Ένα από τα συγκλονιστικότερα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα σημειώθηκε το βράδυ της 27ης Μαϊου 1961 στο Καλαμάκι. Η Νίτα Μπέικερ έπνιξε τα τρία της παιδιά στο ύπνο τους, προκειμένου να εκδικηθεί τον σύζυγό της, τον λοχαγό του αμερικανικού στρατού, Τζολ Μπέικερ, ο οποίος την απατούσε με την Ελληνίδα, Βενετία Σιταρά. Το έγκλημα αυτό συγκλόνισε την κοινή γνώμη και η Νίτα Μπέικερ έμεινε στην ιστορία ως η «Μήδεια του Καλαμακίου».
Η μετάθεση του λοχαγού στην Ελλάδα και ο… καλός γάμος
Η Νίτα Μπέικερ γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου του 1933 στο Τέξας και στα 18 της παντρεύτηκε τον λοχία Τζολ Μπέικερ. Το 1960 ο σύζυγός της πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και και το ζευγάρι μαζί με τα τρία τους παιδιά εγκαταστάθηκαν στο Καλαμάκι. Φαινομενικά όλα έμοιαζαν να κυλούν ομαλά στη ζωή τους, όμως ο Μπέικερ δεν έβρισκε την ανταπόκριση που θα περίμενε από την σύζυγό του.
«Το αίσθημα μας ήταν δυνατό και σχεδόν αμέσως παντρευτήκαμε», περιέγραψε ο Μπέικερ αργότερα στους αστυνομικούς. Όμως, όπως ισχυρίστηκε αργότερα, η καθημερινότητα τους ήταν, μάλλον, αδιάφορη. «Η διασκέδαση της γυναίκα μου δεν ήταν άλλη από το να διαβάζει θρησκευτικά βιβλία. Μας χώριζε ένα μεγάλο και αγεφύρωτο ψυχικό χάσμα. Περνούσαμε μια ζωή ήσυχη και αδιάφορη, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη ανταπόκριση εκ μέρους της γυναίκας μου. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά θα είχαμε χωρίσει. Εκείνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της και εγώ την αντιμετώπιζα με αδιαφορία. Οι συζυγικές μας υποχρεώσεις ήταν απόλυτα ομαλές, αλλά δεν συναντούσα ανταπόκριση εκ μέρους της. Πάντως, από αρκετά χρόνια κοιμόμασταν χωριστά».
Το τρίτο πρόσωπο στο γάμο τους
Η Νίτα πάντως, δήλωνε ευτυχισμένη μέχρι τη στιγμή που έμαθε πως ο σύζυγος της διατηρούσε παράνομο δεσμό με μια Ελληνίδα, την Βενετία Σιταρά, η οποία εργαζόταν μαζί του στην αμερικάνικη βάση και του μάθαινε την ελληνική γλώσσα. Η αποκάλυψη του παράνομου δεσμού έγινε όταν η Νίτα πήγε το αυτοκίνητο του συζύγου της στο συνεργείο για επισκευή. Φεύγοντας πήρε μαζί της τα πράγματα που είχε εκείνος στο πορτμπαγκάζ, μεταξύ αυτών και ένα φάκελο που περιείχε φωτογραφίες στις οποίες είχε απαθανατίσει στιγμές από τις εκδρομές με την ερωμένη του.
«Πριν έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μια άλλη γυναίκα. Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου», είπε η 28χρονη τότε Νίτα στην απολογία της ενώπιον της δικαιοσύνης. Όπως περιέγραψε, τους τελευταίους μήνες η ζωή της είχε αρχίσει να αλλάζει «να γίνεται μια κόλαση». Ισχυρίστηκε ότι ο Τζόελ της φερόταν «σκληρά και ψυχρά» και όταν εκείνη παραπονιόταν, την απειλούσε πως θα ζητήσει μετάθεση για να επιστρέψουν στην Αμερική. «Τα βιβλία μου με έκαναν να ηρεμώ και να σκέφτομαι λογικά». Η αποκάλυψη όμως, της παράνομης σχέσης την έκανε να πιστέψει πως «δεν είχαμε θέση στον κόσμο ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου».
Το χρονικό της φρίκης
Στις 27 Μαΐου, η Νίτα αφού έβαλε για ύπνο τα τρία της παιδιά άνοιξε τη Βίβλο και διάβασε το «επί του όρους ομιλία», εστιάζοντας στη μοιχεία. Αφού έγραψε κάποιες σκέψεις της, σε μορφή επιστολής, τελειοποίησε το έγκλημα στο μυαλό της. Με ένα κορδόνι στραγγάλισε την κόρη της Κίτι. Μετά πήγε στο διπλανό και έκανε το ίδιο και με την άλλη της κόρη της, την Σουζάνα. Ο 8χρονος γιος της ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε, καθώς ξύπνησε όταν η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο. Ο Τζο την έγδαρε στα χέρια, αλλά δεν κατάφερε να σωθεί. Η τελευταία πράξη ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα, όταν προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της. Με ένα μαχαίρι προσπάθησε να κόψει την καρωτίδα της. Το αίμα κύλησε στον λαιμό της και λιποθύμησε.
Όταν ο Τζόελ επέστρεψε στο σπίτι συνοδευόμενος από έναν συνάδελφό του βρήκε την πόρτα φρακαρισμένη με μια εφημερίδα. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε νεκρική σιγή. Φώναξε τα τρία του παιδιά αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα, όπου πάνω στο τραπέζι βρήκε μια Βίβλο, με σημεία για τη μοιχεία υπογραμμισμένα. Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών. Ο μικρός του γιος Τζο βρισκόταν μπρούμυτα στο κρεβάτι του και όταν τον ακούμπησε κατάλαβε πως δεν ανέπνεε. «Τον αναποδογύρισα και με τρόμο είδα τα αίματα», θα πει αργότερα ο άνδρας, περιγράφοντας πως βρήκε νεκρή την κόρη του Σουζάνα, «το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο», αλλά και την Κίτι. Ο Μπέικερ ξέσπασε σε κλάματα, καθώς και τα τρία παιδιά του ήταν νεκρά.
Το σημείωμα της Νίτα
Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχε έναν ανατριχιαστικό σημείωμα: «Ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένος με αυτό που έγινε. Στα παιδιά μας εξασφάλισα ένα ήσυχο και χριστιανικό καταφύγιο, ώστε να μείνουν μακριά από το βούρκο μέσα στον οποίο είχε κυλιστεί ο πατέρας τους. Βαρέθηκα, φίλε, να ζω σε αυτό το σπίτι με τον εφιάλτη των καθημερινών οργίων του. Είναι βέβαια τρομερό αυτό που έκανα και μεγάλη ντροπή για μένα να αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή από αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, για τα οποία ξέρεις πόσο υπέφερα και υποφέρω στον άλλο κόσμο, γιατί με έσπρωξες να τους κόψω το νήμα της ζωής τους για να μην τα αφήσω να μεγαλώσουν και μάθουν τι έκανες. Έκανα υπομονή χρόνια ολόκληρα.
Πίστευα στα λόγια σου πως δεν ήταν τίποτα και ότι εξακολουθούσες να μου είσαι πιστός. Με γελούσες με τα γλυκόλογα σου, τώρα όμως, πάνε τα ψέματα. Είναι καιρός που τα ξέρω όλα, δεν με γελάς. Ξέρω τι έκανες κάθε βράδυ με εκείνη ή εκείνες. Τώρα που δεν έχεις κανέναν να ασχοληθείς μπορείς χα! χα! να συνεχίσεις τα όργια σου. Κανείς δεν θα σε γκρινιάζει. Γλέντα όσο θέλεις και όπως θέλεις. Εγώ και τα παιδιά θα είμαστε μακριά και δεν θα βλέπουμε το κατάντημα σου».
Η πολύκροτη δίκη
Η δίκη της Νίτα Μπέικερ ξεκίνησε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1961. Το δικαστήριο δέχτηκε την άποψη των ψυχιάτρων πως η γυναίκα διέπραξε το τριπλό φονικό σε πλήρη σύγχυση και διέταξε τον εγκλεισμό της στο ψυχιατρείο. Δεν έδειξε καμία μεταμέλεια πιστεύοντας πως λύτρωσε τα παιδιά της από τη στεναχώρια που τα περίμενε.
Ο εισαγγελέας Γκαζέτας όμως, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση πεπλανημένη, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η επανάληψη της δίκης. Την άνοιξη του 1962 η Νίτα Μπέικερ βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη.
Αυτή τη φορά ο σύζυγός της ισχυρίστηκε πως δεν διατηρούσε παράνομο ερωτικό δεσμό, αλλά φιλική σχέση με την Ελληνίδα.
Η κατηγορούμενη, στην απολογία της, άλλαξε το αφήγημα της ισχυριζόμενη πως ο σύζυγός της ήταν βίαιος μαζί της και ότι ήθελε να επιστρέψει στην Αμερική με τα παιδιά της, αλλά εκείνος δεν την άφηνε.
«Σκότωσα τα παιδιά μου γιατί ήθελα να αναγκάσω τον άντρα μου να μην με χτυπά» είπε η γυναίκα στο δικαστήριο.