Πριν από την πολύνεκρη επίθεση που σημειώθηκε στις 22 Μαρτίου στη Μόσχα, οι ΗΠΑ είχαν προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο ενός χτυπήματος του Ισλαμικού Κράτους. Ωστόσο, ούτε ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ούτε ο διευθυντής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας (FSB) Αλεξάντερ Μπόρτνικοφ έκαναν οποιαδήποτε αναφορά στο ISIS μετά την ανάληψη της ευθύνης για την επίθεση στην αίθουσα συναυλιών, που άφησε πίσω της 143 νεκρούς.
Αντίθετα, αμφότεροι κατηγόρησαν τους “ριζοσπάστες ισλαμιστές”, με τον Μπόρτνικοφ να προσθέτει ότι “είχαν βοήθεια από δυτικές υπηρεσίες”, κατηγορώντας την Ουκρανία, τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία ότι διευκόλυναν την επίθεση.
Με αφορμή όσα προηγήθηκαν, το CNN, με άρθρο του επί 34 χρόνια αξιωματικού επιχειρήσεων της CIA, Douglas London, ανατρέχει στο 2018 και στη μέρα που ο τότε διευθυντής της CIA, Μάικ Πομπέο καλωσόριζε τους τρεις αρχηγούς πληροφοριών της Ρωσίας στα κεντρικά γραφεία της CIA για συζητήσεις. Συμμετείχαν ο Σεργκέι Ναρίσκιν, ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών της Ρωσίας ή SVR, ο τότε αρχηγός της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (GRU) Ιγκόρ Κορόμποφ και ο Μπόρτνικοφ. Όπως αναφέρει το άρθρο, όμως, “το κίνητρο του Πομπέο τότε ήταν να ηρεμήσει τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος απέρριψε την εκτίμηση των μυστικών υπηρεσιών ότι η Ρωσία παρενέβη στις προεδρικές εκλογές του 2016”.
Ο Douglas Londod, εκείνη την εποχή, ήταν ο επικεφαλής της CIA για τη Νότια και τη Νοτιοδυτική Ασία, υπεύθυνος για το ISIS-K. Όπως γράφει ο ίδιος “μετά τις συναντήσεις της Ουάσιγκτον, ο Πομπέο διέταξε το γραφείο μου να στείλει μια ομάδα αναλυτών που μελέτησαν το Ισλαμικό Κράτος στη Μόσχα. Απαντώντας στις κοινές ανησυχίες για τις εξωτερικές δυνατότητες του Ισλαμικού Κράτους, ο Πομπέο σκέφτηκε ότι οι Ρώσοι θα ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν για να αντιμετωπίσουν την απειλή των μελών του ISIS της Κεντρικής Ασίας που επέστρεφαν στην πατρίδα τους από τη Συρία και το Ιράκ με νέες δεξιότητες, εμπειρία στο πεδίο της μάχης και εκτεταμένα δίκτυα τζιχαντιστών”.
Σημειώνει, δε, πως “οι Ρώσοι παρήγαγαν παραπληροφόρηση για το ISIS”, επικαλούμενος τον πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Ρωσία, Μάικλ ΜακΦόλ ο οποίος είχε αποκαλύψει πως τα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης είχαν διαδώσει τον μύθο ότι “οι ΗΠΑ ίδρυσαν το Ισλαμικό Κράτος υπό τον πρώην πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα”.
Ένα χρόνο νωρίτερα, στα τέλη του 2017, “οι ΗΠΑ μοιράστηκαν πληροφορίες που έδιναν τη δυνατότητα στη Ρωσία να αποτρέψει μια σχεδιαζόμενη επίθεση του Ισλαμικού Κράτους στη ρωσική πόλη της Αγίας Πετρούπολης”, γράφει ο London για να φτάσει στο σήμερα: “Στις 7 Μαρτίου, η Πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα έκανε μια δημόσια ανακοίνωση ότι κατείχε αξιόπιστες, αν και περιορισμένες λεπτομέρειες, σχετικά με μια «επικείμενη» εξτρεμιστική απειλή στη Ρωσία. Ο Πούτιν, όμως, πίστευε ότι τον έφερναν σε αμηχανία επειδή θεωρούσε ότι οι ΗΠΑ παρείχαν σκόπιμη έλλειψη λεπτομερειών σχετικά με την απειλή“.
Ίδιος εχθρός, διαφορετικές συνθήκες
Σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου, “αν και οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν κοινό εχθρό, δεν μοιράζονται τις ίδιες δυνατότητες και τους ίδιους υπολογισμούς. Το Ισλαμικό Κράτος βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να οργανώσει πιο περίπλοκες επιχειρήσεις στη Ρωσία και σε ολόκληρη την Κεντρική Ασία, όπως η ομάδα των ενόπλων που επιτέθηκαν στη συναυλία της Μόσχας και έβαλαν φωτιά στην αίθουσα. Το ISIS είναι πιο πιθανό να χτυπήσει στόχους των ΗΠΑ στο εξωτερικό, εμπνέοντας επιθέσεις «μοναχικών λύκων». Και οι πολιτικές συνέπειες για τις ΗΠΑ από οποιαδήποτε επίθεση θα ήταν πιο σοβαρές από αυτές που θα αντιμετωπίσει ο Πούτιν, για τον οποίο υπάρχει καθαρό κέρδος”.
Από την άλλη, όπως αναφέρει το CNN, “οι Ρώσοι δεν έχουν διέξοδο και ο Πούτιν έδειξε με αυτό και με προηγούμενα περιστατικά ότι μπορεί να αξιοποιήσει την τεράστια επιχείρηση παραπληροφόρησης για να στρέψει τα γεγονότα προς όφελός του. Από την άλλη πλευρά, κατανοεί ότι οι δυτικοί ηγέτες θα αποσπαστούν από την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας αντιμετωπίζοντας τις εσωτερικές πολιτικές συνέπειες τέτοιων επιθέσεων στο έδαφος τους”.
Το άρθρο εστιάζει και στον “πονοκέφαλο” των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών που έχουν “σοβαρές αδυναμίες στην αναγνώριση, διείσδυση και εξάρθρωση τρομοκρατικών πυρήνων”, εκτιμώντας πως το Κρεμλίνο δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στον κίνδυνο, την ώρα που “στελέχη του ISIS-K μπορούν να πηγαινοέρχονται σε καθημερινές πτήσεις, καθώς και από όλη τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία και τη Συρία.
Θα εμπιστευτεί ο Πούτιν την Ουάσιγκτον;
Όπως καταλήγει το άρθρο, μετά τη διαβίβαση προειδοποιήσεων στο Ιράν για την επίθεση στο Κέρμαν του ISIS-K στις 3 Ιανουαρίου, η οποία σκότωσε 95 ανθρώπους σε δύο βομβαρδισμούς, αλλά και τις πρόσφατες προειδοποιήσεις για σχέδια της οργάνωσης να επιτεθεί στη Ρωσία, “είναι λογικό ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ έχουν κάτι να προσφέρουν ακόμη και σε κράτη με τα οποία η Ουάσιγκτον δεν έχει θερμές σχέσεις προς το συμφέρον της καταπολέμησης ενός κοινού εχθρού”. Από την άλλη, όμως, “ο Πούτιν δεν σκέφτεται όπως οι περισσότεροι Αμερικανοί, ούτε οι κυβερνώντες του Ιράν, κάτι που οι πολιτικοί ηγέτες των ΗΠΑ φαίνεται να μην μπορούν να εκτιμήσουν”.
Οι ΗΠΑ έχουν σίγουρα λόγους να ανησυχούν για το ISIS, όπως και η Ρωσία, αλλά σε διαφορετικό βαθμό, υποστηρίζει ο Douglas London: “Εκτός από τη νομική υποχρέωση και ηθικούς λόγους, υπάρχουν και πρακτικοί λόγοι που θα μας αναγκάσουν να μοιραζόμαστε πληροφορίες ακόμη και με αντιπάλους. Κι αυτό γιατί επιτυχείς τρομοκρατικές επιθέσεις, όπου κι αν γίνουν, διευκολύνουν την επιρροή, τη συγκέντρωση κεφαλαίων και τη στρατολόγηση που αυτές οι ομάδες θα χρησιμοποιήσουν και εναντίον μας”.