Το Δικαστικό Συμβούλιο δέχθηκε «παράνομη» συνομιλία και αθώωσε πατέρα που κατηγορούνταν για βιασμό της ανήλικης κόρης του

Κοινοποίηση:
dikastirio-4-1024x695

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με βούλευμά του, αθώωσε άντρα που είχε καταγγελθεί από την πρώην σύζυγό του για τέλεση γενετήσιας πράξης σε βάρος της 5χρονης κόρης του, καθώς δέχθηκε μία ηχογραφημένη συνομιλία όπου η ανήλικη παραδέχθηκε ότι όσα καταλόγισε στον πατέρα της ήταν ψευδή. Παρότι το συγκεκριμένο υλικό υπήρξε προϊόν παράνομης καταγραφής, οι δικαστές του Συμβουλίου δέχθηκαν τη νομιμότητα της χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησής του, κρίνοντας ότι αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για να αποδείξει ο κατηγορούμενος την αθωότητά του.

Σύμφωνα με το απαλλακτικό βούλευμα, επρόκειτο για ιδιωτική συνομιλία που ηχογραφήθηκε από τη σύντροφο του κατηγορούμενου και προσκομίστηκε στο στάδιο της δικαστικής έρευνας προς υπεράσπισή του. Σε αυτή η ανήλικη αποκάλυψε ότι όσα εξιστόρησε σε ψυχολόγο – και αποτέλεσαν αφορμή για να εκκινήσει η ποινική έρευνα μετά από σχετική έγκληση της μητέρας της – αναφορικά με την τέλεση γενετήσιας πράξης σε βάρος της από τον πατέρα της δεν είναι αληθινά.

«Ο παραπάνω υλικός φορέας που περιέχει το ως άνω αρχείο ήχου, αν και αποτελεί αποδεικτικό μέσο και ειδικότερα έγγραφο που αποκτήθηκε με αξιόποινη πράξη και δη αυτή της αποτύπωσης σε υλικό φορέα προφορικής συνομιλίας μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια, εντούτοις, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της απαγόρευσης της χρήσης παράνομα αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων, που θεσπίζεται στο άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος, μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά στην παρούσα ποινική διαδικασία, καθόσον […], λαμβανόμενης υπόψη και της βαρύτητας της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης της κατάχρησης ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη που είναι κακουργηματικής φύσης, απειλούμενη στο νόμο με την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών, […], αποτελεί μέσο πρόσφορο και αναγκαίο για την απόδειξη της αθωότητάς του, ενώ η αξιολόγησή του δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, που καθιερώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο δ’ του Συντάγματος», περιγράφεται στο υπ’ αριθμόν 2038/23 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το οποίο αποφασίστηκε να μην παραπεμφθεί ο μηνυόμενος σε δίκη και να απαλλαγεί των κατηγοριών. Οι δικαστές του Συμβουλίου στο ίδιο βούλευμα κάνουν μνεία σε σχετική γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (14/2020), η οποία αφορούσε σε ερώτημα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων περί της νομιμότητας χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησης υλικού στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας.

«Ρηξικέλευθη απόφαση»

Σχολιάζοντας την κρίση και το σκεπτικό των δικαστών του Συμβουλίου, ο Χρήστος Αποστολίδης, συνήγορος του μηνυόμενου πατέρα, ανέφερε ότι πρόκειται για «ρηξικέλευθο» βούλευμα, αφού αναγνωρίζει ότι το οπτικο-ακουστικό υλικό, όπως ένα βίντεο ή μία ηχογραφημένη συνομιλία, που ελήφθη χωρίς την άδεια του ομιλούντος (εν προκειμένω της ανήλικης), παρότι κατ’ αρχάς παράνομο αποδεικτικό μέσο, λαμβάνεται υπόψιν και καθίσταται νόμιμο, όταν αποτελεί ένα από τα μοναδικά μέσα για να αποδείξει ο κατηγορούμενος την αθωότητά του ή ο μηνυτής την ενοχή του κατηγορουμένου.

«Πολλές φορές μέχρι σήμερα οι δικαστές μπορεί να ακούγανε ή να βλέπανε παρανόμως ληφθέντα αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτιμούσαν στη σκέψη τους, αλλά δεν τα περιελάμβαναν στο σκεπτικό της απόφασής τους. Τα απέρριπταν μεν ως αποδεικτικά μέσα, σχημάτιζαν δε πεποίθηση, διότι έχουν γνώση και πείρα» σημείωσε, μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ. Με αυτό το βούλευμα, όπως τεκμηριώνεται και κατ’ ακολουθίαν της εισαγγελικής γνωμοδότησης του Αρείου Πάγου, οι δικαστές «μπορούν ελεύθερα να χρησιμοποιούν και να αποδέχονται παρανόμως ληφθέντα αποδεικτικά μέσα όταν προσκομίζονται στις αρμόδιες δικαστικές και διωκτικές αρχές και αποδεικνύεται δια αυτών η αθωότητα ή η ενοχή του κατηγορουμένου» πρόσθεσε ο κ. Αποστολίδης.

Δεν ενήργησε δολίως η μηνύτρια

Η υπό κρίση υπόθεση πήρε το δρόμο της Δικαιοσύνης ύστερα από έγκληση που υπέβαλε η μητέρα της 5χρονης και πρώην σύζυγος του κατηγορούμενου. Είχε προηγηθεί αναφορά από ψυχολόγο η οποία παρακολουθούσε την ανήλικη μαζί με την μητέρα της, έπειτα από πρωτοβουλία της δεύτερης «προς αποκατάσταση διαταραγμένης σχέσης με τον πατέρα που εκδηλώθηκε μετά την επιστροφή της από το εξοχικό του και είχε ως αποτέλεσμα να μην επιθυμεί να επικοινωνεί μαζί του ακόμη και τηλεφωνικά», όπως καταγγέλθηκε.

Ακολούθησαν πραγματογνωμοσύνες από παιδοψυχολόγους που σκιαγράφησαν την προσωπικότητα της ανήλικης, όπως επίσης ιατροδικαστικές εξετάσεις όπου δεν προέκυψε κάτι μεμπτό. Στο πόρισμά τους, που ελήφθη υπ’ όψιν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, οι παιδοψυχολόγοι διαπίστωσαν ότι η ανήλικη «διατηρεί καλή σχέση και επαφή, και ζεστή επικοινωνία με τον πατέρα της που δεν θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί εάν είχε τελεστεί σε βάρος της η γενετήσια πράξη που περιέγραψε».

Με το ίδιο βούλευμα, οι δικαστές αποφάσισαν να μην επιβάλουν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της μηνύτριας, κρίνοντας ότι η έγκλησή της δεν ήταν ψευδής ή ότι ενήργησε με δόλο.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: