Χρονιά – ορόσημο για την αναδιάρθρωση του συστήματος χρηματοδότησης της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης αποτελεί το 2024, καθώς οι υπάρχουσες στρεβλώσεις καθιστούν τη σημερινή κατάσταση μη βιώσιμη. Οι υπερβάσεις του προϋπολογισμού, οι υψηλές επιστροφές από τη φαρμακευτική βιομηχανία και η στασιμότητα της δημόσιας χρηματοδότησης αναδεικνύουν την ανάγκη για άμεσες μεταρρυθμίσεις.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε ο Διευθυντής Εξωτερικών Υποθέσεων της MSD Ελλάδας Αντώνης Καρόκης, μιλώντας στο 3ο Υβριδικό Φόρουμ με θέμα «2024: Σταθμός σημαντικών αλλαγών στα νοσοκομεία του ΕΣΥ», στο πλαίσιο συζήτησης για τη «Διαχείριση, Καταγραφή & Αποζημίωση Κόστους των Δημοσίων Νοσοκομείων», που συντόνισε ο Καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Νίκος Πολύζος.
Η συνεχής αύξηση της δαπάνης του ΙΦΕΤ, από 64 εκατ. ευρώ το 2019 σε εκτιμώμενα 490 εκατ. ευρώ το 2024, αναδεικνύει την ανάγκη για αναθεώρηση του πλαισίου λειτουργίας του
Αναλύοντας τις βασικές αιτίες που οδηγούν σε μόνιμη υπέρβαση του προϋπολογισμού της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης – και αντίστοιχα τις επιστροφές της φαρμακευτικής βιομηχανίας, αλλά και στους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού ο κ. Καρόκης παρέθεσε σειρά στοιχείων που δείχνουν πως παρότι η δημόσια χρηματοδότηση παραμένει σταθερή, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που έχει σημειώσει μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης από το 2008.
Ιδίως φέτος, η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη παρουσιάζει ανησυχητική αύξηση, με τις δαπάνες του 2024 να προβλέπεται ότι θα είναι διπλάσιες (αύξηση 100%) σε σύγκριση με το 2016, ενώ και οι επιστροφές από τη φαρμακευτική βιομηχανία έχουν αυξηθεί κατά 300% από το 2016 και αποτελούν πλέον το 62% της συνολικής δαπάνης. Έτσι, το σύστημα χρηματοδότησης καθίσταται μη βιώσιμο.
Χαρακτηριστικά μάλιστα, η προβληματική αυτή κατάσταση οδήγησε το 2023 τις εταιρείες με φάρμακα που κόστιζαν πάνω από 30 ευρώ, να κληθούν να καλύψουν οι ίδιες το κόστος των 8 στα 10 φάρμακα που διέθεσαν στα νοσοκομεία.
Οι αιτίες
Σύμφωνα με τον κ. Καρόκη, η τρέχουσα κρίση στη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες, όπως:
η υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας, που δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες των πολιτών,
η έλλειψη αποδοτικής διαχείρισης και σύγχρονων ψηφιακών υποδομών δημιουργεί εμπόδια στην ορθολογική διαχείριση των πόρων.
η αυξημένη χρήση νέων φαρμακευτικών τεχνολογιών, παρότι αναγκαία για την αναβάθμιση της φροντίδας υγείας, συμβάλλει σημαντικά στην άνοδο της δαπάνης. Όμως, μηχανισμοί όπως οι διαπραγματεύσεις κλειστών προϋπολογισμών εξασφαλίζουν ότι οι τεχνολογίες αυτές μπορούν να είναι οικονομικές για το σύστημα υγείας, κάτι που δεν συμβαίνει με παραδοσιακά φάρμακα τα οποία συχνά απορροφούν πόρους που θα έπρεπε να διατίθενται για την εξασφάλιση της καινοτομίας.
η αναποτελεσματική κατανομή των προϋπολογισμών επιτείνει την οικονομική επιβάρυνση, οδηγώντας σε στρεβλώσεις και υπερβάσεις που επιβαρύνουν το σύστημα υγείας και δημιουργούν ανισότητες μεταξύ των ασθενών διακινδυνεύοντας την πρόσβαση σε αναγκαίες θεραπείες.
Το ΙΦΕΤ
Αναφερόμενος ο κ. Καρόκης και στο ρόλο του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ), σημείωσε ότι «ενώ καλύπτει κρίσιμες ανάγκες σε φάρμακα για το σύστημα υγείας, συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης και των επιστροφών, δημιουργώντας νέες δημοσιονομικές πιέσεις. Η συνεχής αύξηση της δαπάνης του ΙΦΕΤ, από 64 εκατ. ευρώ το 2019 σε εκτιμώμενα 490 εκατ. ευρώ το 2024, αναδεικνύει την ανάγκη για αναθεώρηση του πλαισίου λειτουργίας του ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η αποδοτικότητα του συστήματος υγείας».
Συμπληρωματικά, ανέδειξε και την πίεση στους νοσοκομειακούς προϋπολογισμούς που δημιουργείται από τα φάρμακα της «Αρνητικής Λίστας», λέγοντας: «Η αρνητική λίστα φαρμάκων είναι ένας κατάλογος φαρμακευτικών σκευασμάτων που δεν καλύπτονται οικονομικά από τους ασφαλιστικούς φορείς ή το δημόσιο φορέα υγείας ενός κράτους. Δηλαδή τα φάρμακα που περιλαμβάνονται σε αυτή τη λίστα πρέπει να πληρώνονται εξ’ ολοκλήρου από τον ασθενή. Ωστόσο, στην Ελλάδα τα φάρμακα της Αρνητικής Λίστας αποζημιώνονται από τα νοσοκομεία. Η δαπάνη της αρνητικής λίστας αυξάνεται σταθερά διαχρονικά, από 33 εκατ. ευρώ το 2020 σε εκτιμώμενα 52 εκατ. ευρώ το 2024.
Η λύση
Αντί λοιπόν, οι επιστροφές να αγγίζουν το 85% θα μπορούσαμε με παρεμβάσεις σε τρία σημεία του συστήματος (ΙΦΕΤ, φάρμακα Αρνητικής Λίστας και μεταφορά επιβαρύνσεων στα προϊόντα που κοστίζουν πάνω από 30 ευρώ) να μειωθούν οι επιβαρύνσεις κατά τουλάχιστον 20 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ επιπλέον παρεμβάσεις στον έλεγχο της συνταγογράφησης και στις στρεβλώσεις του συστήματος τιμολόγησης θα επέφεραν περαιτέρω μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, των επιβαρύνσεων και χαμηλότερη πίεση στον δημοσιονομικό προϋπολογισμό».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Αντώνης Καρόκης, αναφέρθηκε σε μια σειρά επιπλέον λύσεων, όπως η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης ώστε να εναρμονιστεί με τους μέσους όρους χρηματοδότησης της ΕΕ, οι διαπραγματεύσεις εισόδου νέων φαρμάκων στο σύστημα υγείας, η υιοθέτηση μηχανισμών ολοκληρωμένης υγειονομικής φροντίδας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του συστήματος υγείας με τη δημιουργία εθνικών μητρώων και η διασύνδεση των ηλεκτρονικών συνταγών με τις διαγνωστικές εξετάσεις.
Ο κ. Καρόκης κατέληξε λέγοντας ότι «η αναδιάρθρωση της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης δεν αποτελεί μόνο οικονομική αναγκαιότητα αλλά και προτεραιότητα για την καλύτερη εξυπηρέτηση και φροντίδα των ασθενών. Η εισαγωγή καινοτόμων πολιτικών μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα και την ποιότητα του συστήματος υγείας στη χώρα μας».