Η Κίνα σχεδιάζει να διπλασιάσει τις πυρηνικές κεφαλές που διαθέτει μέσα στην επόμενη δεκαετία, υποστηρίζει το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας σε έκθεσή του, ενώ υπολογίζει ότι το Πεκίνο επί του παρόντος έχει περίπου 200 στο οπλοστάσιό του.
Αναλυτές εκτιμούν πως η Κίνα διαθέτει κάπου 300 πυρηνικές κεφαλές, εγκατεστημένες σε πυραύλους ικανούς να εκτοξευθούν από τη γη και τη θάλασσα, ενώ αναπτύσσει δυνατότητες ώστε να μπορούν να εκτοξευθούν και από αέρος.
Στην ετήσια έκθεσή του που επιδόθηκε στο αμερικανικό Κογκρέσο, το αμερικανικό Πεντάγωνο επισημαίνει ότι ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας διαθέτει τη μεγαλύτερη δύναμη ξηράς στον πλανήτη, ενώ η ναυτική δύναμη του Πεκίνου είναι επίσης η μεγαλύτερη στον κόσμο, με τεράστιες ναυπηγικές δυνατότητες ως εφεδρεία.
Οι δυνατότητες της Κίνας ως προς τους πυραύλους Κρουζ ικανούς να εκτοξεύονται από χερσαίες θέσεις επίσης ξεπερνούν αυτές των ΗΠΑ, κατά το κείμενο.
Πάντα σύμφωνα με το αμερικανικό Πεντάγωνο, η Κίνα εννοεί να γίνει ακόμη ισχυρότερη δύναμη και βλέπει τον εαυτό της πλέον ως τον κύριο ανταγωνιστή των ΗΠΑ.
Το κυβερνών κομμουνιστικό κόμμα έχει σκοπό να συνεχίσει να εκσυγχρονίζει και να ενισχύει τον κινεζικό στρατό, ώστε να μετατραπεί σε «πρακτικό εργαλείο στον χειρισμό των κρατικών υποθέσεων με ενεργό ρόλο στην προώθηση (…) της (κινεζικής) εξωτερικής πολιτικής».
Το Πεντάγωνο διατείνεται ακόμη πως η Κίνα αρχίζει να χρησιμοποιεί τον στρατό της για να προβάλλει τη δύναμή της πέραν των συνόρων της.
«Είναι πιθανό ότι το Πεκίνο επιδιώκει να αναπτύξει μέσα στον επόμενο μισό αιώνα στρατιωτικές δυνατότητες ίσες ή ανώτερες σε ορισμένες περιπτώσεις αυτών των ΗΠΑ», σύμφωνα με το κείμενο. Εάν το καταφέρει, «αυτό θα έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα και στην ασφάλεια της διεθνούς τάξης», προειδοποιεί.
Οι θέσεις αυτές για την Κίνα εκφράζονται την ώρα που η κυβέρνηση του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ απομακρύνεται ολοένα περισσότερο από τη δυναμική του τέλους του Ψυχρού Πολέμου για τη μείωση των πυρηνικών οπλοστασίων βάσει συμφωνιών που είχαν συναφθεί ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, που αντιμετωπιζόταν από την Ουάσινγκτον ως διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης, κι επιδιώκει να αναγκάσει την Κίνα να ενταχθεί στις όποιες μελλοντικές συμφωνίες για τους εξοπλισμούς, προοπτική όμως την οποία το Πεκίνο απορρίπτει, τουλάχιστον ως εδώ.