Στις 27 Αυγούστου του 1988, η αδελφή του τον βρήκε δολοφονημένο στο σπίτι του στον Κολωνό. Η αστυνομία δεν μπόρεσε ποτέ να διαλευκάνει το έγκλημα ενώ από την ιατροδικαστική εξέταση προέκυψε ότι ο θάνατος προήλθε από στραγγαλισμό.
Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Κώστα Ταχτσή (δολοφονήθηκε τον Αύγουστο του 1988 μέσα στο σπίτι του) ενώ κανείς δεν έμαθε ποτέ, κατά τη διάρκεια της τριακονταετίας, ποιος και για ποιον λόγο αποφάσισε να βάλει τέρμα στη ζωή του: ζωή με πολλές διακυμάνσεις και περιπέτειες, που ξεκινάει τον Οκτώβριο του 1927, όταν ο Ταχτσής γεννιέται στη Θεσσαλονίκη.
Τον «στοίχειωσαν» η γιαγιά και ο χαμένος του αδερφός
Στο μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», ένα βιβλίο που διάβασαν με ενθουσιασμό πολλές γενιές και το οποίο δεν έχει πάψει να προσελκύει τους αναγνώστες και της δικής μας εποχής, τον ρόλο της πρωταγωνιστικής μορφής αναλαμβάνει, κάθε άλλο παρά τυχαία, η γιαγιά του. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν σε ηλικία επτά ετών, οπότε και αναγκάστηκε να μετακινηθεί στην Αθήνα για να μείνει μαζί της. Η γιαγιά, όπως και ο χαμένος αδελφός του, που πέθανε λίγο μετά τη γέννηση του ίδιου, στοίχειωσαν συγγραφικά τον Ταχτσή, ο οποίος ρίχτηκε από τα νιάτα του σε μιαν ατέλειωτη περιπλάνηση.
Από την Αθήνα στο Ναϊρόμπι, την Αυστραλία και το Εδιμβούργο
Αποτυγχάνοντας να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων (αρρώστησε από τυφοειδή πυρετό), ο Ταχτσής φοιτά για δύο χρόνια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αφού πηγαίνει φαντάρος, προσλαμβάνεται ως βοηθός του Αμερικανού διευθυντή στα έργα για το φράγμα του Λούρου. Εν συνεχεία ζει για έναν χρόνο στην Αγγλία και επιστρέφει στην Αθήνα, όπου κερδίζει τον καθ’ ημέραν βίο από τη διδασκαλία των αγγλικών. Τον Μάρτιο του 1956 θα βρεθεί στη Γερμανία, απ’ όπου και θα μπαρκάρει με δανέζικο πλοίο ως καμαρότος. Επιστρέφει για άλλη μια φορά στην Αθήνα και φεύγει για το Ναϊρόμπι, καταλήγοντας στην Αυστραλία, όπου εργάζεται πρώτα σε πολυκατάστημα και κατόπιν ως σιδηροδρομικός υπάλληλος και τραπεζικό στέλεχος. Γυρίζει εκ νέου στην Αθήνα και διατρέχει όλη την Ευρώπη με βέσπα, για να καταλήξει στο Εδιμβούργο. Τότε γράφει και τα πρώτα κεφάλαια από «Το τρίτο στεφάνι», το οποίο και εκδίδει με δικά του έξοδα το 1962.
Πρωτοστάτησε στον αγώνα κατά της δικτατορίας
Μετά την έκδοση του βιβλίου, ο συγγραφέας εγκαταστάθηκε μέχρι το 1964 στις ΗΠΑ. Επανερχόμενος στην Ελλάδα, πρωτοστάτησε στον αγώνα κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών (με τη συμμετοχή του στον αντιδικτατορικό τόμο «18 κείμενα») ενώ στη μεταπολίτευση έδωσε μάχες για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.
Ξεκίνησε να εκδίδεται ως τραβεστί
Την ίδια περίοδο άρχισε να εκδίδεται ως τραβεστί. Στις 27 Αυγούστου του 1988, η αδελφή του τον βρήκε δολοφονημένο στο σπίτι του στον Κολωνό. Η αστυνομία δεν μπόρεσε ποτέ να διαλευκάνει το έγκλημα ενώ από την ιατροδικαστική εξέταση προέκυψε ότι ο θάνατος προήλθε από στραγγαλισμό.
«Το τρίτο στεφάνι», που μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στην τηλεόραση και το θέατρο, είναι γραμμένο με μια γλώσσα που αναπαριστά με χυμώδη τρόπο την καθημερινότητα. Ο Ταχτσής θέλει να μιλήσει για την Ελλάδα πριν αλλά και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Μακεδονικός Αγώνας, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η Μικρά Ασία, ο ίδιος ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή θα περάσουν μπροστά από τα μάτια μας χωρίς πολιτικές ή ιδεολογικές παραμορφώσεις, με ένα πνεύμα που ξέρει πώς να αποκαλύψει τις πολλαπλές πλευρές της αλήθειας, αλλά και πώς να προσαρμόσει την όποια συλλογική αλήθεια στις ανάγκες και τα κρυφά ή τα φανερά πάθη του ατομικού βίου.
Μόνο ένα βιβλίο έχει μεταπολιτευτικά
Εν ζωή ο Ταχτσής θα έχει μεταπολιτευτικά μόνο ένα βιβλίο, το «Η γιαγιά μου η Αθήνα» (1979). Θα ακολουθήσουν πλήθος μεταθανάτιες εκδόσεις γεμάτες συνεντεύξεις, αναμνήσεις, προσωπικές αφηγήσεις και επιστολές: «Από τη χαμηλή σκοπιά» (1992), «Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής;» (1994), «Τετράδιον εκθέσεων Κωνστ. Γρηγορίου Ταχτσή. Τάξις Ζ’ Νέου Τύπου, Αθήνα 1945» (1996), «Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο» (2002). Αμέσως μετά τον θάνατο του Ταχτσή θα δημοσιευτεί και ένα αυτοσύστατο πλην ημιτελές έργο: η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία «Το φοβερό βήμα» (1989). Σε όλα αυτά τα βιβλία ο Ταχτσής θα επανέλθει στην καθημερινότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας όπως την έζησε κατά τη διάρκεια των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων, για να την αποτυπώσει με συναρπαστική ακρίβεια και γλαφυρότητα όχι μόνο στο «Τρίτο στεφάνι», αλλά και στη συλλογή διηγημάτων του «Τα ρέστα» (1972).
«Το τρίτο στεφάνι» που τον καθιέρωσε
Αυτό που προκάλεσε και εξέπληξε στο «Τρίτο στεφάνι» είναι ο αδιάκοπος μονόλογος δύο γυναικών που εκπροσωπούν τη μικροαστική τάξη. Η προφορικότητα και η ζωντάνια της γλώσσας του Ταχτσή, σε συνδυασμό με τους εξαιρετικά ζωηρούς διαλόγους, αποτέλεσαν σημαντική πρωτοτυπία για τη λογοτεχνία της δεκαετίας του 1960. Και θα πρέπει να σημειώσουμε πως η προφορικότητα του λόγου του δεν μεταγράφει απλώς τη γλωσσική πραγματικότητα των μικροαστών, αλλά κατορθώνει να μετατραπεί σε προϊόν υψηλής λογοτεχνικής επεξεργασίας χωρίς κανέναν παλαιοδημοτικιστικό περιορισμό.
Το επίτευγμα του Ταχτσή
Ο πιο εύστοχος τρόπος για να περιγράψουμε το επίτευγμα του Ταχτσή στο «Τρίτο στεφάνι» είναι να θυμηθούμε τις παρατηρήσεις του Μένη Κουμανταρέα (επίσης δολοφονημένου, πολλά χρόνια αργότερα, μέσα στο σπίτι του), από το βιβλίο του «Ξεχασμένη φρουρά. Τα χαρτιά του συγγραφέα», που κυκλοφόρησε το 2010: «Ο Ταχτσής, όντας ο ίδιος στη ζωή του ένας χείμαρρος λόγου και ελευθεριότητας, υιοθέτησε και στο βιβλίο του τον τρόπο αυτό. Ένα συνεχές μουρμούρισμα διατρέχει όλο το κείμενο, το ίδιο αυτό μουρμούρισμα που ο συγγραφέας ήξερε καλά από την οικογένειά του και τα συγγενικά του πρόσωπα. Είναι οι ευχές, οι κατάρες, οι αφορισμοί, που όλοι ακούμε στις οικογένειές μας σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκουμε. “Που να μη λιώσουν τα κόκαλά σου!”, “Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου”, “Αχ, βρε κερατά, Θεέ”, “Δεν έχεις πια καθόλου τσίπα επάνω σου;”, “Σσσ! Κι οι τοίχοι έχουν αυτιά!”, “Μύγα τσε-τσε σ’ έχει τσιμπήσει, κακό χρόνο να ‘χεις;”, “Σκάσε, κτήνος”, και άλλα πολλά. Όμως εδώ στον Ταχτσή οι εκφράσεις αυτές αποκτούν μια ιδιαιτερότητα. Δεν είναι γαρνίρισμα αλλά ουσία. Είναι ο πρώτος που έκανε ύφος με τη γλώσσα των μικροαστών. Είχε την ευφυΐα, αλλά και το ταλέντο, να την αναπαραγάγει σχεδόν θεατρικά. Με την υπερβολή που διέκρινε και τον ίδιον (και χωρίς υπερβολή δεν κάνει κανείς τέχνη), αλλά και τη σοφία να ξέρει τι θ’ αφήσει και τι θα κρατήσει από το υλικό του».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ