Τον κατέστρεψε η «κόκα»: Ο διάδοχος του Γεωργάτου που έγινε φούρναρης και οικοδόμος όταν έχασε τα πάντα

Κοινοποίηση:
Grigoris_Georgatos_Inter-710x401

Η δόξα, η φήμη δεν είναι κάτι το εύκολα διαχειρίσιμο. Απαιτεί ατσάλινη θέληση και φοβερή αυτοπειθαρχία. Λέμε συχνά «α ρε και να ‘μουν εκατομμυριούχος», ονειρευόμαστε μικροί να παίξουμε στις μεγαλύτερες ομάδες του κόσμου…

Πόσοι όμως από τους αντικειμενικά λίγους που τα καταφέρνουν έχουν και την αντοχή για να μην χάσουν το μέτρο όταν φτάσουν ψηλά; Να μην ζαλιστούν, να μην παρασυρθούν από τη λάμψη των φώτων, από τη σαγήνη του «όλοι θέλουν να ‘ναι πλάι μου»; Η περίπτωση του Φάμπιο Ματσελάρι θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλους τους νεαρούς εκεί έξω που θέλουν να κάνουν καριέρα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ως το απόλυτο παράδειγμα προς αποφυγή.

Καλοκαίρι του 2000. Ήταν 26 ετών, ένιωθε πως είχε όλο τον κόσμο στα πόδια του. Είχε μόλις κάνει τη μεγάλη μεταγραφή στην Ίντερ, από την Κάλιαρι. Εκπληρώνοντας αυτό που πάντα πίστευε πως ήταν το πεπρωμένο του. Οι «νερατζούρι» τον υπολόγιζαν ως τον αντικαταστάτη του Γρηγόρη Γεωργάτου στο αριστερό άκρο της άμυνας – ο Έλληνας μπακ είχε επιστρέψει ως δανεικός (σε πρώτη φάση) στον Ολυμπιακό.

Ένα χρόνο αργότερα ωστόσο, ο Φάμπιο Ματσελάρι είχε ήδη αρχίσει μια φρενήρη πορεία προς την (αυτό)καταστροφή. Γνώρισε την κοκαΐνη και έπεσε με τα μούτρα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σήμερα είναι 49 ετών και δουλεύει ως οικοδόμος σε μια κατασκευαστική εταιρεία που δραστηριοποιείται σε μια περιοχή του δήμου του Λάτσιο, που χτυπήθηκε από το σεισμό του 2016.

Μένει εκεί μαζί με το γιο του, Ματέο. Τον οποίο απέκτησε το 2006 με την τότε σύζυγό του, Κλαούντια – έχουν χωρίσει εδώ και πολλά χρόνια. Όλα όσα πάλεψε να κατακτήσει στη ζωή του, όλα όσα μόχθησε να αποκτήσει μοιάζουν πια όνειρο μακρινό.

Γέννημα-θρέμμα Μιλανέζος, ερωτεύτηκε το ποδόσφαιρο την πρώτη φορά που πήγε στο «Σαν Σίρο» και είδε ένα ντέρμπι μεταξύ της Ίντερ και της Μίλαν. «Κάποια στιγμή θα παίξω και εγώ σε αυτό το επίπεδο», ορκίστηκε στον εαυτό του. Το ότι έφτασε να φορέσει τη φανέλα των «Νερατζούρι» αποδεικνύει πως ο Φάμπιο Ματσελάρι δεν ήταν μια συνηθισμένη περίπτωση ποδοσφαιριστή. Έμοιαζε η επιτομή της θέλησης. Όταν όμως πραγματοποίησε το όνειρό του έριξε μία και γκρέμισε τα πάντα στη συνέχεια.

Στους Ιντερίστι έπαιξε συνολικά 16 ματς σε όλες τις διοργανώσεις. Τα 7 στο ιταλικό πρωτάθλημα και το φοβερό όσο και απίστευτο, είναι πως δεν πανηγύρισε ούτε μια νίκη σε αυτά. Λες και το μαύρο σύννεφο μιας αδιόρατης κατάρας είχε ήδη αρχίσει να τον ακολουθεί. Δεν τον βοήθησε η γρήγορη απόλυση στη σεζόν του Μαρσέλο Λίπι, ο εμβληματικός κόουτς τον πίστευε αρκετά. Δεν τον βοήθησε ούτε και το ότι ενώ δεν ήταν δα «άμπαλος», δεν ήταν ούτε ο top παίκτης για ομάδα τέτοιου επιπέδου.

Το επόμενο καλοκαίρι, ο Ιταλός αμυντικός παραχωρήθηκε στην Μπολόνια. Ξεκίνησε υποσχόμενα, έπαιζε πολύ και καλά, μέχρι να έρθει, τον Νοέμβριο του 2001, ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο. Τον καταρράκωσε ψυχολογικά το γεγονός. Και εκεί εμφανίστηκε η κοκαΐνη. Στον ξάφνου πολύ ελεύθερο χρόνο που είχε. Τη νόμισε για φίλη, για παρηγοριά, το πίστεψε για κάτι προσωρινό, που θα τον βοηθήσει να ξεχαστεί.

«Είμαι δυνατός, μπορώ να σταματήσω ανά πάσα στιγμή», έκανε το λάθος να παραμυθιάσει τον εαυτό του – αυτό δεν λένε λίγο πολύ όλοι; Είχε πέσει επίσης στην παγίδα του να μην αρκείται σε τίποτα. Το σεξ ήταν εύκολο, κάθε βράδυ τον πλησίαζαν όμορφες γυναίκες για να περάσουν τη νύχτα μαζί του. Στην αρχή ήταν συναρπαστικό. Σταδιακά τον έκανε να θέλει περισσότερα, παραπάνω. Και η κοκαΐνη του έδινε την ψευδαίσθηση πως αποκτούσε αυτήν ακριβώς τη «δύναμη». Ήταν εθισμένος και στο σεξ.

Ξάφνου, οι γυναίκες και τα ναρκωτικά ήταν όλη του η ζωή, το μόνο που είχε σημασία. Όταν πέρασαν οι 4,5 μήνες της αποθεραπείας του, ο λόγος που δεν μπορούσε να μπει ξανά σε αγωνιστικό ρυθμό δεν ήταν κάποιο κατάλοιπο του τραυματισμού. Ήταν πως είχε καταστρέψει τον εαυτό του με μια εξωγηπεδική ζωή που ήταν ο ορισμός του ακατάλληλου.

Στην Μπολόνια έμαθαν πως είχε ξεφύγει και τον αποδέσμευσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Φάμπιο Ματσελάρι αντέδρασε με ένα ξέφρενο «πάρτι» ουσιών και καταχρήσεων. Ξύπνησε κάποια στιγμή στο μπάνιο χωρίς να θυμάται πόση ώρα ήταν λιπόθυμος, ούτε πως βρέθηκε εκεί.

Φοβήθηκε πως θα πεθάνει, ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα του. Ετοίμασε βαλίτσες και πήρε τα βουνά. Για να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα υγιεινής ζωής, για να επιστρέψει στο σωστό δρόμο. Να γίνει ξανά κανονικός ποδοσφαιριστής. Έριξε γέφυρες επικοινωνίας και κατάφερε να γυρίσει στην πρώτη ομάδα του, την Κάλιαρι. Με την ελπίδα πως το οικείο περιβάλλον και ο προπονητικός του μέντορας, Τζαν-Πιέρο Βεντούρα θα τον βοηθούσαν να «καθαρίσει». Είχε, όμως, χάσει πια την μπάλα.

Στη Σαρδηνία, προς τιμήν τους, προσπάθησαν να τον κάνουν να σταθεί πάλι στα πόδια του. Μικρή κοινωνία το (ιταλικό) ποδόσφαιρο, γνώριζαν από πρώτο χέρι πόσο στραβό δρόμο είχε πάρει το άλλοτε καμάρι τους. Ωστόσο ο Φάμπιο Ματσελάρι πέταξε στα σκουπίδια (και αυτήν) την ευκαιρία παρά τις κάποιες αναλαμπές. Άρχισε ξανά την «κόκα». Με το που τελείωνε το ματς, έφευγε καρφί από το γήπεδο για να πάει κάπου να σνιφάρει.

Το μόνο που έκανε και τον τιμά είναι πως δεν κρύφτηκε. Είπε την αλήθεια στον πρόεδρο της ομάδας, πως είχε δηλαδή κυλήσει ξανά στα ναρκωτικά. Ο λόγος ήταν ότι εκτιμούσε αφάνταστα το πόσο καλά του είχε φερθεί. Δεν γινόταν βέβαια να συνεχίσει στην Κάλιαρι μετά από αυτό.

Προσπάθησε κι άλλο μετά, σε διάφορες άσημες ομάδες, μάταια. Εμφανώς δεν μπορούσε άλλο πια. Ήταν σκιά του εαυτού του, ένας «πρώην». Το 2006 σταμάτησε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Μόλις στα 32 του, μόλις 6 χρόνια αφότου είχε γευτεί το top επίπεδο.

Συνέχισε ως ερασιτέχνης για ακόμα 10 χρόνια, δεν μπορούσε δίχως μπάλα. Για καλή του τύχη, κατάφερε να απεξαρτητοποιηθεί από τα ναρκωτικά. Σε οικονομικό επίπεδο επίσης, είχε φροντίσει να επενδύσει σε ακίνητα τον καιρό πριν πάει στην Ίντερ. Γιατί τα (πολλά) εκατομμύρια που έβγαλε από την μπάλα, τα εξαφάνισε στις καταχρήσεις και λόγω της αδυναμίας του να κρατήσει χρήματα ή να καταλάβει ποιοι πάνε να τον εκμεταλλευτούν. Tην ακίνητη περιουσία είχε την πρόνοια να μην τη γράψει στο όνομά του – τη διαχειρίζονται οι γονείς του.

Τα επόμενα χρόνια λοιπόν για να τα βγάλει πέρα οικονομικά έκανε διάφορες δουλειές. Ως φούρναρης, σε ένα αρτοποιείο φίλων του. «Η δυσκολότερη δουλειά που έχω κάνει. Μαθαίνεις πράγματα και είναι ωραία, δεν λέω. Αλλά πρέπει να ξυπνάς χαράματα και χρειάζεται να δουλεύεις ατέλειωτες ώρες», έχει πει. Εργάστηκε και ως σερβιτόρος, στη Σαρδηνία. Του άρεσε η επαφή με τον κόσμο, δεν τον πείραζε όταν τον αναγνώριζαν, μην τυχόν δηλαδή και πει κανείς «κοίτα πως κατάντησε».

Αν και πραγματικά πλήρης νιώθει μόνο όταν επιστρέφει στο πατρικό του, στη Λομβαρδία. Πάει στο δάσος, κόβει ξύλα, «γιατί αν ξέρεις πώς και πότε, τότε κάνεις απίστευτο καλό στο δάσος», όπως εξηγεί. Νιώθει ελεύθερος και ζωντανός μέσω της επαφής με τη φύση.

Ονειρεύεται τη στιγμή που θα γυρίσει εκεί μόνιμα. Στις ρίζες του. Πιθανότατα όταν ο Φάμπιο Ματσελάρι θα μεγαλώσει κι άλλο, όταν θα κοιτάει ήρεμα το τοπίο, θα σκέφτεται όλα όσα άφησε την κοκαΐνη να του στερήσει. Έχοντας μάθει με το σκληρό τρόπο πως οι ευκαιρίες έρχονται μόνο για όσους είναι 100% έτοιμοι να τις αξιοποιήσουν. Ανά πάσα στιγμή.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: