Από τις 05:00 της 14ης Αυγούστου, οι Τούρκοι με βομβαρδισμούς από τα αεροσκάφη τους που άρχισαν να πετούν από πάνω μας και να ρίχνουν βόμβες κάθε τύπου και βάρους, μας ενημέρωναν έμμεσα για το ναυάγιο των συνομιλιών της Γενεύης.
Μόλις έφθαναν τους τριακόσιους
Ηταν το ξεκίνημα του Αττίλα ΙΙ, αφηγείται ο τελευταίος Στρατοπεδάρχης της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου), αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος. Το στρατόπεδο βρισκόταν δίπλα στη Λευκωσία, στον δρόμο προς τον Γερόλακο.
Υποστηριζόταν από δύο λόχους των περίπου 100 ανδρών (2ος και 4ος Λόχος) και ορισμένα τμήματα του Λόχου Διοικήσεως, όπως οι μουσικοί, το μηχανικό, οι γραφείς οι στρατονόμοι και άλλοι.
Μόλις που έφθαναν τους τριακόσιους, πιθανόν να τους ξεπερνούσαν κατά τι. Ολοι αυτοί οι άνδρες ήμασταν καταταλαιπωρημένοι από τον α’ γύρο του πολέμου (Αττίλας Ι). Υποφέραμε από τη ζέστη, την έλλειψη νερού και φαγητού καθώς και αϋπνία.
Η κρούση της πρώτης επίθεσης ήταν εξαιρετικά βίαιη κυρίως λόγω των βομβών ναπάλμ από τον αέρα. Σ’ όλη τη διάρκεια των βομβαρδισμών χωνόμαστε μέσα σε χωμάτινα ορύγματα και μόλις οι Τούρκοι έφθαναν σε απόσταση βολής τους χτυπούσαμε με φονικό πυρ, αναφέρει στο χρονικό των μαχών ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Πολεμιστών Ελληνικής Δύναμης Κύπρου 1974.
Κατεστραμμένες υποδομές στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς
Ολη η Κύπρος έπεφτε από την προέλαση των Τούρκων και στην ΕΛΔΥΚ η καλύτερη δύναμή τους δεν είχε προχωρήσει ούτε μέτρο. Ενώ οι επιθέσεις διαδέχονταν η μια την άλλη χωρίς κανένα αποτέλεσμα, οι τριακόσιοι ΕΛΔΥΚάριοι κράτησαν και δεν χάσανε το στρατόπεδο ώσπου ήρθε η 16η Αυγούστου.
Ανοιξαν οι πύλες της κολάσεως
Αυτή η μέρα δεν μπορεί να περιγραφεί με τίποτα. Ανοιξαν οι πύλες της κολάσεως. Ενίσχυση δεν ερχόταν, αλλά και ο απεγκλωβισμός μας δεν απασχολούσε κανέναν. Πίστευαν ότι τελικά δεν θα ζούσαμε.
Η τουρκική επίθεση ξεκίνησε με το σύνολο των δυνάμεων και των πυρών. Τ’ άρματα καβαλούσαν τα ορύγματα κι εκεί έγινε μάχη σώμα προς άρμα. Οπότε άρχισαν και οι απώλειες.
Κρατήσαμε και δεν χάσαμε το στρατόπεδο ώσπου ήρθε η διαταγή στις 13.45 από τον υποδιοικητή και Στρατοπεδάρχη Σταυρουλόπουλο Παναγιώτη για οπισθοχώρηση.
Οπισθοχώρηση βέβαια την ημέρα είναι θάνατος. Πράγματι, κινηθήκαμε προς τα πίσω στη Σχολή Γρηγορίου με σκοπό ν’ απεγκλωβιστούμε.
Μερικοί δεν ειδοποιήθηκαν εγκαίρως και έμειναν εκεί, πολεμώντας, πέφτοντας νεκροί ή τραυματίες στα χέρια των Τούρκων. Τότε σημειώθηκαν και οι πολύ μεγάλες απώλειες. Οσοι σωθήκαμε μπήκαμε κατά τις 18:00 στις γραμμές μας οπότε έγινε και η ανακωχή.
«Η γιαγιά της ΕΛΔΥΚ»
Εδώ πρέπει να μιλήσω για ένα πρόσωπο που πάντα αναφέρω με τιμή και σεβασμό. Για μια γυναίκα. Την Καλλιόπη Αβραάμ, που οι φαντάροι ονόμαζαν «γιαγιά« κι έμεινε στην ιστορία ως «η γιαγιά της ΕΛΔΥΚ», λέει ο Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος.
Αυτή η γυναίκα, όπως έμαθα, ζούσε στην περιοχή κοντά στο στρατόπεδο από τότε που με τον άντρα της άφησαν τη Λάρνακα της Λαπήθου όπου έμεναν, κάνοντας αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες.
Ταυτόχρονα, πρόσφερε την αγάπη της στους άνδρες της ΕΛΔΥΚ που τους θεωρούσε «δικά της παιδιά». Αυτή η αγάπη εκδηλωνόταν με το να τους αγοράζει τσιγάρα που της παράγγελναν και να τους τα πηγαίνει στα φυλάκια, να τους φιλεύει με φρούτα και γλυκά και βέβαια νερό, το πολύτιμο νερό για τα διψασμένα παλληκάρια, ιδιαίτερα τα ζεστά καλοκαίρια της Λευκωσίας.
Αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα, λοιπόν, ακόμα και όταν πέθανε ο άντρας της το 1969, συνέχισε μόνη της και πιο αφοσιωμένα να προσέχει τα «παιδιά» της που ξεροστάλιαζαν στις σκοπιές, προστατεύοντας τη Λευκωσία από τα δυτικά, απέναντι ακριβώς από την ΤΟΥΡΔΥΚ και τον τουρκικό τομέα.
«Εγώ είμαι γριά»
Κατά την εκεχειρία μεταξύ Αττίλα Ι και ΙΙ – έμαθα αργότερα, μετά τον πόλεμο – ότι η γιαγιά έφυγε και πήγε στη Λευκωσία για να φέρει στα παιδιά της που βρίσκονταν στην «πρώτη γραμμή» ό,τι της ζητούσαν, από καφέ και τσιγάρα μέχρι καραμέλες για να έχουν στο στόμα τους την ώρα της μάχης (όπως της είπαν) και καρπούζια.
Μάταια τα βιολογικά παιδιά της στον Αγιο Δομέτιο προσπαθούσαν να τη μεταπείσουν να μείνει μακριά από τα πεδία των μαχών. Ο τελευταίος διάλογος μαζί τους ήταν πολύ έντονος αλλά η γιαγιά αμετάπειστη.
«Η γιαγιά της ΕΛΔΥΚ»
Από μαρτυρία που μου έδωσαν τα εγγόνια της, ο γαμπρός της, ο Σάββας, της φώναζε μέσα στην αυλή του σπιτιού τους όταν την είδαν για τελευταία φορά: «Μα, αν θα μείνεις στο στρατόπεδο, θα σκοτωθείς».
Κι εκείνη με πείσμα του απάντησε: «Εγώ είμαι γριά. Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ η παλιόγρια»;
Αλλά κι΄ εγώ, όταν τη συνάντησα εκεί κοντά στη Σχολή Γρηγορίου, της είπα να φύγει, να πάει στην ασφάλεια των μετόπισθεν, με τα παιδιά της. Τότε εκείνη ψευδώς, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, μου απάντησε: «Δεν έχω παιδιά».
Σκοτώθηκε από βόμβα
Προφανώς μου είπε αυτό το ψέμα μόνο και μόνο για να μείνει με τα «θετά» παιδιά της… τους υπερασπιστές του στρατοπέδου. Λίγο νερό μπορούσε να κουβαλήσει, όσο άντεχαν τα γέρικα πόδια της, για να βρέξουν οι λεβέντες της το πικρό τους στόμα και το κουβαλούσε αγόγγυστα.
Πέρα από το λίγο ψωμί που μπορούσε να προσφέρει, φρόντισε στον πρώτο γύρο να στείλει όλα τα πουλερικά της στην επιμελητεία της ΕΛΔΥΚ να τα φάνε οι λεβέντες της και να στυλωθούν στα πόδια τους… Λίγα ήταν αυτά που είχε, αλλά τα πρόσφερε… Κι έμεινε εκεί μαζί μας…
Απ’ ό,τι έμαθα, τελευταία φορά την είδαν φευγαλέα στον Αγιο Δομέτιο, τη 14η Αυγούστου 1974, με την έναρξη της τουρκικής επίθεσης, να φεύγει από την εκκλησία όπου είχε πάει βιαστικά να μεταλάβει για τη γιορτή της Παναγίας, που ήταν την επομένη, και να έρχεται προς το στρατόπεδο το οποίο βαλλόταν από παντού.
Η Καλλιόπη Αβραάμ σκοτώθηκε την 16η Αυγούστου 1974 από βόμβα και βρέθηκε μαζί με 19 άνδρες της ΕΛΔΥΚ μέσα στο κτίριο της Σχολής Γρηγορίου.
Γι αυτόν τον λόγο την έθαψα μαζί με τους νεκρούς άντρες μου στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο της Λακατάμιας. Την έθαψα μαζί με τους λοχαγούς μου. Σαν στρατιώτη. Με τιμές στρατιώτη.
Η πατρίδα λάμπει δια της απουσίας της
Αυτοί οι ήρωες και όλοι οι υπόλοιποι που καταφέραμε και επιβιώσαμε πιστεύουμε ότι πράξαμε στο ακέραιο το καθήκον μας απέναντι στην πατρίδα. Η πατρίδα όμως όλα αυτά τα χρόνια έλαμψε και εξακολουθεί να λάμπει δια της απουσίας της, επισημαίνει ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Πολεμιστών Ελληνικής Δύναμης Κύπρου 1974.
Στην πατρίδα μας την Ελλάδα όμως όλα μπορεί να συμβούν. Το τι υποστήκαμε από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, από τη φρίκη και την αγριότητα του πολέμου, με νωπές τις μνήμες της αθλιότητας και τα βιώματά μας, δεν περιγράφεται.
Περιμέναμε από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να μας καλέσουν κάποια στιγμή όταν ηρεμήσουν τα πράγματα και να μας δώσουν να καταλάβουμε ότι η πολιτεία αναγνωρίζει των αγώνα μας, την προσφορά μας και ότι μας τιμούν ως ήρωες πολέμου.
Αντ’ αυτών όμως εισπράξαμε αδιαφορία, εγκατάλειψη, κλειστές πόρτες, περιφρόνηση και βέβαια το στίγμα του χουντικού. Λες κι εμείς οι έφεδροι, που μας έστειλε στην Κύπρο η ίδια μας η πατρίδα για να την υπηρετήσουμε, οργανώσαμε και κάναμε το πραξικόπημα.
Βοήθεια δεν φαινόταν
Ο στρατοπεδάρχης Σταυρουλόπουλος θα πει για τη διαταγή απαγκίστρωσης και το τέλος της ηρωϊκής μάχης: Εφεδρείες δεν υπήρχαν, τεθωρακισμένα δεν είχαμε, αντιαρματικά δεν υπήρχαν, οι άνδρες είχαν υπερβεί κατά πολύ τα όρια της αντοχής τους, οι απώλειες ήταν βαριές και αυξάνονταν λεπτό με λεπτό, τα άρματα των Τούρκων θα έκλειναν σαν λαβίδα την όλη παράταξη αμύνης, εγκλωβίζοντας όλους τους μαχόμενους ακόμα υπερασπιστές του στρατοπέδου και βοήθεια δεν φαινόταν από πουθενά.
Κατόπιν τούτου, διαβλέποντας τον φανερό κίνδυνο αποκοπής των δύο λόχων τυφεκιοφόρων που ακόμα κρατούσαν τις γραμμές τους παρά την πίεση των Τούρκων και την έλλειψη αντιαρματικών, αφού βασανίστηκα πολύ να πάρω την απόφαση που πήρα, προτίμησα να σώσω όσους από τους στρατιώτες μου μπορούσαν να σωθούν και διέταξα σύμπτυξη και απαγκίστρωση εν ημέρα και υπό την ισχυράν πίεσιν του εχθρού, περί την 13:30.
Ηξερα ότι αυτή η απόφαση μπορούσε να μου στοιχίσει Στρατοδικείο, αλλά προτίμησα να σώσω τα φαντάρια μου που πολεμούσαν επί τριήμερο σαν λιοντάρια.
Αν σήμερα βρισκόμουν εκεί και θα έπρεπε να πάρω πάλι αποφάσεις όπως και τότε, ακριβώς τις ίδιες θα έπαιρνα. Θα είχα μείνει και θ’ αντιμετώπιζα τους Τούρκους όπως το ’74.
«Καλώς, Παναγιώτη, πήγαινε»
Οσο για την κατάληξη, είναι χαρακτηριστική η στιχομυθία που είχα με τον διοικητή της ΕΛΔΥΚ όταν μετά το πέρας της απαγκίστρωσης και το προσκλητήριο που έγινε με τους διασωθέντες, πήγα εκεί όπου είχε μεταφερθεί το διοικητήριο να του αναφέρω. Μπήκα μέσα και χαιρέτησα.
– Ελα, Παναγιώτη, πες μου τι έγινε.
Τούρκοι στρατιώτες βάζουν την τουρκική σημαία στην πύλη του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ μετά την κατάληψή του
– Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω (….) Με τα μέχρι τώρα στοιχεία έχουμε απόντας περί τους 90 άνδρας, ανάμεσά τους δύο λοχαγούς οι οποίοι έχουν αναγνωρισθεί ως πεσόντες.
– Καλώς, Παναγιώτη, πήγαινε.
– Καλώς, κύριε διοικητά; Τι καλώς; Γιατί μας εγκαταλείψατε; Αν μας στέλνατε τις ενισχύσεις που σας ζητούσα, οι Τούρκοι δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβουν το στρατόπεδο. Γιατί σταμάτησε κύριε διοικητά το πυροβολικό την πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης; Γιατί μας αφήσατε στη μοίρα μας;
– Είπα καλώς, κύριε Σταυρουλόπουλε. Πηγαίνετε…