Τον Ιούλιο του 1947 ο George Kennan αναλύοντας τη φύση του σοβιετικού καθεστώτος, έγραφε τα εξής στο άρθρο του “The sources of Soviet Conduct” (Οι πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς), στο περιοδικό Foreign Affairs: «Ως εκ τούτου το Κρεμλίνο δεν διστάζει να υποχωρήσει ενώπιον ανώτερης ισχύος. […] Η πολιτική του δραστηριοποίηση είναι ένα ρευστό ποτάμι που κινείται συνεχώς, οπουδήποτε του επιτρέπεται να προχωρήσει, στην κατεύθυνση ενός δεδομένου στόχου. Το κύριο μέλημά του είναι να βεβαιώσει ότι έχει γεμίσει κάθε διαθέσιμη γωνία στη λεκάνη της παγκόσμιας ισχύος. Αν όμως συναντήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στον δρόμο του, τα δέχεται στωικά και συμβιβάζεται με αυτά». Αυτή η ανάλυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί εν πολλοίς για να περιγράψει την στρατηγική της Τουρκίας σε περιφερειακό επίπεδο.
Το τελευταίο διάστημα οι ενέργειες της Άγκυρας θέτουν σε διακινδύνευση την ειρήνη και τη σταθερότητα στα περιφερειακά συστήματα ασφαλείας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Η τουρκική ηγεσία έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να υλοποιήσει το όραμα του νεοοθωμανισμού και να καταστεί ένας περιφερειακός ηγεμόνας, απειλώντας την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία των κρατών της ευρύτερης περιοχής. Στην Ελλάδα, για δεκαετίες είχε αναχθεί ο κατευνασμός σε υψηλή στρατηγική, αντιμετώπισης της επιθετικότητας της γείτονος. Είναι γνωστό ότι ο κατευνασμός μπορεί να χρησιμεύσει μόνο ως προσωρινή τακτική ώστε να δώσει τον απαραίτητο χρόνο σε μια χώρα προκειμένου να αυξήσει την ισχύ της ενόψει ενός άμεσου κινδύνου. Η αναγωγή του όμως σε διαχρονική στρατηγική είναι καταστροφική καθώς όχι μόνο δεν αποτρέπει τον κίνδυνο αλλά τον μεγιστοποιεί, κάνοντας πιο πιθανή μια πολεμική αναμέτρηση.
Στην ελληνική ανάλυση κυριαρχούσε διαχρονικά η άποψη ότι η επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών πιέσεων και απλής εξωτερίκευσης των προβλημάτων της. Είναι όντως αλήθεια ότι τα εσωτερικά προβλήματα όπως η οικονομική δυσπραγία, η ψηφοθηρία και η ανάγκη συνοχής ενός ετερόκλητου λαού με πολλές διαχωριστικές γραμμές, ήταν μια σημαντική αιτία των συχνών εντάσεων των δύο χωρών. Αυτή όμως είναι μια μόνο αιτία και η λιγότερο επικίνδυνη. Η Τουρκία είτε τώρα ως ισλαμική είτε παλιότερα ως κεμαλική, έχει την ίδια αναθεωρητική agenda, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας. Αυτό που έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό είναι το ύφος και η ρητορική της τουρκικής ηγεσίας, μια ρητορική που είναι φανερά πιο ακραία, πιο μισαλλόδοξη και πιο αντιδυτική. Αυτό το τελευταίο μπορεί να λειτουργεί και υπέρ ημών καθώς η διεθνής κοινή γνώμη αρχίζει να αντιλαμβάνεται την πραγματική φύση της Τουρκίας. Η σημαντική λοιπόν αιτία που τροφοδοτεί τις όποιες επεκτατικές ονειρώξεις είναι, όπως πολύ σωστά παρατηρούσε ο Παναγιώτης Κονδύλης από τη δεκαετία του 1990, η αυξανόμενη διαφορά γεωπολιτικού δυναμικού των δύο γειτονικών χωρών. Η αύξηση συντελεστών ισχύος όπως ο πληθυσμός, οι Ένοπλες Δυνάμεις, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία, οι επενδύσεις και γενικώς η οικονομική ανάταξη, οδηγούσαν την Τουρκία σε μια εκδίπλωση αυτού του αυξανόμενου γεωπολιτικού δυναμικού στην ευρύτερη περιοχή.
Όμως παρά τους λεκτικούς λεονταρισμούς και την εικόνα της τοπικής υπερδύναμης που πασχίζει να προβάλει η Τουρκία, υποφέρει από πολλές αδυναμίες στο εσωτερικό της και γι’ αυτό δεν παίρνει ποτέ ρίσκα που δεν είναι υπολογισμένα. Κάθε της κίνηση έχει ως γνώμονα τη σχέση «κόστους-οφέλους» και πάντοτε προαναγγέλλεται προκειμένου να ζυγίσει τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας και του εκάστοτε αντιπάλου. Η γνωστοποίηση επομένως των προθέσεών της δεν είναι, όπως πολλοί θεωρούν, τόσο απόδειξη δύναμης όσο ένδειξη έλλειψης της απαραίτητης δύναμης επιβολής μονομερών αποφάσεων. Αναλόγως των αντιδράσεων που θα προκαλέσουν οι ανακοινώσεις της Άγκυρας, θα υπάρξουν οι ανάλογες τροποποιήσεις και φυσικά ένας από τους στόχους αυτών των προαναγγελιών είναι να εθίσουν τη διεθνή κοινή γνώμη στην διαρκή τουρκική παραβατικότητα ώστε να θεωρείται όλο και κάτι πιο «φυσιολογικό». Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το γεγονός ότι αποτελεί σοβαρή απειλή.
Από τα γεγονότα του Έβρου τον περασμένο Μάρτιο όπου η Άγκυρα προσπάθησε με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο να εργαλειοποιήσει τις μεταναστευτικές ροές έως και αυτές τις μέρες με πειρατικές τακτικές όπως αυτή του Oruç Reis για την αμφισβήτηση των θαλασσίων ζωνών, η Τουρκία επιδίδεται στη διεξαγωγή ενός υβριδικού πολέμου για να υλοποιήσει τους αντικειμενικούς της σκοπούς. Δείχνει να μετατρέπεται αργά και σταθερά σε ένα κράτος παρία της διεθνούς κοινωνίας, ένα κράτος που λειτουργεί αποκλειστικά με βάση την πολιτική ισχύος και όχι το διεθνές δίκαιο. Η πρόσφατη κλιμάκωση που επεδίωξε η Άγκυρα με την έκδοση NAVTEX στην περιοχή του Καστελλόριζου και η προσωρινή αναδίπλωση της, ήταν πρωτίστως αποτέλεσμα της άμεσης και αποφασιστικής ανάπτυξης του Πολεμικού Ναυτικού και της θέσης σε κατάσταση επιφυλακής τόσο του Στρατού Ξηράς όσο και της Πολεμικής Αεροπορίας, που έστειλε το κατάλληλο μήνυμα αποτροπής. Η Τουρκία δεν επιθυμεί μια ολομέτωπη στρατιωτική αντιπαράθεση με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Μια ενδεχόμενη ήττα της αλλά ακόμα και μια πύρρειος νίκη θα μπορούσε όχι μόνο να θέσει τέλος στις νεοοθωμανικές ονειρώξεις της αλλά και να προκαλέσει διαλυτικές τάσεις στο εσωτερικό της (π.χ. αυτονόμηση κουρδικών περιοχών). Αν και ακόμα και ένα περιορισμένο θερμό επεισόδιο θα μπορούσε να κλιμακωθεί ανεξέλεγκτα, η τακτική των συχνών προκλήσεων αναμένεται να συνεχιστεί στο πλαίσιο ενός διαρκούς ελέγχου των ελληνικών αντανακλαστικών και μιας προσπάθειας φθοράς του αντιπάλου. Η αντίδραση οφείλει να είναι το ίδιο σθεναρή κάθε φορά που η Τουρκία θα επιχειρήσει να παραβιάσει περιοχές εθνικής κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Σθεναρή αντίδραση φυσικά δεν συνεπάγεται και αψυχολόγητη καθώς επικοινωνιακός στόχος του Erdoğan είναι η αντιστροφή της πραγματικότητας και η παρουσίαση της χώρας του από θύτη σε θύμα. Είναι πολύ πιθανό αν όχι βέβαιο ότι θα προκαλέσει την ελληνική πλευρά να προβεί σε κλιμάκωση ώστε αφενός να της επιρρίψει την ευθύνη στη διεθνή κοινότητα για το όποιο επεισόδιο και αφετέρου να συσπειρώσει στο πρόσωπό του, τον διαιρεμένο λαό του. Η Ελλάδα συνεπώς δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παράσχει μια τέτοια «σανίδα σωτηρίας» στο τουρκικό καθεστώς. Στο διεθνές σύστημα έχει μεγάλη σημασία η απάντηση να είναι ανάλογη της διακινδύνευσης και δεν αρκεί κάποιος να έχει δίκιο αλλά να χρησιμοποιεί και τα κατάλληλα μέσα την εκάστοτε περίπτωση ώστε να μην χάσει το δίκιο αυτό. Στην παρούσα συγκυρία η Τουρκία σε διπλωματικό επίπεδο βρίσκεται σε μια από τις δυσμενή θέση καθώς από την εποχή του δόγματος Davutoğlu περί μηδενικών προβλημάτων με τα γειτονικά κράτη έχει φθάσει στην εποχή των μηδενικών σχέσεων (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων). Η σχέση με τις ΗΠΑ είναι σκιά της παλαιότερης σχέσης των δύο χωρών, με το Κογκρέσο να ζητά κυρώσεις κατά της Άγκυρας, την γραφειοκρατία του State Department να τάσσεται υπέρ των ελληνικών θέσεων στα θέματα των θαλασσίων ζωνών και μοναδική παραφωνία να αποτελεί ο πρόεδρος Trump που έχει προσωπικά οικονομικά συμφέροντα να τον συνδέουν με τον Erdoğan. Η Γαλλία δείχνει να επιζητά έναν πιο ηγετικό ρόλο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην ανατολική Μεσόγειο και έχει προχωρήσει τόσο λεκτικά όσο και έμπρακτα σε αμφισβήτηση των τουρκικών βλέψεων στην περιοχή, με αποκορύφωμα τη σύναψη αμυντικής συμφωνίας με την Κύπρο. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) προχώρησαν σε σύναψη διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ, με πιθανότητα να ακολουθήσει μια ανάλογη προσέγγιση του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Τίθενται δηλαδή οι βάσεις για ένα ευρύ αντιτουρκικό μέτωπο που ανησυχεί τους σχεδιασμούς της Άγκυρας. Ο διεθνής και ευρωπαϊκός τύπος με δημοσιεύματα όπως τα πρόσφατα του βρετανικού Guardian που αποκαλεί τον Erdoğan νταή και κίνδυνο για την Ευρώπη και της γαλλικής Liberation, ασκούν έντονη κριτική στην τουρκική ηγεσία, δείχνοντας αλληλεγγύη προς την ελληνική πλευρά. Ακόμα και η λυκοφιλία της Ρωσίας με την Τουρκία έχει όρια τα οποία θα δοκιμαστούν λόγω αντίθετων συμφερόντων στη Συρία, στη Λιβύη, στη διαμάχη Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν και των προθέσεων της Τουρκίας να αντικαταστήσει ως πρωτεύων προμηθευτή φυσικού αερίου τη Ρωσία με το Αζερμπαϊτζάν. Φυσικά δεν υποστηρίζεται ότι η Τουρκία είναι απομονωμένη υπό την έννοια ότι κανείς δεν συνομιλεί μαζί της, υπάρχει όμως μια σαφής και αυξανόμενη τάση στη διεθνή κοινότητα, στηλίτευσης των παραβατικών της ενεργειών.
Είναι περιττό να αναφερθεί ότι αν η άλλη πλευρά περάσει από την απειλή χρήσης βίας στην χρήση βίας τότε θα πρέπει να λάβει ανάλογη, δυναμική απάντηση αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει την ευθύνη θα την φέρει ακέραια αυτή. Πρέπει να τονιστεί ότι τουλάχιστον προς το παρόν αν και η τουρκική ηγεσία εκτοξεύει απειλές περί ερευνών και γεωτρήσεων πλησίον ελληνικών νησιών, ο στόχος της είναι κυρίως επικοινωνιακός. Δια της παρουσίας τουρκικών ερευνητικών πλοίων σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας κάνει επίδειξη σημαίας και προσπαθεί να αμφισβητήσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Παρενθετικά αναφέρεται ότι η διαμάχη για τις θαλάσσιες ζώνες δεν υφίσταται μόνο λόγω των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και της οικονομικής εκμετάλλευσης αυτών αλλά έχει και μια γεωπολιτική διάσταση. Το αφήγημα της Γαλάζιας Πατρίδας και έλεγχος των θαλασσίων οδών αποτελεί βασικό στοιχείο εκπλήρωσης των ηγεμονικών φιλοδοξιών της γείτονος. Παρά την εκπεφρασμένη τουρκική άποψή ότι τα νησιά δεν έχουν δικαίωμα σε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και Υφαλοκρηπίδα παρά μόνο σε Αιγιαλίτιδα Ζώνη (χωρικά ύδατα), οι κινήσεις του Oruç Reis δεν γίνονταν πλησίον νησιών αλλά στα ανατολικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Αξίζει να αναρωτηθεί κάποιος γιατί. Εκτός των όποιων επιχειρησιακών λόγων που έχουν να κάνουν με την εγγύτητα και την ταχύτητα μεταφοράς δυνάμεων στην εν λόγω περιοχή σε περίπτωση θερμού επεισοδίου, υπάρχει ενδεχομένως και μια άλλη πτυχή. Η Τουρκία γνωρίζει ότι η μαξιμαλιστική της θέση για τις θαλάσσιες ζώνες των νησιών έρχεται σε ευθεία παραβίαση του άρθρου 121 της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) που προβλέπει ρητά ότι τα νησιά έχουν τα ίδια δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες όπως και τα ηπειρωτικά εδάφη. Μια «έρευνα» λίγο έξω από την Κρήτη θα προκαλούσε σημαντικές διεθνείς αντιδράσεις και σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής, η Τουρκία θα ήταν αναμφισβήτητα ο υπαίτιος. Μια έρευνα (πραγματική ή μη) όμως εντός των ανατολικών ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας θα μπορούσε να δώσει μια επίφαση νομιμότητας στις τουρκικές παρανομίες, ενώ μια πρόκληση των ελληνικών δυνάμεων με σκοπό να ανοίξουν πρώτες πυρ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε μια εκστρατεία «θυματοποίησης» της Τουρκίας. Εν ολίγοις, η Τουρκία θα μπορούσε να ισχυριστεί εν προκειμένω ότι δεν αμφισβήτησε το δικαίωμα των νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα, αλλά το εύρος αυτής καθώς η ελληνική υφαλοκρηπίδα δεν είναι οριοθετημένη. Καθώς η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι ασαφής στο ζήτημα του εύρους των θαλασσίων ζωνών και κάθε απόφαση είναι για μια συγκεκριμένη περίπτωση, με άλλες να επιδικάζουν πλήρη επήρεια σε νησιά και άλλες μειωμένη, είναι αντιληπτό ότι η Άγκυρα μπορεί να επικαλεστεί αποφάσεις που εξυπηρετούν το αφήγημά της. Ουσιαστικά αμφισβητώντας το εύρος του κυριαρχικού δικαιώματος και όχι το δικαίωμα αυτό καθεαυτό. Εξου και σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται σθεναρή μεν αλλά έξυπνη και ψύχραιμη αντίδραση ώστε να μην πέσει κάποιος στην παγίδα του αντιπάλου.
Η προαναφερθείσα πρακτική της Τουρκίας που δεν αναλαμβάνει μη υπολογισμένα ρίσκα στηρίζεται σε μια καθαρά ορθολογική διαδικασία λήψης αποφάσεων στην εξωτερική πολιτική. Το ζήτημα είναι αν και κατά πόσον αυτή η κρίσιμη παράμετρος θα συνεχίσει να υφίσταται με ένα αυταρχικό καθεστώς που κολυμπάει στη διαφθορά, στηρίζεται σε υπερεθνικιστές για να κυβερνά, έχει διχάσει τον λαό, επιδίδεται σε συστηματική λογοκρισία και διαθέτει μια οικονομία που βρίσκεται σε κρίση με την τουρκική λίρα να κατακρημνίζεται, διογκώνοντας το εξωτερικό χρέος. Αυτές οι εσωτερικές πιέσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε ανορθολογικές αποφάσεις στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής που θα έχουν ως γνώμονα πρωτίστως την επιβίωση του καθεστώτος και δευτερευόντως της χώρας.
Η Ελλάδα οφείλει να ασκήσει μια πολυεπίπεδη πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει την απειλή από μια γειτονική χώρα με αναθεωρητικές βλέψεις και ρευστή εσωτερική κατάσταση, ακριβώς γιατί δεν είναι ούτε προσωρινή ούτε προσωποποιείται μόνο στην παρούσα τουρκική κυβέρνηση. Πρώτιστος στόχος είναι η άμεση αύξηση της στρατιωτικής ισχύος μέσω διάθεσης κονδυλίων για συντήρηση και αναβάθμιση των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων, αγοράς νέων καθώς και αύξησης της στρατιωτικής θητείας. Καθώς λόγω των γεωγραφικών δεδομένων, μια ενδεχόμενη αναμέτρηση θα είναι κυρίως αεροναυτική, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στους Κλάδους του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας. Σε δεύτερο χρόνο είναι αδήριτη ανάγκη η ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, η συμμετοχή της σε συμπαραγωγές οπλικών συστημάτων με άλλες χώρες καθώς και η διασύνδεσή της με Ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με στόχο την ανάπτυξη ερευνητικών προγραμμάτων. Οι ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν τον πυρήνα της σκληρής ισχύος (hard power) ενός κράτους και το πολυτιμότερο εχέγγυο της εθνικής ασφάλειας έναντι κρατών που λειτουργούν στη βάση πολιτικών ισχύος.
Πέραν όμως των καθαρά στρατιωτικών παραμέτρων υπάρχει και μια σειρά συντελεστών ισχύος (υλικών, λειτουργικών και υποκειμενικών) των οποίων η αναβάθμιση και πλήρης αξιοποίηση, είναι καταλυτικής σημασίας σε μεσοπρόθεσμο πλάνο. Στοιχεία όπως η ανταγωνιστική οικονομία, η αύξηση του ΑΕΠ, η ευέλικτη διοικητική δομή, ένα λειτουργικό εκπαιδευτικό σύστημα, η άρτια επαγγελματική και επιστημονική κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού και φυσικά η αύξηση του γηγενούς πληθυσμού. Ιδίως το τελευταίο είναι ουσιώδες σε μια χώρα με σημαντικό πρόβλημα υπογεννητικότητας, το οποίο χρήζει επείγουσας και σοβαρής κοινωνικής πολιτικής και όχι εύκολες λύσεις μέσω «εισαγωγής» ανθρώπων.
Η ανωτέρω εσωτερική εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής μπορεί μέσω διπλωματικών πρωτοβουλιών να πλαισιωθεί και να ενισχυθεί με μια εξωτερική εξισορρόπηση δια της προσέγγισης και σύναψης αμυντικών συμφωνιών με κράτη της ευρύτερης περιοχής. Οι τουρκικές βλέψεις θέτουν σε διακινδύνευση τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων όπως η Γαλλία ενώ έχουν δημιουργήσει παραστάσεις απειλής σε μια σειρά κρατών όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Συρία, τα ΗΑΕ, η Σαουδική Αραβία κ.λ.π. Εν ολίγοις δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την δημιουργία ενός κοινού μετώπου.
Κατ’ αρχάς, η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να εξοβελίσει το δόγμα «δεν διεκδικούμε τίποτα» γιατί στέλνει λάθος μήνυμα στο εξωτερικό, δίδοντας την εντύπωση μιας χώρας που είναι παθητικός δέκτης των εξελίξεων και μονίμως αμυνόμενη. Μια πολυδιάστατη διπλωματία οφείλει να κινείται αποφασιστικά τόσο σε διμερές όσο και σε πολυμερές επίπεδο, δημιουργώντας διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας τόσο με κρατικούς όσο και μη κρατικούς φορείς της παγκόσμιας κοινότητας. Να καταγγέλλει σε κάθε ευκαιρία την παραβατική συμπεριφορά της Άγκυρας σε διεθνείς οργανισμούς, fora και στον διεθνή Τύπο με σκοπό την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης, την γνωστοποίηση και προώθηση των ελληνικών θέσεων, την αποδόμηση της τουρκικής προπαγάνδας και την επισήμανση της αυταρχικής φύσης και των αποσταθεροποιητικών ενεργειών του καθεστώτος Erdoğan. Η στενή συνεργασία με πολιτικά ενεργούς κύκλους της ομογένειας και ιδίως η ενεργοποίηση του ελληνικού lobby στις ΗΠΑ και ο συντονισμός του με το αντίστοιχο εβραϊκό και αρμενικό με στόχο την από κοινού δράση, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο προώθησης των εθνικών συμφερόντων.
Η μακραίωνη ελληνική ιστορία και πολιτιστική κληρονομιά που ακόμα και σήμερα ασκούν γοητεία και προκαλούν θαυμασμό στο παγκόσμιο στερέωμα, μπορούν να εργαλειοποιηθούν στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής διπλωματίας. Μέσω εκστρατειών προβολής της ελληνικής συμβολής στον παγκόσμιο πολιτισμό, την δημιουργία εδρών ελληνικών σπουδών σε ξένα πανεπιστήμια, την υποστήριξη, συνεργασία και από κοινού διοργάνωση εκδηλώσεων με ήδη υπάρχοντα τμήματα ελληνικών σπουδών σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής και την ανάδειξη ελληνικών μνημείων ανά τον κόσμο, ενισχύονται οι πολιτιστικοί δεσμοί με άλλα κράτη και εθνοτικές ομάδες και προωθείται μια θετική εικόνα της χώρας που μπορεί να «εξαργυρωθεί» σε υποστήριξη στα διάφορα εθνικά θέματα. Με άλλα λόγια, αυξάνεται το απόθεμα της μαλακής ισχύος της χώρας (soft power).
Η φύση της διεθνούς κοινότητας είναι κατά βάση συντηρητική και δεν είναι υπέρ των ραγδαίων και απότομων αλλαγών που συνήθως προκαλούν αποσταθεροποιητικές τάσεις στο παγκόσμιο αλλά και στα περιφερειακά συστήματα. Η έντονη ρητορική που έχει αναπτύξει ο Erdoğan τόσο ως απόρροια των νεοοθωμανικών φιλοδοξιών του όσο και λόγω του εσωτερικού ανταγωνισμού εθνικιστικής πλειοδοσίας προς άγρα ψήφων, έχει δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερες προσδοκίες από όσες μπορεί να υλοποιήσει. Από τη μία η σθεναρή στάση χωρών όπως η ελληνική στον Έβρο και η αιγυπτιακή στην Λιβύη αποτρέπει την εκπλήρωση των υπερφίαλων σχεδίων του, από την άλλη μια ηχηρή υπαναχώρησή του από τα σχέδια αυτά θα συνιστούσε βαριά πολιτική ήττα. Επειδή μια ταπείνωση της Τουρκίας θα δρομολογούσε σημαντικές εσωτερικές εξελίξεις με αποσταθεροποιητικές συνέπειες τόσο για την ίδια όσο και για την ευρύτερη περιοχή, είναι πολύ πιθανό ορισμένοι παράγοντες της διεθνούς κοινότητας να ασκήσουν πιέσεις στην Ελλάδα ώστε να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η διάθεση για διάλογο είναι γενικώς χρήσιμη επικοινωνιακά καθώς προωθεί διεθνώς την εικόνα μιας χώρας που δεν είναι αδιάλλακτη και επιθυμεί την ειρηνική επίλυση των διαφόρων ζητημάτων. Εξου και αρκετές φορές ένας διάλογος μπορεί να είναι καθαρά προσχηματικός, χωρίς διάθεση συμβιβασμού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το ερώτημα είναι τι ακριβώς περιλαμβάνει αυτός ο διάλογος και με ποιους όρους διεξάγεται. Η Ελλάδα παρουσιάζεται υπέρ του διαλόγου αλλά επί των συγκεκριμένων ζητημάτων που αναγνωρίζει ως ελληνοτουρκικές διαφορές, ήτοι τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στη βάση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και όχι επί μιας συνεχώς διευρυνόμενης τουρκικής agendas που βρίθει παράλογων και ανιστόρητων ιμπεριαλιστικών αξιώσεων. Η ελληνική πλευρά οφείλει να καταδείξει το άτοπο των τουρκικών αιτιάσεων περί δήθεν άδικης διευθέτησης του ζητήματος του Αιγαίου, αιτιάσεις οι οποίες σκοπίμως αποσιωπούν το αντίστοιχο ιστορικό πλαίσιο. Ένα ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αφενός η Τουρκία ήταν στο στρατόπεδο των ηττημένων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αφετέρου η Ελλάδα είχε απολέσει τις προαιώνιες εστίες της στα παράλια της Μικράς Ασίας, στον Πόντο και αλλού, συνεπεία γενοκτονιών και πολιτικών εθνοκάθαρσης εκ μέρους των Τούρκων. Πέραν όμως των όποιων ιστορικών επιχειρημάτων, καθοριστικής σημασίας είναι η παρουσίαση των ελληνικών θέσεων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συμπορεύονται με τα ευρύτερα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων βάσει μιας καθαρά ρεαλιστικής οπτικής. Επί παραδείγματι μπορεί να επισημανθεί η ταύτιση των τουρκικών θέσεων στην ανατολική Μεσόγειο με τις αντίστοιχες κινεζικές στη νότια και ανατολική Σινική θάλασσα που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα συμμαχικών με τις ΗΠΑ χωρών και γενικότερα με τα αμερικανικά συμφέροντα.
Επιπροσθέτως, είναι σημαντικό να δοθεί ένα σαφές μήνυμα στην Άγκυρα ότι η προσφιλής τακτική της να εργαλειοποιεί μειονότητες άλλων χωρών με πρόσχημα την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και απώτερο στόχο την μετατροπή τους σε όχημα προώθησης των συμφερόντων της, όπως επιχειρεί με το «καπέλωμα» της ελληνικής θρησκευτικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, μπορεί να λειτουργήσει αμφίδρομα. Η Τουρκία έχει αρκετά φοβικά σύνδρομα σε σχέση με την δια της βίας επιβληθείσα από τον Kemal, τουρκική εθνική ταυτότητα σε ένα μεγάλο αριθμό εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων εντός αυτής. Την εποχή της ελεύθερης διακίνησης της πληροφορίας (internet) και της ευαισθησίας σε θέματα προάσπισης της θρησκευτικής – πολιτισμικής ετερότητας, τόσο μέσω διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΗΕ όσο και μέσω ανθρωπιστικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, δύναται να επιτευχθεί ευκολότερα μια άμεση επαφή με εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες (Πόντιοι Έλληνες, Ασσσύριοι, Κούρδοι, Άραβες, Αλεβίτες κ.λ.π.) προκειμένου να στηριχθούν στην προσπάθειά τους για εθνική αφύπνιση και διασφάλιση των μειονοτικών τους δικαιωμάτων. Μια τέτοια προοπτική θα φέρει την Άγκυρα σε θέση άμυνας και θα την κάνει πιο επιφυλακτική ως προς την ανάμιξή της σε εσωτερικά ζητήματα άλλων χωρών.
Εν κατακλείδι, η αντιμετώπιση της εν λόγω απειλής απαιτεί σοβαρό σχεδιασμό, έξυπνες κινήσεις στο επιχειρησιακό και διπλωματικό πεδίο και όχι εύκολα καλέσματα σε γιούρια από διάφορους αυτοανακηρυγμένους αναλυτές. Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις ψυχολογικές επιχειρήσεις που διεξάγει η αντίπαλη πλευρά και αποτελούν σημαντικό τμήμα του υβριδικού οπλοστασίου της. Κυρίως μέσω της διάδοσης ψευδών ειδήσεων, επιχειρεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, στοχεύοντας μεταξύ άλλων στην πρόκληση σύγχυσης στην κοινωνική βάση της άλλης πλευράς, τη θραύση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμικά υπεύθυνους για την διαχείριση της κρίσης και την πρόκληση εσωτερικής αναταραχής. Προς τούτο απαιτείται μεγάλη σύνεση και εγκράτεια ώστε να μην αναπαράγεται, πόσο μάλλον να υιοθετείται άκριτα η προπαγάνδα της Άγκυρας στο εσωτερικό της χώρας, δημιουργώντας διχαστικές τάσεις. Η ύπαρξη ενός αρραγούς εσωτερικού μετώπου την ώρα εκδήλωσης μιας κρίσης, λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της εθνικής ισχύος.
Γράφει ο Γιώργος Παπαπολυχρονίου