, καθώς και οποιουδήποτε άλλου διεθνούς οργανισµού, ε) Να κατέχουν διδακτορικό ή µεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στις ποινικές επιστήµες ή στην εγκληµατολογία ή στο ευρωπαϊκό δίκαιο ή στις οικονοµικές επιστήµες ή σε άλλον συναφή τοµέα και να γνωρίζουν άριστα αγγλικά.
Η επιλογή τους θα γίνεται από το Ανώτατο ∆ικαστικό Συµβούλιο, έπειτα από εισήγηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά και συνέντευξη που θα δώσουν.