Η δολοφονία του 68χρονου συνταξιούχου Γιώργου Τσαντίλα, το φθινόπωρο του 1993, είχε απασχολήσει τον Τύπο και τα Μέσα της εποχής.
Κυρίως, διότι οι υποψίες της αστυνομίας και τα πρώτα βήματα της έρευνας, άνοιγαν την πόρτα σε ένα σκοτεινό κόσμο, που η ελληνική κοινωνία αντιλαμβανόταν τότε ως περιθώριο. Εκείνον του αγοραίου έρωτα.
Οι αστυνομικοί βρήκαν το άψυχο σώμα του συνταξιούχου κτηματομεσίτη στην γκαρσονιέρα του, στην οδό Φυλής 55, γεμάτο τραύματα από μαχαίρι. Το σπίτι ήταν άνω κάτω, δείγμα πως το βασικό κίνητρο της δολοφονίας ήταν η ληστεία. Ωστόσο, δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης στις πόρτες, ενώ οι γόπες από δυο διαφορετικές μάρκες τσιγάρων σε ένα τασάκι θα ήταν απλά μια ασήμαντη λεπτομέρεια αν το θύμα κάπνιζε – μόνο που ο Τσαντίλας δεν ήταν καπνιστής, άρα δυο άλλα άτομα είχαν βρεθεί μέσα στο σπίτι του.
Οι πληροφορίες πως ο 68χρονος σύχναζε στην πλατεία Βάθης, γνωστή πιάτσα αγοραίου έρωτα για ομoφυλόφιλους ανθρώπους, ψάχνοντας πολύ συχνά μια συντροφιά για το βράδυ, ήρθαν και «έδεσαν» με τα στοιχεία. Το πιθανότερο είναι πως οι δράστες είχαν μπει στο σπίτι έπειτα από πρόσκληση του ίδιου του δολοφονημένου. Η αστυνομία έψαξε όλους τους μόνιμους θαμώνες της πλατείας Βάθης, έγιναν δεκάδες προσαγωγές, αλλά τα αποτυπώματα των υπόπτων δεν ταυτίστηκαν ποτέ με αυτά που βρέθηκαν στο διαμέρισμα του θύματος. Η υπόθεση οδηγήθηκε σε αδιέξοδο και εν τέλει, κατέληξε στο ράφι της Ασφάλειας.
Θα μπορούσε να είναι σκηνικό αστυνομικής ταινίας, πιθανότατα από το «Seven» και τη κλασική του σκηνή όπου ο «κακός» Κέβιν Σπέισι εισέρχεται οικειοθελώς στο τμήμα. Όμως όταν στις 20 Ιανουαρίου του 2002, ο 28χρονος Αλβανός Έντουαρντ Λέκα μπήκε στο Τμήμα Κρυσταλλοπηγής και είπε στους αστυνομικούς ότι είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο στην Αθήνα, το 1993, δεν υπήρχε τίποτα κινηματογραφικό, τίποτα ψεύτικο σε αυτό, κανένα «διαβολικό» σχέδιο δεν κρυβόταν από πίσω. Οι αστυνομικοί δεν τον πίστευαν καν, αλλά πίσω από την ενέργειά του αυτή υπήρχε μια βαθιά μεταμέλεια.
Ο Λέκα ήταν ο ένας από τους δυο δράστες της δολοφονίας του Τσαντίλα το 1993. Δυο χρόνια μετά το έγκλημά του έφυγε από την Ελλάδα και συνέχισε τις κλοπές στην Αλβανία όπου και τον συνέλαβε η τοπική αστυνομία με αποτέλεσμα να φυλακιστεί. Μέσα στην φυλακή, τα πάντα άλλαξαν για αυτόν. Η γνωριμία του με έναν ιερέα ευαγγελιστή, που κατά καιρούς επισκεπτόταν τους φυλακισμένους και έκανε συζητήσεις μαζί τους, οδήγησαν τον Έντουαρντ Λέκα στο να ασπαστεί τον χριστιανισμό και να γίνει βαθιά θρησκευόμενος. Και όσο περισσότερο «φούντωναν» μέσα του τα θρησκευτικά αισθήματα τόσες περισσότερες ήταν και οι τύψεις που αναδύονταν στο μυαλό του για την δολοφονία του 1993.
Μάλιστα και εντός φυλακής είχε ζητήσει ακρόαση από τον διευθυντή, όπου και του αποκάλυψε την αλήθεια, όμως εκείνος δεν τον πίστεψε. Ήταν τέτοια η αλλαγή του ανδρός που έβλεπε μπροστά του ο διευθυντής στις φυλακές που δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι αυτό το πρόσωπο ήταν ικανό να αφαιρέσει τη ζωή κάποιου άλλου.
Όταν πλέον αποφυλακίστηκε από τις φυλακές στην Αλβανία, έκανε αυτό που πίστεψε πως θα του προσέφερε λύτρωση: πήγε στα ελληνοαλβανικά σύνορα και ομολόγησε στους αστυνομικούς την αλήθεια. Ξαφνιασμένοι εκείνοι επικοινώνησαν με το τμήμα ανθρωποκτονιών της Αθήνας και στη συνέχεια, ο Έντουαρντ μίλησε τηλεφωνικά με τους αξιωματικούς της Αθήνας ομολογώντας το έγκλημά του. Οι τελευταίοι δεν πίστευαν στα αυτιά τους: Ο Έντουαρντ τους μιλούσε για τον τόπο του εγκλήματος με λεπτομέρειες που μόνο κάποιος που ήξερε την υπόθεση από μέσα μπορούσε να γνωρίζει. Ήταν δεδομένο: αυτός ο νεαρός δεν τους έκανε πλάκα! Και ας έμοιαζε παράλογο που αποφάσισε να παραδοθεί εννιά ολόκληρα χρόνια μετά την δολοφονία!
Η σύγκριση ανάμεσα στα δαχτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στο διαμέρισμα της δολοφονίας και εκείνα του Λέκα οριστικοποίησαν το γεγονός πως ο ένοχος είχε επιτέλους βρεθεί. Στη συνέχεια, η δικογραφία της δολοφονίας έκλεισε από την Ασφάλεια και την πήρε στα χέρια του ο εισαγγελέας. Ο Έντουαρντ Λέκα έπεσε στα μαλακά: η μεταμέλειά του ήταν ξεκάθαρα ειλικρινής, δεν το χωρούσε το μυαλό κανενός ότι αυτός ο άνθρωπος ήρθε και ομολόγησε ένα ξεχασμένο έγκλημα.
Οι δικαστές τον έκριναν με περισσή επιείκεια και η λύτρωσή του μπορεί να άργησε εννιά χρόνια -όσο και η διαλεύκανση της ίδιας της δολοφονίας-αλλά ευτυχώς για τον ίδιο, τελικά ήρθε.