Συνέντευξη στο Θ. Ασβεστόπουλο του Πρόεδρου του Συλλόγου «ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ ΚΥΠΡΟΥ 1974» Νίκου Αργυρόπουλου
Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης του στο ΚΑΝΑΛΙ 1 ο πρόεδρος του Συλλόγου «ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ ΚΥΠΡΟΥ 1974» Νίκος Αργυρόπουλος περιγράφει όσα έγιναν και όσα έζησε ο ίδιος κατά την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο αλλά και όσα ακολούθησαν στο πολιτικό παρασκήνιο της εποχής εκείνης. Παράλληλα όμως μας μιλάει εκ βάθους καρδίας για τις συνέπειες που βιώνουμε έως σήμερα ως ελληνικό έθνος μέσα στην πορεία των σαράντα χρόνων που ακολούθησαν την κυπριακή τραγωδία.
-Να περάσουμε τώρα κύριε Αργυρόπουλε στην εισβολή του «Αττίλα» και το πως ξεκίνησε..
Η 39η Μεραρχία των Τούρκων που ήταν στη Μερσίνα, το λιμάνι στα παράλια απέναντι από τις βόρειες ακτές της Κύπρου, στις 8 Ιουνίου 1974, ένα μήνα και μια εβδομάδα πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, μπήκε σε αυστηρά επιφυλακή
. Ανακλήθηκαν όλες οι άδειες αξιωματικών, υπαξιωματικών και οπλιτών και απαγορεύτηκε η απομάκρυνση από τη θέση τους από τον διοικητή, τον Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ που ηγήθηκε της εισβολής στην Κύπρο, μέχρι τον τελευταίο φαντάρο. Αυτό σε απλή στρατιωτική γλώσσα σημαίνει «πάμε για πόλεμο». Αυτό το γνώριζαν και η Αθήνα και η Λευκωσία. Και τι έκαναν; Απολύτως τίποτα! Πλέον είμαι βέβαιος ότι όλα ήταν σχεδιασμένα από πριν. Το σχέδιο ήταν να θυσιαστεί η Κύπρος ως άλλη Ιφιγένεια, για να μπορέσει το μετέπειτα καθεστώς να εδραιωθεί, να μας κάτσει στο σβέρκο και να μας οδηγήσει εδώ που μας οδήγησε σήμερα.
-Εσείς κ. Αργυρόπουλε πως ζήσατε την 20η Ιουλίου 1974; Ποιά είναι η προσωπική σας μαρτυρία από εκείνη τη μέρα;
-Μετά το εγερτήριο κατά τις 6 το πρωί βρισκόμουν στο χώρο αναφοράς της επιλαρχίας του στρατοπέδου που υπηρετούσα και πήγαινα προς το εστιατόριο. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα ακούσει κάποια σειρήνα, όμως τότε πέρασαν πάνω από το κεφάλι μου δύο στρατιωτικά αεροπλάνα σε πάρα πολύ χαμηλό ύψος, τα οποία έριξαν βόμβες σε μια διπλανή συνοικία
στην Αθαλάσσα, όπου υπήρχε μία μονάδα του πυροβολικού. Αν έπεφταν οι βόμβες πάνω στο στρατόπεδο το δικό μας στην Παλλουριώτισσα, θα μας είχαν αφανίσει. Δεν ξέρω αν είχαν στόχο το πυροβολικό ή εμάς, πάντως δεν ευστόχησαν σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Εκείνη τη στιγμή βέβαια τα χάσαμε, αναρωτηθήκαμε που βρέθηκαν τα αεροπλάνα αφού η Κύπρος δεν είχε πολεμικά αεροπλάνα. Καταλάβαμε ότι οι Τούρκοι άρχισαν τον πόλεμο εναντίον μας.
Πεταγόμαστε όλοι πάνω,ανεβαίνουμε πάνω στα άρματα και ξεκινάμε. Εγώ ήμουν αρχηγός πληρώματος σε ένα Marmon-Herrington. Βγαίνουμε από τη μονάδα και κατευθυνόμαστε βόρεια προς το Κιόνελι, έναν τουρκοκυπριακό θύλακα, άριστα εξοπλισμένο και οχυρωμένο από χρόνια. Το Κιόνελι είχε μπροστά του αντιαρματική τάφρο, πίσω από την τάφρο είχε σειρές πολυβόλων και μέσα είχανε όλμους και πυροβολικό. Από εκεί ήταν που δεχόμασταν πυρά. Ήταν απορίας άξιο πως βρέθηκε εκεί το πυροβολικό, αν και γνωρίζαμε ότι το Κιόνελι ήταν «κράτος εν κράτει» από την τουρκική ανταρσία του 1963. Από εκεί δεχτήκαμε καταιγιστικά πυρά και δεν μπορούσαμε να περάσουμε την τάφρο, ενώ δεχόμασταν πυρά και από αεροπλάνα.
Στους Τούρκους πιλότους διαπίστωσα το εξής από τις πρώτες ώρες του πολέμου. Όπως τους ρίχναμε με το αντιαεροπορικό πολυβόλο, η κάθε πέμπτη σφαίρα ήταν τροχιοδεικτική. Βλέποντας οι Τούρκοι τις τροχιοδεικτικές σφαίρες, δηλαδή πυρά μπροστά τους, φοβόντουσαν και έφευγαν, δεν κατέβαιναν στη μάχη. Το κατάλαβα αμέσως και όποτε έβλεπα ότι κατέβαινε αεροπλάνο και ετοιμαζόταν να επιτεθεί, τη στιγμή που θεωρούσα κατάλληλη έριχνα, έβλεπε ο πιλότος τις τροχιοδεικτικές και έφευγε. Τότε κι εγώ το καθιέρωσα. Αυτό όμως σταμάτησε όταν ανέλαβαν τα τούρκικα μαχητικά αεροσκάφη Άγγλοι πιλότοι, οι οποίοι έρχονταν σε πολύ χαμηλό ύψος από μακριά, για να μη μπορούμε ν’ ακούσουμε τον ήχο του αεροπλάνου και από την πλευρά του ήλιου για να μη μπορούμε να τους δούμε. Φάνηκε η διαφορά, γιατί οι Τούρκοι φοβόντουσαν πάρα πολύ, επιτίθεντο από πολύ ψηλά, έριχναν τις βόμβες και έφευγαν, δεν ρισκάρανε. Παρ’ όλα αυτά ρίξαμε τις τρεις πρώτες μέρες 25 αεροπλάνα, χώρια τα ελικόπτερα.
Μετά από το Κιόνελι πήγαμε στο Γερόλακκο. Είχαμε λίγα άρματα και μας μετακινούσαν διαρκώς γιατί έπρεπε να καλύψουμε όλη την εμπόλεμη ζώνη με τα 80 άρματα που είχε η Εθνική Φρουρά, ώστε να ανταποκριθούμε στις ανάγκες του πολέμου. Από τη μία άκρη του μετώπου ως την άλλη αναγκαζόταν η Διοίκηση να μετακινεί τμήματα συνεχώς πότε εδώ πότε εκεί, όπου υπήρχε η μεγαλύτερη ανάγκη. Η αποστολή μας ήταν να υπερασπιστούμε τη Λευκωσία και τους στρατηγικούς της στόχους, με κυριότερο το αεροδρόμιο. Εκεί, από την πρώτη στιγμή του πολέμου, πήγε η Εθνική Φρουρά μετμήματα πεζικού και άρματα μάχης (Marmon – Herrington και Τ-34). Σε ένα από αυτά τα άρματα ήταν επικεφαλήςο ήρωαςΑρχιλοχίαςΘανάσης Φωτόπουλος, από την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος έπεσε μαχόμενος σαν λιοντάρι το απόγευμα της 23ηςΙουλίου, δηλαδή κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης εκεχειρίας.
Η άλλη πλευρά εκτός από το σύνταγμα της Τουρκικής Δύναμης Κύπρου, τις δυνάμεις της απόβασης και τους αλεξιπτωτιστές, είχε και τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι ήταν οργανωμένοι στην παραστρατιωτική οργάνωση ΤΜΤ – η οποία ιδρύθηκε λίγο πριν το τέλος της αγγλοκρατίας – με 27 τάγματα πλήρως στελεχωμένα και εξοπλισμένα, που πολλοί άντρες της όμως φορούσαν πολιτικά. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων κάποια στιγμή είδα να μας επιτίθενται τμήματα ενόπλων με πολιτικά ρούχα, κάτι που σαν εικόνα με αιφνιδίασε. Βέβαια αυτοί αντιμετωπίστηκαν εύκολα.
-Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι χάρη στους Τούρκους την εισβολή που έκαναν αποκαταστάθηκε η Συνταγματική τάξη στην Κύπρο και έπεσε η Χούντα στην Ελλάδα, τότε στη συνέχεια ο «Αττίλας» γιατί δεν αποχώρησε;
-Μα από τους πολιτικούς που ηγήθηκαν στη συνέχεια της Ελλάδας και της Κύπρου δεν ζήτησε κανείς να φύγουν οι Τούρκοι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έκαναν φιλίες μαζί τους, αγνόησαν τους αιχμαλώτους πολέμου και τους βάφτισαν «αγνοούμενους»! Δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να κρατάς το παιδί μου αιχμάλωτο και παράλληλα να είμαστε και φίλοι. Τώρα όμως τι κάνουν; Αγνόησαν προκλητικά τη θυσία όσων έπεσαν και όλων όσων πολέμησαν και κράτησαν με τα δόντια το 63% της Κύπρου ελεύθερο και έκτοτε προσπαθούν με μύριες όσες μεθοδεύσεις να βρουν τρόπο για να εκτουρκίσουν ολόκληρο το νησί! Τι ήταν το σχέδιο Ανάν; Και όλα αυτά που εκπονούν τώρα, με τις «προσεγγίσεις» και τις «συζητήσεις»; Πως ξεχνούν όλο αυτό το αίμα που χύθηκε, τους βιασμούς, τους ξεριζωμούς, τόσο θρήνο, τόση καταστροφή;
Ψάχνουν το άλλοθι για να δώσουν το 63%, αυτό που εμείς κρατήσαμε ελεύθερο. Τους πίκρανε πολύ που δεν αφήσαμε να χαθεί και αυτό. Όπως αποδεικνύουν τα όσα έγιναν αυτά τα 40 χρόνια που πέρασαν, σκοπός από τότε ήταν να καταληφθεί από τον Αττίλα ολόκληρη η Κύπρος και σε αυτό το έγκλημα που συνεχίζεται και στις μέρες μας συνεργοί είναι οι ταγοί της Ελλάδος και της Κύπρου. Το ότι δεν πήραν οι Τούρκοι το καλοκαίρι του 1974 την Πάφο οφείλεται στον Πλωτάρχη Λευτέρη Χανδρινό. Το ότι δεν πήραν ολόκληρη την Κύπρο οφείλεται σε αυτούς που πολέμησαν με αυτοθυσία υπέρ βωμών και εστιών. Στους υπέρ Πίστεως και Πατρίδος πεσόντες. Σε αυτά τα παλικάρια που έχασαν τη ζωή τους, που τραυματίστηκαν, που ακρωτηριάστηκαν και σε όλους όσους πολέμησαν και έβαλαν τα στήθια τους μπροστά για να μείνει η Κύπρος ελεύθερη. Όλες αυτές οι μάχες που δόθηκαν δεν ήταν τηλεοπτικές, ήταν πραγματικές, είχαν νεκρούς, είχαν ακρωτηριασμένους, είχαν τραυματίες, είχαν αιχμαλώτους τους οποίους στην συνέχεια η Πολιτεία αγνόησε.
-Τι δεν έπραξε όμως σωστά η Ελληνική πλευρά και ο «Αττίλας» κατάφερε να προωθηθεί τόσο πολύ;
Όταν έγινε στην Ελλάδα η μεταπολίτευση, κατ’ εμέ μετάλλαξη, στις 24 Ιουλίου 1974, οι Τούρκοι κατείχαν μόλις το 2% της Κύπρου και αυτό όχι ενιαίο. Κατείχαν τρία σημεία, στο Πεντεμίλι, στο Κιόνελι και στην Αγύρτα. Εμείς «τους είχαμε» τους Τούρκους και θα τους πετάγαμε στη θάλασσα, αλλά τους έσωσε η «εκεχειρία» η οποία προκάλεσε όλο το δράμα. Όταν έγινε η εκεχειρία αυτοί προωθούντο, η δική μας πλευρά είχε διαταγή «μην ρίχνετε γιατί είναι εκεχειρία», κάποιοι που δεν καταλάβαιναν από τέτοια έλεγαν «χτυπάνε αυτοί χτυπάμε και ‘μείς» και απαντούσαν. Δεν υπήρχε όμως οργανωμένη, συγκροτημένη και κυρίως ενιαία αντεπίθεση από Ελληνικής πλευράς. Το Πυροβολικό για παράδειγμα ήταν δεσμευμένο γιατί τους απαγόρευσαν να χτυπήσουν. Στον Συνταγματάρχη Στυλιανό Καλμπουρτζή, Διοικητή της 181 ΜΠΠ, του απαγόρευσαν να χτυπήσει τους Τούρκους, από το Συγχαρί όπου βρισκόταν, ο οποίος μπορούσε όχι μόνο να σταματήσει την προώθησή τους αλλά και να τους αφανίσει.
Ξεκίνησαν να προωθούνται από την εκεχειρία που συμφωνήθηκε το απόγευματης 22ας Ιουλίου και κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης εκεχειρίας το 2%, που ήταν τρία σημεία, αυξήθηκε σε 18% και έγινε ενιαίος χώρος, στον οποίο διαρκώς αποβίβαζαν νέες δυνάμεις. Δεν έγινε μόνο μέσα σε μια μέρα η δεύτερη απόβαση, αλλά συντελούνταν καθ” όλη τη διάρκεια της εκεχειρίας.
Από τις 23 Ιουλίου μέχρι τις 14 Αυγούστου διεξήχθησαν πολύ σκληρές μάχες, στη Λευκωσία, στη Λάπηθο, στον Καραβά, στο Ύψωμα 1023, στο Δίκωμοκαι σε διάφορες άλλες περιοχές. Υπήρξαν πάρα πολλοί που σκοτώθηκαν σε αυτές τις μάχες, Έλληνες και Τούρκοι. Επομένως για ποια εκεχειρία μιλάμε; Ο ήρωας Αρχιλοχίας Θανάσης Φωτόπουλος σκοτώθηκε στις 23 Ιουλίου το απόγευμα στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, το οποίο υπερασπιζόταν από την πρώτη μέρα του πολέμου. Κατά τη διάρκεια αυτής της «εκεχειρίας» μια σφαίρα τον βρήκε στο λαιμό και τον έστειλε στο Πάνθεον των Ηρώων. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τα πάντα κατά την εκεχειρία και οι δικοί μας έλεγαν «μην ρίχνετε».
Στις 21 Ιουλίουσυνήλθε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, όπου συμμετείχαν Γκιζίκης, Ανδρουτσόπουλος, Μπονάνος, όλοι οι αρχηγοί όπλων των ενόπλων δυνάμεων και ο Ιωαννίδης.
Ο αρχηγός Πολεμικού Ναυτικού Αραπάκης είπε: «Έχω έξω από την Κυρήνεια δύο υποβρύχια με 14 τορπίλες – πυραύλους έκαστον. Λογικά και μαθηματικά ΚΑΝΕΝΑ από τα 11 τούρκικα πλοία δεν μπορεί να ξεφύγει».
Ο αρχηγός Πολεμικής ΑεροπορίαςΠαπανικολάου είπε: «Έχω τα φάντομς τα οποία από την Κρήτη φτάνουν στην Κύπρο σε 9 λεπτά. Οι Τούρκοι δεν τα διαθέτουν και δεν μπορούν να μας αντιμετωπίσουν. Φυσιολογικά δεν γλιτώνει κανείς».
Ο αρχηγός Στρατού Ξηράς Γαλατσάνος είπε: «Έχω έτοιμο το Πυροβολικό στον Έβρο για βολές. Οι τούρκοι δεν μπορούν να περάσουν και η άμυνα είναι πλήρως εξασφαλισμένη».
Παίρνουν λοιπόν διαταγήκαι οι τρεις από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας που συσκέφθηκε μία μέρα μετά την εισβολή, να χτυπήσουν και να τελειώσει η ιστορία εκεί.
Αυτή η διαταγή αν και δενανακλήθηκε, δεν εκτελέστηκε ποτέ. Όλα αυτάτα αποκάλυψε ο δικηγόρος Γιώργος Αλφαντάκης με στοιχεία.
Στις 24 Ιουλίου άλλαξε η κυβέρνηση στην Αθήνα, με την πτώση της Χούντας και υποτίθεται ότι από κει και μετά θα άλλαζαν τα πάντα. Αυτό όμως που μπορούσαμε να πετύχουμε, να τους πετάξουμε στη θάλασσα, δεν το επέτρεψε η «εκεχειρία». Έρχεται τότε ο Καραμανλής και όλοι οι άλλοι, και λέει ότι «η Κύπρος κείται μακράν και δεν στέλνω ούτε πουλί».
Έρχεται δηλαδή ο Καραμανλής στις 24 Ιουλίου κι αντί να δώσει διαταγή στους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων να χτυπήσουν τους Τούρκους και να τους αφανίσουν, αφήνει τους εχθρούς να αναπτυχθούν, να προωθήσουν τις δυνάμεις τους και στις 14 Αυγούστου, αφού έχουν κατεβάσει στην Κύπρο τη… μισή Τουρκία, να μετατρέψουν τα κατεχόμενα σημεία του 2% του Κυπριακού εδάφους σε ενιαίο χώρο που κατελάμβανε το 18%.
Αυτά τα ομολογεί και ο στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, διοικητής της 39ηςΜεραρχίας που έκανε την απόβαση στην Κύπρο, ο οποίος στο βιβλίο του ομολογεί ότι «τρέμαμε στις 22 Ιουλίου, αλλά ευτυχώς έγινε η εκεχειρία». Στις 21 Ιουλίου το βράδυ στο επιτελείο των τουρκικών δυνάμεων που είχαν κάνει την απόβαση στην Κύπρο, έκαιγαν έγγραφα γιατί το είχαν σίγουρο ότι θα τους πετάξουμε στη θάλασσα την επόμενη μέρα αφού, όπως ομολόγησε ο διοικητής της 2ηςστρατιάς στρατηγός Σουάτ Άκτουλγκα,δεν είχαν σχέδιο απεγκλωβισμού και απαγκίστρωσής τους από την Κύπρο. Ό,τι έγγραφο ή άλλο στοιχείο είχαν το κατέστρεφαν.
Έγινεόμως η εκεχειρία, κατά τη διάρκεια της οποίας ήρθαν κι άλλα πλοία από την Τουρκία που έφεραν τεράστιο αριθμό στρατού και μεραρχίες βαρέων αρμάτων μάχης, ο «Αττίλας» προχώρησε όσο μπόρεσε να κάμψει την απεγνωσμένη αντίσταση των γενναίων αλλά εξουθενωμένων πλέον και εγκαταλελειμμένων υπερασπιστών της Κύπρου κι’ έφθασε στο σημερινό 37%.
-Αν δεν γινόταν δηλαδή αυτή εκεχειρία οι Τούρκοι δεν είχαν καμία ελπίδα. Τι σχέδιο είχαν όμως τότε αφού αποβιβάζονταν; Νόμιζαν ότι θα πήγαιναν στην Κύπρο για τουρισμό;
-Ήταν προφανές ότι οι Τούρκοι ήταν σίγουροι ότι οι, συνεργοί τους στο έγκλημα, Άγγλοι είχαν δεμένη σφιχτά την Κύπρο απ’ όλες τις πλευρές, αλλιώς δεν θα άντεχαν το φιάσκο μιας αποτυχημένης απόβασης και δοκίμασαν μεγάλη έκπληξη όταν είδαν να αντιστεκόμαστε τόσο σθεναρά. Δεν περίμεναν να βρουν αντίσταση. Ήταν προετοιμασμένοι ότι η Κύπρος θα τους παραδοθεί αμαχητί. Γι’ αυτό και μέχρι τις 22 Ιουλίου θα μπορούσαμε υπό κανονικές συνθήκες να τους είχαμε κατατροπώσει, ακόμα και χωρίς την συνδρομή της Πολεμικής Αεροπορίας. Όμως τους έσωσε η εκεχειρία γιατί αλλιώς το σχέδιο τους δεν προχώραγε.
Στις 23 Ιουλίου ξεκίνησαν πάλι αυτοί και ανακουφίστηκε ο Ντεμιρέλ και οι άλλοι στρατηγοί τους. Στους τούρκους όταν αποβιβάστηκαν είχαν πει ότι απλώς θα καταλάβουν τα εδάφη. Τα τούρκικα συντάγματα 49ο, 50οκαι 61οήταν μεταξύ τους μπερδεμένα, προσπαθούσαν επί ώρες να βρουν άκρη και έφτασαν στο σημείο ο στρατηγός Οσμάν Φαζίλ Πολάτνα υπερίπταται στο Πεντεμίλι με ελικόπτερο και να προσπαθεί να τα ξεχωρίσει και να τα βάλει σε τάξη. Ο ίδιος ο στρατηγός Ντεμιρέλ τα γράφει αυτά και παραδέχτηκε μάλιστα ότι αν αποτύγχαναν, οι τουρκικές δυνάμεις θα γύριζαν πίσω και θα σχεδίαζαν να ξαναεπιτεθούν στην Κύπρο σε πενήντα, σε εκατό χρόνια… Για να εξασφαλιστεί λοιπόν το «καλό» αποτέλεσμα που επιδίωκαν οι Τούρκοι, βρισκόταν έξω από την Κερύνεια το ελικοπτεροφόρο “HERMES” του Βασιλικού Ναυτικού της Μεγάλης Βρετανίας, απ’ όπου απονειώνονταν τα ελικόπτερά τους!
Ήταν πολύ καλά σχεδιασμένο το έγκλημα, αλλά τότε δεν μπορούσαμε να το αντιληφθούμε. Στη συνέχεια βγήκαν στο φως πολλά πράγματα όπου μάθαμε ότι οι «δικοί μας» δεν ήταν όλοι δικοί μας. Είναι πια ξεκάθαρο ότι οι πολιτικοί που ανέλαβαν τις τύχες της Πατρίδας μας από τον Ιούλιο του 1974 και μετά, ή δεν ήθελαν ή υπάκουσαν σε διαταγές να μην χτυπήσουν. Αυτό το έγκλημα στοιχειώνει τις ζωές μας από τότε και μετά. Από εκεί ξεκίνησε η κατηφόρα του Ελληνισμού και οδηγηθήκαμε στη κατάντια που φτάσαμε σήμερα. Όλες οι κυβερνήσεις από τότε και μετά αλλοίωσαν τα πάντα, συγκάλυψαν αυτό το έγκλημα και φίμωσαν όλους εμάς για να μην πούμε όλες τις αλήθειες που συνέβησαν εκεί. Κλείδωσαν το φάκελο της Κύπρου και μαζί με αυτόν και τις ευθύνες τους. Μέχρι σήμερα αφήνουν ατιμώρητο αυτό το έγκλημα και τιμωρούν αυτούς που υπερασπίστηκαν τη Μεγαλόνησο.
-Αυτό που έκρυψαν δηλαδή τόσα χρόνια ήταν ότι το σας έδιναν εντολές να αφήνετε τους Τούρκους να προχωρούν ατουφέκιστοι κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας;
-Όχι μόνο αυτό. Ενώ μπορούσαν να εμποδίσουν την προέλαση των Τούρκων, να βάλουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση και να επανέλθει η νομιμότητα στο νησί με την επάνοδο του Μακαρίου, του εκλεγμένου Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν το έκαναν. Άφησαν να ολοκληρωθεί το έγκλημα, να καταλάβουν οι Τούρκοι το 37% του εδάφους της Κύπρου, βοηθώντας τους με την ανοχή που έδειξαν κατά την προέλαση του «Αττίλα» κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, από τις 23 Ιουλίου και μετά. Είχαμε μάχες, είχαμε νεκρούς τότε.
Εκείνες τις μέρες κανένας στην Ελλάδα δενγνώριζε και δεν καταλάβαινε τι πραγματικά συνέβαινε. Στην Κύπρο το ζούσαμε καθημερινά, αφού υπήρχαν 200.000 ξεριζωμένοι. Στην Ελλάδα όμως τότε, ποιος ακούστηκε να το λέει κάπου; Αυτό που παρουσιάστηκε ως γεγονός ήταν ότι «η Χούντα των Αθηνών έφερε τους Τούρκους στην Κύπρο με το προδοτικό της πραξικόπημα». Για να σχηματιστεί στο μυαλό των Ελλήνων η πεποίθηση: «η χούντα έφερε τους Τούρκους στην Κύπρο και από κει και πέρα ανεχόμαστε την κατάσταση ως τετελεσμένο» όπως και έγινε.
Αυτή η «αντίληψη» των πραγμάτων που έκτοτε επαναλαμβάνεται διαρκώς απόόλους τους «κρατούντες» και τα φερέφωνά τους ΜΜΕ, έχει επιβάλλει την παθητική στάση του υποταγμένου στο «μοιραίο» σημερινού νεοραγιά. Μια παθητική στάση υποταγής, που εξαπλώθηκε σαν μύκητας σε όλους τους τομείς και διαμόρφωσε τη σημερινή μίζερη και γεμάτη αδιέξοδα ζωή μας.
H αλήθεια είναι ότι σε όλη την Κύπρο και ειδικά στις τάξεις τουστρατού επικράτησε ενθουσιασμός όταν μάθαμε ότι έπεσε η χούντα, έγινε μεταπολίτευση, ήρθε ο Καραμανλής. Δεχτήκαμε τα νέα με μεγάλη ανακούφιση γιατί πιστέψαμε ότι εδώ τελειώνει, άρα θα πάνε τα πράγματα στη θέση τους, άρα θα φύγουν οι Τούρκοι και ούτω καθ’ εξής. Αλλά τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Ήρθαν στη συνέχεια και φτιάξανε το φάντασμα που λέγεται φάκελος της Κύπρου, κρύβοντας τις ενοχές τους.Επαναλαμβάνω ότι δεν δίκασαν, δεν ανέκριναν, ούτε καν ρώτησαν τους υπεύθυνους, αυτούς που κατηγόρησαν ως προδότες οι ίδιοι οι ηγέτες της μεταπολίτευσης.
Ο Ιωαννίδης μέχρι το τέλος της ζωής του έλεγε: «Με αποκαλούν προδότη. Γιατί δεν με δικάζουν; Διότι φοβούνται ότι θα βγουν στο φως οι δικές τους ευθύνες και οι δικές τους προδοσίες».
-Όταν επιστρέψατε στην Ελλάδα, μετά την ολοκλήρωση της θητείας σας, τικλίμα βρήκατε; Ποιά συμπεριφορά αντιμετωπίσατε εσείς και οι συμπολεμιστές σας από την Ελληνική κοινή γνώμη;
-Επέστρεψα στην Ελλάδα τον Μάιο του 1975, δηλαδή δέκα μήνες μετά την εισβολή και συνέχισα να υπηρετώ μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 1975, οπότε επιτέλους, μετά από σχεδόν τρία χρόνιαατέλειωτης θητείας, απολύθηκα. Αντιμετωπίσαμε το εξής: Κανένας δεν έλεγε ότι έγινε πόλεμος! Γνώριζαν για «γεγονότα στην Κύπρο» και απλώς για την τουρκική εισβολή. Με την χρήση όμως μόνο του όρου «εισβολή» ο μέσος πολίτης δεν μπορούσε να καταλάβει την πραγματική διάσταση των πραγμάτων. Είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι «μπήκανε οι Τούρκοι στην Κύπρο, οι δικοί μας έφυγαν, αυτό ήταν όλο, εντάξει δεν έγινε και τίποτα». Δεν μιλούσε κανείς για πόλεμο και αυτό ξεκινούσε από τους κυβερνώντες. Φοβόντουσαν και φοβούνται ακόμα να πουν τη λέξη «πόλεμος». Επειδή είχαν ευθύνες για αυτόν τον πόλεμο, διότι δεν τον σταμάτησαν ενώ όφειλαν και μπορούσαν να τον σταματήσουν.
Δεν είπαν ότι έγινε πόλεμος γιατί ο Μακάριος πήγε στον ΟΗΕ στις 19 Ιουλίου 1974 και με την έκκληση που έκανε για επέμβαση των εγγυητριών δυνάμεων,νομιμοποίησε την εισβολή. Αυτό άλλωστε ισχυρίζονται έκτοτε και οι τούρκοι, ότι δεν έγινε πόλεμος και ότι δήθεν αυτοί απλώς «ανταποκρίθηκαν» στην έκκληση και έσπευσαν για αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξεως. Οι κυβερνώντες σε Ελλάδα και Κύπρο δεν μίλησαν ποτέ για πόλεμο και γι’ αυτό ακόμα και σήμερα δεν κάνουν λόγο για αιχμαλώτους πολέμου αλλά για «αγνοούμενους», ενώ κανονικά θα έπρεπε να τους λένε «αγνοημένους».
Υπάρχουν έγγραφα του 1995,μετά από 21 χρόνια, όπου το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας απαντάει επισήμως στον αείμνηστο Στρατηγό και ηρωικό πολεμιστή της Κύπρου Δημήτριο Μπίκο, ότι ουδέποτε στα χρόνια που παρήλθαν κηρύχτηκε επισήμως πόλεμος και γι’ αυτό ουδέποτε αναφέρθηκε κανείς σε πόλεμο. Δεν έγινε πόλεμος λοιπόν στην Κύπρο το 1974 κι ας υπήρχαν 200.000 ξεριζωμένοι και 6.000 νεκροί μόνο από την Ελληνική πλευρά! Όπως κι από την τουρκική πλευρά. Αυτοί πως σκοτώθηκαν; Σκοντάψανε σε καμιά πέτρα, έπεσαν και έσπασαν τα κεφάλια τους; Ή σκοτώθηκαν στο κυνήγι; Θέλω να πω ότι αλλοίωσαν την ιστορία. Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, έριξαν σε εμάς τους στρατιώτες που ήμασταν στην Κύπρο εκείνη την εποχή, το ανάθεμα για το πραξικόπημα που προκάλεσε όσα συνέβησαν αργότερα. Σαν να οργανώσαμε εμείς οι ίδιοι το πραξικόπημα.
-Παρά τις εντολές όμως από την πολιτική ηγεσία πρώτα και έπειτα τη στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος να μην χτυπήσουν τους Τούρκους όταν αυτοί προήλαυναν κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, κάποιοι πολέμησαν προσπαθώντας να τους σταματήσουν -Ήταν πολλοί αυτοί που ήταν πιστοί στο στρατιωτικό και πατριωτικό τους καθήκον και φυσικά αντιστάθηκαν πολεμώντας γενναία. Όμως η συνέχεια ποιά ήταν; Τόσο η πολιτική όσο και η στρατιωτική ηγεσία μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, έβγαλαν αποφάσεις με τις οποίες αλλοίωσαν κυριολεκτικά την ιστορία, αλλοίωσαν τα γεγονότα, με αποτέλεσμα να πετάξουν στα σκουπίδια τους ήρωες αξιωματικούς, αυτούς που έδωσαν την ψυχή τους για την πατρίδα, αποστρατεύοντας τους ως Συνταγματάρχες. Κάποιους άλλους όμως που απλά συνέπεσε να είναι σωματικά παρόντες στην Κύπρο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, τους ανέβασαν σε ανώτατα αξιώματα. Αυτό επετεύχθη ως εξής. Τον Νοέμβριο του 1974 ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Διονύσιος Αρμπούζης, ο οποίος αντικατέστησε τον Μπονάνο από τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου και ο Αρχηγός Στρατού Ξηράς Ιωάννης Ντάβος εκδίδουν μία διαταγή, την οποία έχουμε στο αρχείο μας ως Σύλλογος «ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ ΚΥΠΡΟΥ 1974», σύμφωνα με την οποία έπρεπε όλες οι εκθέσεις πολεμικής δράσης των Αξιωματικών, Ανθυπασπιστών και Μονίμων Υπαξιωματικών – οι οποίες συντάσσονται κατά τη διάρκεια του πολέμου, από αυτούς που ήταν παρόντες και έβλεπαν τι κάνει ή τι ΔΕΝ κάνει ο καθένας – να υποβληθούν στο Αρχηγείο και να συνταχθούν καινούριες!
Ποιοί όμως θα συνέτασσαν τις νέες εκθέσεις; Οι Αξιωματικοί που ήρθαν στην Κύπρο μετά τον πόλεμο; Μπορεί να ήταν πολύ καλοί Αξιωματικοί, αλλά όταν γινόταν ο πόλεμος στην Κύπρο, αυτοί ήταν στην Καλαμάτα, στην Πρέβεζα, στην Ξάνθη, σε νησιά… Που γνώριζαν τι έχει γίνει κατά τη διάρκεια του πολέμου; Έλεγε η διαταγή λοιπόν να υποβληθούν στο Αρχηγείο οι παλιές εκθέσεις και να συνταχθούν καινούριες, ενώ όσες από τις παλιές εκθέσεις είχαν καταχωρηθεί ήδη στα ατομικά έγγραφα των Αξιωματικών, να διαγραφούν βάσει της παρούσης διαταγής. Δηλαδή με μια διαταγή αλλοιώνουν την Ιστορία. Το μόνο για το οποίο νοιάζονταν όσοι έδωσαν τη διαταγή ήταν να κουκουλώσουν το έγκλημα το οποίο είχαν διαπράξει. Επειδή όμως οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές κάποιοι Αξιωματικοί αποφάσισαν να απευθυνθούν στη Δικαιοσύνη. Τι γίνεται λοιπόν;
Τον Μάρτιο του 1975, με νωπά ακόμα τα σημάδια του πολέμου, του θανάτου και του ολέθρου, βγαίνουν δύο υπουργικές αποφάσεις. Η μία από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ και η άλλη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Στεφανάκη, που επικυρώνονται από το υπουργικό συμβούλιο και από τη Βουλή και είναι νόμος του κράτους, οι οποίες λένε:
«Για να μην διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις της χώρας, αναστέλλεται η ποινική δίωξη κατά απάντων των υπευθύνων της κυπριακής τραγωδίας»!Ο μεν Αβέρωφ το έκανε για τους στρατιωτικούς που ευθύνονταν, ο δε Στεφανάκης για τους πολιτικούς. Δηλαδή σε αυτούς δεν μπορεί να κάνει κάποιος μήνυση, δεν μπορεί να τους οδηγήσει στη Δικαιοσύνη και αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα. Απότότε καμία κυβέρνηση και κανένα κόμμα δεν ζήτησε να αρθεί αυτή η απόφαση του αίσχους. Γι’ αυτό επιμένω ότι όλοι έχουν συγκαλύψει αυτό το έγκλημα.
-Από τότε όμως δεν έκανε κανένας καμία προσπάθεια για να χυθεί φως στην υπόθεση της Κύπρου;
Εμείς ως σύλλογος «ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ ΚΥΠΡΟΥ 1974» στις 11 Νοεμβρίου 2008 κάναμε προσφυγή στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Μεϊμαράκη, με κοινοποίηση στους Προέδρους της Δημοκρατίας της Ελλάδας και της Κύπρου Κάρολο Παπούλια και Δημήτρη Χριστόφια αντίστοιχα, στον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων Δημ. Σιούφα και σε όλους τους αρχηγούς κομμάτων, καθώς και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιο Σανιδά. Ζητήσαμε να αρθεί αυτή η απόφαση για να μπορέσουμε όσο είμαστε ακόμα ζωντανοί και όσοι είναι ζωντανοί κάποιοι από τους υπεύθυνους να προσφύγουμε στη Δικαιοσύνη και να πούμε ότι ο τάδε δεν έκανε το καθήκον του. Αυτά θα τα λέγαμε εμείς που ήμασταν εκεί αυτόπτες μάρτυρες. Αν πηγαίναμε όμως στη Δικαιοσύνη, αυτός που θα κατηγορούσαμε θα αναγκαζόταν κατά την απολογία του να αμυνθεί και θα έλεγε «εγώ δεν έκανα αυτό που έπρεπε γιατί με διέταξε ο τάδε». Έτσι σιγά σιγά θα ξετυλιγόταν το κουβάρι των ενόχων, θα άνοιγε υποχρεωτικά ο φάκελος της Κύπρου και θα έβγαιναν στο φως τα στοιχεία και φυσικά όλη η αλήθεια.
Η απάντηση που πήραμε από την κυβέρνηση μέσω του τότε Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας Κωνσταντίνου Τασούλα ήταν η εξής:«Οι λόγοι που επέβαλαν αυτή την απόφαση συνεχίζουν να συντρέχουν ως σήμερα και ως εκ τούτου κρίνεται επάναγκες η συνέχιση της ισχύος της απόφασης αυτής». Σαράντα χρόνιαμετά ισχύει αυτή η απόφαση και δεν μπορούμε να πάμε στη Δικαιοσύνη. Να πως κλειδώθηκε ο φάκελος της Κύπρου. Η δικαιολογία περί «μη διατάραξης των διεθνών σχέσεων της χώρας» μόνο ως γελοία μπορεί να χαρακτηριστεί. Πρόκειται για υποτίμηση της νοημοσύνης μας.
Η αποδοχή απόμέρους μας, σαν λαού, της προσπάθειας που κάνουν σαράντα χρόνια να ευτελίσουν τη νοημοσύνη μας, μας οδήγησε στην αποδοχή των εγκλημάτων που συντελούνται σήμερα στη ζωή μας. Έτσι κατάντησε η Ελλάδα και ο Ελληνισμός όπως κατάντησε σήμερα. Μόνο ο Σύλλογός μας ζήτησε ανοικτά και έμπρακτα να αποκαλυφθεί η αλήθεια για την Κυπριακή τραγωδία και από τότε έχουμε μπει στο στόχαστρο των λασποβόλων όπλων που διαθέτει το σύστημα με ότι μέσο διαθέτουν και κυρίως αναφέρομαι στους δημοσιοκρύπτες και δημοσιοσβήστες. Διότι αυτοί, αν ήταν πραγματικοί δημοσιογράφοι και έπαιρναν αυτόπτες μάρτυρες και τους ρωτούσαν «πείτε μας τι συνέβη» για να καταγραφεί, δεν θα μπορούσε να σταθεί ένα τέτοιο σαθρό σύστημα που οδήγησε τη χώρα σταδιακά και μεθοδευμένα μέχρι εδώ που την οδήγησε.
-Πως κρίνετε τη στάση των Κυπριακών κυβερνήσεων όλα αυτά τα χρόνια; Πως σχολιάζετε σήμερα τη στάση του Τάσου Παπαδόπουλου στο «σχέδιο Ανάν»;
-Οι Κυπριακές κυβερνήσεις ήταν η μία χειρότερη από την άλλη. Η σθεναρή αντίσταση του Τάσου Παπαδόπουλου στο σχέδιο Ανάν ήταν η κορυφαία στιγμή που ακολουθεί τη μνήμη του και επισκιάζει οτιδήποτε άλλο. Κανένας άλλος δεν επέδειξε αυτό το θάρρος που είχε ο Τάσος Παπαδόπουλος εκείνη την κρίσιμη στιγμή. Το 76% του Κυπριακού λαού τον ακολούθησε ψηφίζοντας «ΟΧΙ», αλλά και πάλι βρέθηκε ένα σάπιο 24% να ψηφίσει «ΝΑΙ». Αν οι ηγέτες δείξουνδυναμικά το δρόμοστον αγώνα για την Ελευθερία,την Τιμήκαιτην Αξιοπρέπεια ο λαός ακολουθεί. Δεν υπάρχουν όμως ηγέτες να δείχνουν τους σωστούς δρόμους γι’ αυτό φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση.
-Πιστεύετε ότι η σημερινή κατάσταση με την οικονομική κρίση σε Ελλάδα και Κύπρο, καθώς και τα όσα γίνονται γύρω από την εκμετάλλευση του φυσικού τους πλούτου αποτελούν μέρος του σχεδίου που ξεκίνησε από το 1974;
-Βεβαίως! Ο στόχος ήταν να κατακτηθεί η Ελλάδα και σταδιακά να μείνει χωρίς τους «ενοχλητικούς» Έλληνες. Όχι μόνο ο πλούτος της Ελλάδας σε γη, αέρα και θάλασσα, αλλά και η γεωγραφική – γεωπολιτική – γεωστρατηγική θέση που έχει η Ελλάδα στον χάρτη. Το σχέδιο είναι παλιό. Άρχισε να εφαρμόζεται από το 1973-1974 και σήμερα ολοκληρώνεται. Ποιός προβάλει αντίσταση σε όλα αυτά τα πρωτοφανή που συμβαίνουν στις μέρες μας όταν καταλύονται τα πάντα; Δεν υπάρχει πια ανθρώπινο δικαίωμα σε ισχύ στην πατρίδα μας. Όλοι είναι έρμαια στις ορέξεις του κάθε αγύρτη.
-Εσείς προσωπικά και οι συναγωνιστές σας από τον Σύλλογο «ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ ΚΥΠΡΟΥ 1974» διατηρείτε επαφές με την Κύπρο και με τον Κυπριακό Ελληνισμό;
-Διατηρούμε επαφές μεν, αλλά πλέον η έννοια του Κυπριακού Ελληνισμούείναι μόνο στην ταυτότητα και όχι κατ’ ουσίαν, όπως άλλωστε συμβαίνει και με το μεγαλύτερο τμήμα του Ελληνικού λαού στην μητροπολιτική Ελλάδα.
Γιατί έχοντας δεχτεί αυτήν την προπαγάνδα από το1974 μέχρι σήμερα ο Ελληνικός λαός έχει στην ουσία μεταλλαχθεί. Έχει εγκαταλείψει τις αρχές, τις αξίες και τις αρετές του και έχει επιδοθεί σε ένα κυνήγι ευμάρειας, εύκολου πλουτισμού και εφήμερου ευδαιμονισμού με κάθε τρόπο. Έχει ξεχάσει το από που έρχεται και τον προορισμό που έχει σαν λαός και έχει γίνει κυριολεκτικά έρμαιο των κάθε είδους σφετεριστών της Ελλάδας και του Ελληνισμού. Όλων αυτών που έχουν στόχο να αφανίσουν την Ελλάδα, να την αποχριστιανίσουν, να την αφελληνίσουν και να την αλώσουν μόνιμα και οριστικά, κάτι που δεν έχει γίνει από τότε που υπάρχει Ελληνισμός.
Ο τρόπος που το κάνουν οι εχθροί μας είναι μοναδικός. Δεν κάνουν πόλεμο με όπλα και πυρομαχικά, αλλά εκμαυλίζουν τις συνειδήσεις των Ελλήνων. Δεν μιλάνε στα παιδιά για τους Ήρωες του 1974, γιανα μην έχουνοι νέοι πρότυπα, να μην αποκτήσουν ατσαλωμένη ψυχή, να μην έχουν Ιδέες, Ιδανικά, Αγάπη για την Πατρίδα και Πίστη Στον Χριστό. Θέλουν να κάνουν τους Έλληνες να έχουν μόνο μία σκέψη και μία επιδίωξη, πως θα κερδίσουν περισσότερα χρήματα σε πολύ μικρό χρόνο και χωρίς προσπάθεια.
Αυτόόμως μεταλλάσσει τον άνθρωπο σε κερματοδέκτη και για να γίνεται εύκολα αποδεκτό σαν κάτι … φυσιολογικό, φθάσανε στο έσχατο σημείο αθλιότητος και κατάπτωσης να το παρουσιάζουν στα μικρά παιδιά μας μέσω των δήθεν αθώων παιγνιδιών που τους πλασάρουν. Είναι η πιο θλιβερή διαπίστωση που κάνω ως άνθρωπος σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια με την πείρα όλων αυτών των ετών που έχουν μεσολαβήσει από τότε.
Ακόμα καιαυτοί που επιμένουν να έχουν διάθεση για αντίσταση σήμερα, περιορίζονται στο να κάνουν κάποια δήλωση ή να συμμετέχουν σε κάποια εκδήλωση για την Κύπρο, αστείου περιεχομένου θα έλεγα, αφού οι εκδηλώσεις αυτές δεν έχουν καμία σχέση με εκείνη τη φλόγα που είχαν στις καρδιές τους οι Έλληνες και ειδικά οι Κύπριοι το 1955, τότεπου ξεσηκώθηκαν να αποτινάξουν από πάνω τους την αγγλοκρατία και τιμώρησαν την Αγγλία. Τότε οι Έλληνες κρατούσαν τις αξίες που είχαν δημιουργήσει χιλιάδες χρόνια πριν οι πρόγονοί μας και τις οποίες έπρεπε να κρατήσουμε κι εμείς και όχι να τις πετάξουμε στη λάσπη.«Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής»ήταν η απάντηση του Ήρωα της ΕΟΚΑ Κυριάκου Μάτση στον Άγγλο Ύπατο Αρμοστή της Κύπρου σερ Τζον Χάρντινγκ. Αυτό δυστυχώς έσβησε. Όλα γίνονται πλέον για τα χρήματα και φυσικά δεν γίνεται κανένας αγώνας.Βέβαια η Αγγλία δεν ξέχασε τον εξευτελισμό που έπαθε το 1955 – 59 και να τι δημιούργησε στη συνέχεια. Διότι απεδείχθη πλέον από τα έγγραφα που αποδέσμευσε προσφάτως το Φόρεϊν Όφις, ότι αυτή η χώρα βρισκόταν καθαρά πίσω απ’ όλη αυτή τη δραματική για τον Ελληνισμό ιστορία το 1974.
-Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει για να αλλάξει αυτή η κατάσταση;Υπάρχει ελπίδα;
-Αυτό πλέον είναι μόνο στο Χέρι Του Θεού. Γιατί για να ταρακουνηθεί ένας ολόκληρος λαός δεν φτάνει η δύναμη ενός ανθρώπου, αρκεί όμως ένα απειροελάχιστο κομματάκι της δύναμης Του Θεού για να αναδείξει έναν ηγέτη φωτισμένο με πραγματικά πατριωτική συνείδηση και να ανατρέψει το κακό. Αλλιώς θα υποστούμε τις συνέπειες της ανοησίας και της απληστίας μας σαν λαός. Σταδιακά, όλα αυτά τα χρόνια, χάσαμε την αλληλεγγύη, χάσαμε την ανθρωπιά μας. Εκχωρήσαμε,γιατί εμείς τις δώσαμε καιούτε καν έναντι πινακίου φακής αλλά με αντάλλαγμα κάποια μπιχλιμπίδια, όλες εκείνες τις διαχρονικές αξίες που πρώτοι οι Έλληνες εμπνεύστηκαν, διατύπωσαν και διέδωσαν. Και σήμερα, αφού πλέον μας αφαίρεσαν τις αξίες οι οποίες χαρακτηρίζουν, συνθέτουν και συγκροτούν την έννοια του Ελληνισμού και έκαναν ατρόμητο και αδούλωτο τον Έλληνα, τώρα μας παίρνουν και τα μπιχλιμπίδια και μας λένε χλευαστικά: «αυτό σας αξίζει …» Γι’ αυτό λέω ότιδεν μας αξίζει καν ο τιμητικός τίτλος Έλληνες, αλλά εθελόδουλοι νεοραγιάδες.
– Κύριε Αργυρόπουλε να σας ευχαριστήσουμε πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μας παραχωρήσατε και όλα όσα σημαντικά μας είπατε. Ήταν μεγάλη μας τιμή…
– Σας ευχαριστώ και εγώ από την πλευρά μου, που μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω για όλα όσα έγιναν πριν σαράντα χρόνια και τις συνέπειες τους σήμερα, με τη γλώσσα της αλήθειας.
Ποτέ δεν είναι αργα