Η πιο μαζική εξαφάνιση ειδών που έχει ποτέ υπάρξει στη Γη, η οποία ονομάσθηκε «Μεγάλο Θανατικό» και συνέβη πριν περίπου 252 εκατομμύρια χρόνια στο τέλος της Πέρμιας γεωλογικής περιόδου, ξεπερνώντας κατά πολύ σε σοβαρότητα την εξαφάνιση των δεινοσαύρων πριν 65 εκατ. χρόνια, οφειλόταν πιθανότατα στις αλυσιδωτές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας επιστημονικής μελέτης και οι ερευνητές προειδοποιούν ότι, αν όντως συνέβη κάτι τέτοιο, θα πρέπει να λειτουργήσει σαν «καμπανάκι» για το τι θα μπορούσε να συμβεί ξανά στο μέλλον, με δεδομένο ότι και στη σημερινή εποχή η κλιματική αλλαγή τείνει να ξεφύγει εκτός ελέγχου.
Πολύ πριν οι δεινόσαυροι κυριαρχήσουν στη Γη και όταν ακόμη οι σημερινές ήπειροι ήσαν ενωμένες στην υπερ-ήπειρο Παγγαία, όπως αποκαλύπτει η μελέτη των αρχαίων απολιθωμάτων, τα κάποτε ανθηρά οικοσυστήματα μετατράπηκαν σε νεκροταφεία.
Περίπου το 96% όλων των θαλάσσιων ειδών εξαφανίσθηκαν στη διάρκεια του «μεγάλου θανατικού», καθώς επίσης τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ειδών της ξηράς, μεταξύ άλλων τα περισσότερα δέντρα, φυτά, έντομα, σαύρες, ακόμη και μικρόβια. Έπρεπε να περάσουν εκατομμύρια χρόνια για να ξαναπάρει τα πάνω της η ζωή στον πλανήτη μας.
Εδώ και χρόνια, οι επιστήμονες συζητούν -και διαφωνούν- πάνω στο τι μπορεί να προκάλεσε μια τόσο κατακλυσμική περιβαλλοντική καταστροφή, που κατέστησε αρχικά τους ωκεανούς τελείως αφιλόξενους για ζωή και στη συνέχεια την ξηρά. Μεταξύ άλλων, έχει προταθεί ως αιτία μια πτώση μεγάλου αστεροειδούς ή η κλιματική αλλαγή.
Η νέα μελέτη από ερευνητές των πανεπιστημίων Ουάσιγκτον και Στάνφορντ, που συνδύασαν πλήθος στοιχείων και προσομοιώσεων σε υπολογιστές και οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Science”, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μαζική εξαφάνιση των έμβιων οργανισμών προκλήθηκε από την κλιματική αλλαγή και την άνοδο της θερμοκρασίας κατά περίπου δέκα βαθμούς Κελσίου, κάτι που προκάλεσε σχεδόν πλήρη έλλειψη οξυγόνου στις θάλασσες, με συνέπεια να μην μπορούν να αναπνεύσουν τα ζώα.
Όσο ανέβαινε η θερμοκρασία του περιβάλλοντος και επιταχυνόταν ο μεταβολισμός των ζώων στις θάλασσες (άρα χρειάζονταν περισσότερο οξυγόνο), τα ολοένα θερμότερα νερά δεν είχαν πλέον αρκετό οξυγόνο για να επιβιώσουν τα ζώα.
Προτού οι τεράστιες και διαρκείς εκρήξεις ηφαιστείων, ιδίως στη σημερινή Σιβηρία, δημιουργήσουν ένα πλανήτη σκεπασμένο από «αέρια του θερμοκηπίου», οι ωκεανοί της Γης είχαν θερμοκρασίες και επίπεδα οξυγόνου παρόμοια με τα σημερινά.
Όταν όμως η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ανέβηκε δραματικά, οι θάλασσες έχασαν τουλάχιστον το 80% του οξυγόνου τους, ενώ στα μεγαλύτερα βάθη η απώλεια του οξυγόνου υπήρξε πλήρης.
Τα ζώα, ιδίως εκείνα με αυξημένες ανάγκες για οξυγόνο (όπως ο σημερινός άνθρωπος) και όσα ζούσαν μακριά από την τροπική ζώνη, εξαφανίσθηκαν τελείως. Είναι άγνωστο πόσο χρονικό διάστημα διήρκεσε η διαδικασία της εξαφάνισης, πιθανώς μερικές εκατοντάδες χρόνια.
Με βάση τη νέα εκτίμηση, η άνοδος της θερμοκρασίας και η απώλεια του οξυγόνου εξηγούν πάνω από το 50% της εξαφάνισης των ειδών, ενώ πρόσθετες αιτίες υπήρξαν πιθανότατα η οξίνιση των ωκεανών (λόγω μεγαλύτερης απορρόφησης διοξειδίου από την ατμόσφαιρα) και η μείωση της παραγωγικότητας των φωτοσυνθετικών μικροοργανισμών (εξαιτίας της μείωσης της ηλιακής ακτινοβολίας).
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η κατάσταση στην ύστερη Πέρμια περίοδο, δηλαδή η σταδιακή αύξηση των «αερίων του θερμοκηπίου» στην ατμόσφαιρα και η άνοδος της θερμοκρασίας, θυμίζει ανησυχητικά την τωρινή κατάσταση.
Όπως ανέφεραν, «αν συνεχισθούν οι σημερινές τάσεις, η θερμοκρασία στο ανώτερο στρώμα των ωκεανών θα φθάσει έως το 2100 το 20% της θερμοκρασίας στο τέλος της Πέρμιας περιόδου, ενώ έως το 2300 το 35% έως 50%.
Η μελέτη μας αναδεικνύει την πιθανότητα μιας νέας μαζικής εξαφάνισης ειδών από ένα παρόμοιο μηχανισμό ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής».
Στην εποχή μας η μέση παγκόσμια θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά ένα περίπου βαθμό Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, συνεπώς υπάρχει -ακόμη τουλάχιστον- μεγάλη απόσταση από μια αύξηση κατά δέκα βαθμούς που εκτιμάται ότι είχε συμβεί πριν 252 εκατομμύρια χρόνια.
Όπως είπαν οι ερευνητές, «έχουμε διανύσει περίπου το ένα δέκατο του δρόμου ως την Πέρμια. Όμως μόλις υπάρξει μια άνοδος της θερμοκρασίας κατά τρεις έως τέσσερις βαθμούς Κελσίου, η ζωή στις θάλασσες θα αρχίσει να έχει σοβαρά προβλήματα».