Αυτό που έγινε γνωστό είναι πώς τους «έφαγε». Δεν του αρκεί να σκοτώσει, να κάνει τη δουλειά και να φύγει. Η διαδικασία τον ηδονίζει. Στέκεται πάνω από το θύμα του και το κοιτάζει στα μάτια πριν πυροβολήσει ανάμεσά τους.
Είναι 18η Σεπτεμβρίου του 1963, όταν ο Προβεντσάνο και οι συνεργοί του ξεπαστρεύουν με μια αιφνιδιαστική επιχείρηση τους αντίζηλους – εχθρούς της «φαμίλιας». Οι δύο αρχηγοί της σιτσιλιάνικης Μαφίας του Λουτσιάνο Λίτζιο και Τοτό Ρίινα, είχαν διατάξει το ξεκλήρισμα της «οικογένειας» του Μικέλε Ναβάρα.
Βασικοί στόχοι τα πρωτοπαλίκαρα, Φραντσέσκο Στρέβα, Μπιάτζιο Πομίλα και Αντονίνο Πιρένο. Όταν οι Αρχές βρίσκουν ημιθανή και βουτηγμένο στο αίμα τον αδελφό του Στρέβα, Πάολο, ορκίζεται στους αστυνομικούς ότι εκείνη τη νύχτα γνώρισε το διάβολο. Τον πιο σαδιστικά άγριο εκτελεστή στα χρονικά της Cosa Nostra.
Ο αρχι-πιστολέρο της οργάνωσης ήταν ήδη διαβόητος ως ο πιο αδίστακτος, ο άνθρωπος που δεν εκτελεί απλώς τις εντολές, αλλά σαν ένα αιμοβόρο τέρας πατάει με βουλιμία τη σκανδάλη. Για τους ντόπιους είναι αυτός που απ’ όπου περνάει δεν ξαναφυτρώνει τίποτα – εξ’ ου και το δεύτερο συνθετικό στο προσωνύμιο του «Binnu u tratturi» (τρακτέρ).
Κανείς δεν τον ξέρει όμως, κανείς εκτός απ’ τα αφεντικά και τους συνεργάτες του δεν τον έχει δει, όλοι ακούνε και όλοι, από φόβο, ψιθυρίζουν. Στο τέλος του «μεγάλου ξεκαθαρίσματος», το οποίο εξελίχθηκε τμηματικά, ο Προβεντσάνο γίνεται ο πρώτος καταζητούμενος στην ιστορία της Cosa Nostra, χρεωμένος με 52 δολοφονίες. Ένα ένταλμα σύλληψης που θα διαρκέσει 43 ολόκληρα χρόνια, σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ.
Το Κορλεόνε έχει βγάλει τον πιο διάσημο μαφιόζο του κινηματογράφου. Προφανώς δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι έχει βγάλει και τον πιο σκληρό στην πραγματική ιστορία της Μαφίας.
Η μύηση στο οργανωμένο έγκλημα
Εκεί, σε ένα στάβλο της σικελικής κωμόπολης, γεννήθηκε, το 1933 ο Προβεντσάνο, που ως το τρίτο από τα εφτά παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας, εγκατέλειψε από την ηλικία των 7 ετών κιόλας το σχολείο. Μπήκε από τα οχτώ στη φαμίλια των δύο capi, Λίτζιο και Ριίνα, αρχικά ως τσιλιαδόρος.
Αφού δοκιμάστηκε σε όλες τις βαθμίδες του οργανωμένου εγκλήματος (κλοπές, λαθρεμπόριο, ληστείες, εκβιασμοί, «προστασία») και πέρασε ακολούθως με επιτυχία κάθε αποστολή «συμβολαίου», ανακυρήχθηκε σε αρχι-εκτελεστή. «Ο μικρός πυροβολεί σαν θεός, αλλά έχει το μυαλό κότας», συνήθιζε να λέει ο «μέντορας» του, Λίτζιο, έχοντας ξεκάθαρα ωστόσο υποτιμήσει τις ηγετικές ικανότητες του.
Κανείς κοκορόμυαλος δεν θα μπορούσε να μετατρέψει την Cosa Nostra σε μια τεράστια επιχείρηση με τζίρο 100 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο και να παραμείνει ασύλληπτος για 43 ολόκληρα χρόνια. Με την Interpol να βρίσκεται στα μισά εξ’ αυτών στο κατόπι του.
Από το 1963 ο «Binnu» γίνεται αόρατος, το μόνο που έχουν στη διάθεση τους οι Αρχές είναι μια φωτογραφία του από το 1959. Ήταν τότε που συνελήφθη και ανακρίθηκε εξονυχιστικά, δεν στάθηκε ωστόσο δυνατό να του αποδοθούν κατηγορίες. Ο ίδιος δεν βγάζει μιλιά, οι μάρτυρες είτε αλλάζουν τις καταθέσεις τους, είτε εξαφανίζονται εν μια νυκτί.
Η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε και μέχρι την επόμενη, ο Προβεντσάνο θα έχει εξαπλώσει παντού το φρικαλέο μύθο του.
Πέντε πτώματα και 108 σφαίρες
Το 1969 ο διάβολος επανεμφανίζεται, στόχος τώρα είναι ο φοβερός και τρομερός «Cobra», κατά κόσμον Μικέλε Καβατάιο, ένα από τα πιο φονικά μέλη της σιτσιλιάνικης Μαφίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Πέντε άνδρες, φορώντας στολές της δίωξης οικονομικού εγκλήματος, εισβάλλουν στο ισόγειο της πολυκατοικίας στη Viale Lazio, όπου κρύβεται ο Καβατάιο, μαζί με τρεις συνεργάτες του.
Ο τελευταίος καταφέρνει να ανοίξει πυρ, σκοτώνει έναν από τους άνδρες του Προβεντσάνο και τραυματίζει ακόμα έναν, αλλά ο «Binnu» έχει προνοήσει. Κουβαλάει μαζί του την αυτόματη Beretta 38/A και την αδειάζει, γαζώνοντας όλο το δωμάτιο. Κανείς από τους αμυνόμενους δεν διαφεύγει της μανίας του, όταν η αστυνομία φτάνει κατόπιν «εορτής» καταμετρά πέντε πτώματα και 108 σφαίρες…
Η Αστυνομία και η Ειδική Δίωξη εντείνουν τις προσπάθειες για τον εντοπισμό του, αλλά στο Κορλεόνε τα στόματα είναι ερμητικά κλειστά. Και όσα τολμούν να ψελλίσουν κάτι, φιμώνονται με τον πατροπαράδοτο τρόπο – κανένα «καρφί» δεν έχει μέλλον στο βασίλειο του υποκόσμου.
Ο Προβεντσάνο εξακολουθεί να δρα ανενόχλητος, ψυχρά και ανέκφραστα εκτελεί κάθε εντολή ανωτέρου του, δεν τον νοιάζει να προκαλεί σεβασμό, παρά μόνο φόβο και να ανεβαίνει με μαθηματική ακρίβεια τα σκαλιά της ιεραρχίας.
Η δολοφονία του Καβατάιο είναι το διαβατήριό του για την πρωτεύουσα της Σικελίας. Μετακομίζει στο Παλέρμο, έχοντας πια και ένα δεύτερο παρατσούκλι να τον συνοδεύει: «Lu Zu Binu», ο «θείος», εκείνος που διευθετεί το κάθε πρόβλημα…
Αναρρίχηση στην κορυφή και «πόλεμος» εναντίον του κράτους
Στο Παλέρμο, που είναι ήδη βουτηγμένο στη διαφθορά, ο Προβεντσάνο κάνει το επόμενο βήμα, διευρύνοντας τους ορίζοντες του. Μαθαίνει τη δουλειά ως «καθωσπρέπει» Don, αξιοποιώντας το ηγετικό του «χάρισμα» από τη διοικητική πολυθρόνα, αλλά πάντα στο παρασκήνιο.
Τη δεκαετία του ‘70 είναι το δεξί χέρι του Τότο Ρίινα και χτίζει ένα δίκτυο συνεργασίας με τοπικούς άρχοντες, διοικητικές υπηρεσίες και υψηλά πολιτικά πρόσωπα, που παρέχουν την προστασία τους. Με το αζημίωτο.
Η Νότια Ιταλία στενάζει από τη διαφθορά, όλοι ξέρουν τι συμβαίνει, αλλά το κράτος μένει απαθές, αρνούμενο να καταπολεμήσει το οργανωμένο έγκλημα. Όσοι αδιάφθοροι Δικαστές ή αστυνομικοί Διευθυντές τολμούν να πάνε κόντρα στο ρεύμα, βιώνουν την τακτική του «τρακτέρ». Άγρια δολοφονημένοι γίνονται πρωτοσέλιδα στον Τύπο για παραδειγματισμό.
Πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα οι Εισαγγελείς Τζιοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνι, η δολοφονία των οποίων, το 1992, ξεσηκώνει λαϊκή κατακραυγή κατά της Μαφίας. Αμφότεροι σκοτώνονται σε βομβιστικές επιθέσεις, η Κόζα Νόστρα, με αρχηγείο τη Σικελία, πλήττει στόχους οπουδήποτε το θελήσει, κανείς δεν είναι ασφαλής στη Ρώμη, το Μιλάνο, τη Φλωρεντία.
Ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, η απέχθεια της κοινής γνώμης για το εγκληματικό παρακράτος είναι πια καθολική, η ιταλική ηγεσία αποφασίζει να δράσει.
Μεταξύ άλλων ο Προβεντσάνο καταδικάζεται ερήμην για μια σειρά δολοφονιών, συμπεριλαμβανομένων των δύο Εισαγγελέων. Το 1993 οι Αρχές καταφέρνουν ισχυρό πλήγμα, συλλαμβάνοντας τον Τοτό Ρίινα. Την αρχηγία αναλαμβάνει ο φυσικός διάδοχος, ο «θείος», που γίνεται πια γνωστός και ως «Capo dei Capi» (Νονός των Νονών), έχοντας καλλιεργήσει χρόνια το έδαφος για την απονομή του πλέον… τιμητικού τίτλου.
Η επικήρυξη και ο «εκσυγχρονισμός της Cosa Nostra
Γίνεται πια γνωστός και ως ο «άνθρωπος δίχως πρόσωπο», αυτός που επί 30 χρόνια καταζητείται, αλλά τα μοναδικά στοιχεία για την αναγνώριση του είναι εκείνη η φωτογραφία του 1959 και κάποια σκίτσα με τη μορφή του, με επεξεργασμένη ψηφιακά την εικόνα του για αναπροσαρμογή της ηλικίας του.
Οι Αρχές τον επικηρύσσουν με μυθική αμοιβή για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη του. Με την έλευση του ευρώ, το ύψος αυτής της αμοιβής τέθηκε στα 2,5 εκατ. ευρώ!
Ο ίδιος συνεχίζει το «πάρε – δώσε» με όπλα και ναρκωτικά, τους εκβιασμούς, το λαθρεμπόριο και την «προστασία», αλλά αφότου αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα έχουν σοβαρέψει, αποφασίζει να αλλάξει τακτική. Επιβάλλει την «Pax Mafiosa», δηλαδή την αποχή από δολοφονίες πολιτικών ή δικαστικών και θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο εκσυχρονισμού της Cosa Nostra.
Την «απλώνει» παντού στην κοινωνία, σε δημόσια έργα, νοσοκομεία και μεγάλες εταιρίες, ενώ αντιλαμβανόμενος ότι πρέπει να επεκταθεί προς βορά, αρχίζει να συνομιλεί, μέσω τρίτων, με την πολιτικοοικονομική ελίτ της χώρας. Το παιχνίδι δεν παίζεται πια στο δρόμο, με τη μορφή Καρτέλ, αλλά πίσω από γραφεία, μέσω «επενδύσεων» και επενδύσεων.
Τα όπλα «μιλούν» πια μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο και η Μαφία «εξευγενίζεται», κινώντας πλέον τα νήματα, μέσω ανθρώπων – κλειδιά σε θέσεις του ευρύτερου Δημόσιου, ή ιδιωτικού τομέα.
Η μέθοδος επικοινωνίας των pizzini
Ο Προβεντσάνο παραμένει άφαντος, επονομαζόμενος πια και ως το «φάντασμα του Κορλεόνε». Κρύβεται ανά περιόδους πίσω από φήμες ότι είναι ήδη νεκρός, αλλάζει συνέχεια κρησφύγετα και δεν χρησιμοποιεί ποτέ κινητά τηλέφωνα. Δίνει τις διαταγές του μόνο μέσω των διάσημων pizzini, τον κώδικα επικοινωνίας που είχε επινοήσει ο ίδιος.
Επρόκειτο για τσιγαρόχαρτα με ειδικό κώδικα γραφής, τα οποία διπλώνονταν δεκάδες φορές ώστε να χωρούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, τυλίγονταν με σελοτέιπ και διακινούνταν μέσω ενός μεγάλου δικτύου αγγελιαφόρων. Είχε αριθμήσει τους συνεργάτες του από το 2 έως το 164, κρατώντας ο ίδιος το νούμερο 1. Οι περισσότεροι συνεργάτες του δεν γνώριζαν ποιος κρυβόταν πίσω από κάθε αριθμό.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ήταν ακατανόητη, μεταξύ άλλων περιείχε αριθμούς, γράμματα της αλφαβήτου, περικοπές από τη Βίβλο και αναφορές στον Ιησού.
Με τον ίδιο τρόπο ο Προβεντσάνο επικοινωνεί με τη γυναίκα της ζωής του Σαβέρια, την οποία δεν μπορεί επί σειρά ετών να δει, καθώς παρακολουθείται διαρκώς από τις Αρχές. Η Σαβέρια συνεχίζει κανονικά τη ζωή της, μεγαλώνοντας τα παιδιά της και στέλνοντας pizzini και πακέτα με φαγητά και καθαρά ρούχα στον σύντροφό της, που ζει σε μια… στάνη.
Ναι, ο εκ των πλουσιότερων ανθρώπων στην Ιταλία, είχε κατασκηνώσει σε μια απομονωμένη αγροικία, 2 χλμ. έξω από το Κορλεόνε, διοικώντας από εκεί την οργάνωση. Με μοναδικά μέσα δύο γραφομηχανές, εκ των οποίων μόνον η μία ηλεκτρική, ένα λεξικό και ένα αντίτυπο της Βίβλου…
Σύλληψη, φωτογραφίες και τοπική γιορτή
Το Μάρτιο του 2006 η εισαγγελία του Παλέρμο δηλώνει για πρώτη φορά στα χρονικά ότι οι Αρχές είναι στα ίχνη του Προβεντσάνο, ως αντίδραση στην ανακοίνωση του δικηγόρου του ότι έχει πεθάνει.
Λίγες ημέρες αργότερα, μία κάμερα της αστυνομίας, κρυμμένη σε ένα λόφο του Κορλεόνε καταγράφει μια ύποπτη κίνηση: ένα πακέτο να «φεύγει» από ένα σπίτι. Είναι το σπίτι της Σαβέρια. Η αστυνομία παρακολουθεί τη διαδρομή του και δύο μέρες αργότερα περίπου 50 αστυνομικοί περικυκλώνουν τη στάνη – κρησφύγετο.
Οι ειδικές δυνάμεις εισβάλλουν στο χώρο και συλλαμβάνουν ένα βοσκό. Έναν 73χρονο άνδρα, με φτωχά ρούχα και σκαμμένο πρόσωπο. Ο γέροντας που κρατούσε κομποσκοίνι και στο τραπέζι είχε ανοιχτή τη Βίβλο, επουδενί έδινε σε πρώτη φάση την εντύπωση ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με το στυγερό εγκληματία που διοικούσε την Cosa Nostra.
Ήταν όμως εκείνος, με σάρκα και οστά, ο «Νονός των Νονών». Στα χέρια της αστυνομίας, 43 ολόκληρα χρόνια μετά την επικύρηξη του. Είχε «προδοθεί» από τα pizzini, καθώς ύστερα από 100αδες παρακολουθήσεις η DDA, ειδική αντιτρομοκρατική μονάδα με αποκλειστική αρμοδιότητα τη Μαφία, είχε εντοπίσει το είδος επικοινωνίας.
Ο «Binnu» δεν αρνήθηκε την ταυτότητα του, έστω και αν για το τυπικό της υπόθεσης υποβλήθηκε σε τεστ DNA, ώστε να ανακοινωθεί και επίσημα η σύλληψή του. Προτού ακόμα συμβεί αυτό, τα νέα είχαν ταξιδέψει από στόμα σε στόμα σε όλη τη Σικελία, που βγήκε μαζικά στους δρόμους για να το γιορτάσει.
Η Κοινότητα της γενέτειράς του, ανακηρύσσει την ημερομηνία της σύλληψης (11η Απριλίου) σε τοπική γιορτή και μετονομάζει μια από τις οδούς σε 11η Απριλίου. «Το Κορλεόνε επιθυμεί να ζήσει στη νομιμότητα και αυτή η ημέρα θα μνημονεύεται για πάντα, ως η ημέρα που έκανε ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός!», λέει ο δήμαρχος Ν. Νικολόζι.
Όταν κυκλοφορούν οι πρώτες φωτογραφίες του Προβεντσάνο, ο φόβος επιστρέφει για στιγμές. Τόσες όσες χρειάζεται για να συνειδητοποιήσει ο νους ότι αυτό το παγωμένο βλέμμα και το ανεπαίσθητο σαρδόνιο μειδίαμα – ναι, αναμφίβολα είναι εκείνος, ο τρομερός «Binnu u tratturi» – δεν θα αναπνεύσουν ποτέ ξανά αέρα ελευθερίας.
Η φυλάκιση και το τέλος
Ο αρχι-Νονός οδηγείται στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Τέρνι, αλλά συνεχίζει από εκεί να διοικεί, να «τρέχει» τις δουλειές, να εκβιάζει να οργανώνει εγκλήματα και δολοφονίες, Μεταφέρεται στην απομόνωση των φυλακών της Νοβάρα, όπου δεν του επιτρέπεται η επαφή με τον οποιονδήποτε, ούτε καν ο προαυλισμός.
Τον Μάρτιο του 2011, σε ηλικία 78 ετών, διαγνώσκεται με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη και εμφανώς καταβεβλημένος μεταφέρεται στη φυλακή της Πάρμα. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα καταφεύγει σε απόπειρα αυτοκτονίας με πλαστική σακούλα, αλλά τον προλαβαίνει ο φρουρός.
Τον Απρίλιο του 2014 μπαίνει για πρώτη φορά στο νοσοκομείο. Η δεύτερη είναι και η τελευταία. Στις 13 Ιουλίου του 2016 ο Προβεντσάνο αφήνει την τελευταία πνοή του, σε ηλικία 83 ετών.
Στη Σικελία, το εορταστικό κλίμα βγάζει παιδιά, νέους και ηλικιωμένους στους δρόμους. Στο Κορλεόνε, την πόλη των 100 εκκλησιών και των 11.000 ψυχών, η είδηση δεν θυμίζει θάνατο, αλλά βράδυ Ανάστασης. Ο χαρμόσυνος συγχρονισμός όλων των καμπαναριών του χωριού «αντιλαλεί» παντού, στο Παλέρμο, τη Μεσίνα, την Κατάνια, τις Συρακούσες.
O πιο στυγνός όλων, ο «Capo dei Capi», ο μαφιόζος – μύθος με τα δεκάδες παρατσούκλια, είναι νεκρός. Έγινε αμετάκλητα το «φάντασμα του Κορλεόνε»…
menshouse.gr