Το 40% των εργαζομένων αναφέρουν ότι οι ψηφιακές τους δεξιότητες έχουν βελτιωθεί στη διάρκεια της παρατεταμένης περιόδου του lockdown, σύμφωνα με νέα μελέτη της PwC «Upskilling Hopes & Fears» που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 32.500 εργαζόμενων σε 19 χώρες.
Μάλιστα η πλειονότητα των ερωτηθέντων (ποσοστό 77%) είναι έτοιμοι να αποκτήσουν νέες δεξιότητες ή να επανεκπαιδευτούν πλήρως και το 74% αντιμετωπίζει την κατάρτισή του ως ζήτημα ατομικής ευθύνης.
Επίσης, 80% είναι βέβαιοι ότι θα καταφέρουν να προσαρμοστούν στις νέες τεχνολογίες που εισέρχονται στον εργασιακό χώρο, με ένα μεγάλο ποσοστό των ερωτηθέντων στην Ινδία (69%) και στη Νότια Αφρική (66%) να αναφέρουν ότι είναι «πολύ» βέβαιοι.
Τι δείχνει η νέα μελέτη
Όπως προκύπτει από τη νέα μελέτη ένα ποσοστό 60% ανησυχεί ότι η αυτοματοποίηση θέτει πολλές θέσεις εργασίες σε κίνδυνο, 48% πιστεύει ότι «η παραδοσιακή απασχόληση δεν θα συνεχίσει να υφίσταται στο μέλλον» και 39% αξιολογεί την πιθανότητα η εργασία τους να καταστεί παρωχημένη εντός 5 ετών.
Επιπλέον, 49% των συμμετεχόντων εστιάζουν στη βελτίωση των επιχειρηματικών δεξιοτήτων τους με ενδιαφέρον για τη δημιουργία της δικής τους επιχείρησης.
Ποσοστό 50% των εργαζομένων αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν διακρίσεις στην εργασία, λόγω των οποίων έχασαν ευκαιρίες ανέλιξης ή κατάρτισης. Σε ποσοστό 13% αναφέρουν ως αιτία την εθνικότητά τους ενώ 14% των εργαζομένων έχουν υποστεί διάκριση βάσει φύλου, με τις γυναίκες να έχουν διπλάσια πιθανότητα να αναφέρουν διάκριση συγκριτικά με τους άνδρες. Σε ποσοστό 13% αναφέρουν διάκριση βάσει τάξης, με εκείνους που διαθέτουν μεταπτυχιακό και υψηλότερα προσόντα να εμφανίζουν μεγαλύτερες πιθανότητες προκατάληψης. Οι νεαρότερες ηλικίες αναφέρουν διάκριση βάσει ηλικίας σε παρόμοια ποσοστά με τους μεγαλύτερους.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα, εμφανίζονται ανισότητες στην πρόσβαση στις ευκαιρίες αναβάθμισης δεξιοτήτων. Ενώ σε ποσοστό 46% τα άτομα που κατέχουν μεταπτυχιακά διπλώματα αναφέρουν ότι ο εργοδότης τους, τους προσφέρει πολλές ευκαιρίες να βελτιώσουν τις ψηφιακές δεξιότητές τους, αυτό ισχύει για μόλις 28% των ατόμων με απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σε κλάδους όπως το λιανεμπόριο ή οι μεταφορές, το ποσοστό είναι 25% και 20% αντίστοιχα, ενώ στον τραπεζικό κλάδο ανέρχεται σε 42%.
«Εάν οι τρέχουσες τάσεις σχετικά με την πρόσβαση στην εκπαίδευση επιμείνουν, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων θα αυξήσει την κοινωνική ανισότητα ενώ θα έπρεπε να επιτυγχάνει το ακριβώς αντίθετο», σημειώνει ο Bhushan Sethi, Joint Global Leader, People & Organization.
Τρία τέταρτα των εργαζομένων παγκοσμίως (75%) αναφέρουν ότι θέλουν να εργάζονται για μια επιχείρηση με “θετική συνεισφορά στην κοινωνία”. Το αίσθημα αυτό ήταν ιδιαίτερα διάχυτο στην Κίνα (87%), την Ινδία (90%) και τη Νότια Αφρική (90%).
Ωστόσο, η οικονομική ανασφάλεια περιορίζει την ικανότητα των ανθρώπων να επιδιώκουν καριέρες επικεντρωμένες σε έναν σκοπό, με τους νέους να επηρεάζονται ιδιαίτερα. Γενικά, το 54% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι, εάν αναγκάζονταν να επιλέξουν, θα προτιμούσαν μια θέση εργασίας που θα τους επέτρεπε να «εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία για να μεγιστοποιήσουν το εισόδημά τους» έναντι μιας εργασίας που «κάνει τη διαφορά» (46%).
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι ηλικίες μεταξύ 18 και 34 ετών είναι πιθανότερο, σε σύγκριση με άλλες γενιές, να δίνουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στο εισόδημα παρά στο σκοπό της εργασίας τους, με ποσοστό 57% να θέτουν ως προτεραιότητα την «μεγιστοποίηση του εισοδήματός τους» έναντι του «να κάνουν τη διαφορά» (43%), καταγράφοντας διαφορά 14 μονάδων. Οι άνω των 55 ετών δίνουν προτεραιότητα στο να κάνουν τη διαφορά, με μια απόσταση της τάξης των 8 μονάδων, η οποία αυξάνεται στις 22 για εργαζομένους άνω των 65.
Ο Κωνσταντίνος Τάκος, Director, επικεφαλής του τμήματος People & Change Consulting της PwC Ελλάδας σχολιάζει: «Πολλοί εργαζόμενοι αναρωτιούνται αν θα πρέπει να βρουν ένα επάγγελμα που θα μεγιστοποιήσει το εισόδημά τους ή αν θα πρέπει να ασχοληθούν με εργασίες που έχουν θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία. Αλλά η μια επιλογή δεν αποκλείει την άλλη. Με το πιο σημαντικό και πρωτεύων διακύβευμα να είναι αν θα μπορέσουν να αναβαθμίσουν τις δεξιότητες τους για να μπορούν να είναι σε θέση να κάνουν την όποια επιλογή καταρχήν».
Οι εργαζόμενοι θέλουν να έχουν την επιλογή
Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξ αποστάσεως εργασία θα παραμείνει και μετά το lockdown. Μεταξύ όσων μπορούν να εργαστούν εξ αποστάσεως, ποσοστό 72% δηλώνει ότι προτιμούν ένα συνδυασμό μεταξύ γραφείου και απομακρυσμένης εργασίας, με μόλις 9% να δηλώνουν ότι θα ήθελαν να επιστρέψουν πλήρως στο κανονικό τους εργασιακό περιβάλλον.
Επίσης το 44% των εργαζομένων παγκοσμίως θα συμφωνούσαν να επιτρέψουν στον εργοδότη τους να χρησιμοποιεί την τεχνολογία για να παρακολουθεί την απόδοσή τους στην εργασία, με μέσα όπως είναι για παράδειγμα οι αισθητήρες και οι φορέσιμες συσκευές, με 31% να δηλώνουν αντίθετοι.
Ωστόσο, πολλοί δεν θα επέτρεπαν στους εργοδότες τους πρόσβαση στα προσωπικά τους δεδομένα. Το 41% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν θα ήταν πρόθυμοι να δώσουν στον εργοδότη τους πρόσβαση στα προσωπικά τους δεδομένα, π.χ. στα προφίλ τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με μόλις το 35% να αναφέρουν ότι θα ήταν πρόθυμοι.