Το έγκλημα που “στιγμάτισε” την εποχή – Ο κωφάλαλος δολοφόνος του 1959 με τα ψυχρά μάτια

Κοινοποίηση:
dolofonos

Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου 1959 η Αγγέλα Ρ. πήγε, όπως κάθε μέρα, στο σπίτι του κουμπάρου της στο Χαϊδάρι. Μπαίνοντας από την είσοδο παρατήρησε πως το σπίτι ήταν αναστατωμένο. Τα συρτάρια και τα ντουλάπια στο σαλόνι ήταν ανοικτά και τα πράγματα πεταμένα στο πάτωμα.

 

Φώναξε τ’ όνομα του κουμπάρου της Γιώργου και όταν δεν πήρε καμία απάντηση προχώρησε προς την κουζίνα όπου ήρθε αντιμέτωπη μ’ ένα αποτρόπαιο θέαμα.

Στο πάτωμα είδε αίματα και σκεπασμένο με μία κουβέρτα ένα πτώμα. Σήκωσε την κουβέρτα και διαπίστωσε πως στο έδαφος, με πολτοποιημένο το κεφάλι του, κείτονταν ο κουμπάρος της. Η γυναίκα, σοκαρισμένη, βγήκε τρέχοντας από το σπίτι φωνάζοντας βοήθεια. Λίγη ώρα αργότερα η αστυνομία περνούσε το κατώφλι της μονοκατοικίας του γνωστού μεγαλοκτηματία της περιοχής. Ο άνδρας ήταν χήρος κι άτεκνος με μεγάλη οικονομική επιφάνεια.

Οι αστυνομικοί ερευνώντας τον τόπο του εγκλήματος κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι δράστες ήταν δύο. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού βρήκαν δύο ποτήρια από τα οποία είχαν πιει ποτό μαστίχα και είχαν φάει καρυδόψιχα. Οι δράστες είχαν μπει στο σπίτι παραβιάζοντας το παράθυρο του σαλονιού. Πάνω στο πρεβάζι ήταν ξεχασμένο ένα γάντι ενώ στους αστυνομικούς έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο είχαν σπάσει τις γρίλιες και εκτίμησαν πως ο δράστης ήταν αριστερόχειρας.

Το σπίτι ήταν αναστατωμένο δείγμα πως πρόθεσή τους ήταν η ληστεία. Ακολουθώντας τα ίχνη του αίματος διαπίστωσαν πως ο άτυχος κτηματίας πάλεψε για τη ζωή του. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τους δολοφόνους του έξω από την κρεβατοκάμαρα, όπου και δέχτηκε τα πρώτα χτυπήματα με σουγιά στο λαιμό. Στο διάδρομο, που οδηγούσε στην κουζίνα, το πάτωμα και ο τοίχος ήταν γεμάτα αίματα.

Η μοιραία κουβέντα στο καφενείο

Ο άτυχος άνδρας, σοβαρά τραυματισμένος, σύρθηκε από τους δράστες στην κουζίνα όπου δέχτηκε χτυπήματα με γκασμά στο κεφάλι. Από τις μαρτυρίες φίλων και γνωστών του θύματος προέκυψε ότι, λίγα εικοσιτετράωρα νωρίτερα, ο άτυχος άνδρας είχε εισπράξει ένα μεγάλο ποσό από εταιρία πετρελαιοειδών για το οποίο είχε μιλήσει στο καφενείο. Γι’ αυτό και η αστυνομία εκτίμησε πως βρίσκονταν μπροστά σε μία ληστεία η οποία πήγε στραβά. Αρχικά, θεωρήθηκαν ύποπτοι οι αθίγγανοι της περιοχής και οδηγήθηκαν στο τμήμα περίπου πενήντα άτομα τα οποία, όμως, αφέθηκαν ελεύθερα λόγω έλλειψης στοιχείων.

Η έρευνα πήρε νέα τροπή όταν στις 2 Νοεμβρίου, σε ένα παλιό μοναστήρι στα Σπάτα, βρέθηκε άγρια δολοφονημένος ένας νεαρός κωφάλαλος. Ήταν ο Νίκος Π. γνωστός στην ευρύτερη περιοχή. Ο τρόπος με τον οποίο είχε διαπραχθεί το έγκλημα θύμιζε αυτόν του κτηματία και οι αρχές πιθανολόγησαν ότι ο δράστης ήταν το ίδιο πρόσωπο. Στην τσέπη του θύματος βρέθηκε ένα σημείωμα το οποίο ανέφερε: «να φυλάγεσαι από τον Βασίλη Π. γιατί δεν είναι εντάξει».

Οι αστυνομικοί άρχισαν να ψάχνουν στο στενό φιλικό και οικογενειακό του περιβάλλον και λίγες ώρες αργότερα συνέλαβαν τον Βασίλη Π. επίσης, κωφάλαλο. Τα ρούχα του ήταν γεμάτα αίματα και μαζί του είχε 200 δρχ. ενώ το ένα πενηντάρικο ήταν ματωμένο. Μάλιστα, δεν άργησαν να διαπιστώσουν πως ο νεαρός ήταν αριστερόχειρας. Ο Βασίλης Π. ισχυρίστηκε πως, νωρίτερα, είχε ένα ατύχημα, όταν πήγε στη θάλασσα για να κολυμπήσει και να ψαρέψει.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΙΚΗ

Ο Βασίλης Π., όμως, δεν άργησε να ομολογήσει πως ήταν εκείνος που έκοψε το νήμα της ζωής του φίλου του. Αρχικά είπε πως τον σκότωσε γιατί τον πίεζε να κλέβει. «Ήταν ένας μεγάλος κλέφτης και γι’ αυτό θέλησα να τον βγάλω από τη μέση. Να τον ξεφορτωθώ μια για πάντα» είπε. Στη συνέχεια, όμως, ισχυρίστηκε πως όλα έγιναν πάνω σε έναν καυγά ενώ βρισκόταν σε άμυνα. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης  ο νεαρός ομολόγησε πως συμμετείχε και στη δολοφονία του κτηματία στο Χαϊδάρι κάτι που ενώπιον του δικαστηρίου, λίγους μήνες αργότερα, αναίρεσε καταγγέλλοντας  πως κακοποιήθηκε από τους αστυνομικούς. Μάλιστα, κατονόμασε ως δράστες του φονικού τον δολοφονημένο φίλο του και ένα συγγενικό του πρόσωπο. Η δίκη του νεαρού, τον Μάρτιο του 1960, στο Πενταμελές Εφετείο της Αθήνας συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του Τύπου ο οποίος τον αποκαλούσε «δολοφόνο με τα ψυχρά μάτια».

Με δυσκολία στη συνεννόηση, καθώς δεν είχε διδαχτεί την νοηματική και την βοήθεια  διερμηνέων ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι στις 26 Οκτωβρίου 1959 λήστεψε και στη συνέχεια δολοφόνησε τον άτυχο κτηματία. Ο νεαρός ισχυρίστηκε πως το μοιραίο βράδυ βρισκόταν στο πατρικό του σπίτι, όπου είχε γιορτή ο πατέρας του, Δημήτρης. Αναφερόμενος δε στο τραγικό τέλος του φίλου του, ισχυρίστηκε πως του επιτέθηκε μ’ ένα σουγιά και υποχρεώθηκε να αμυνθεί, ενώ αρνήθηκε ότι τον λήστεψε εκτιμώντας ότι κάποιος εργάτης πήρε τα χρήματα που είχε πάνω του ο Νίκος Π.

Το άλλοθι της γιορτής

Οι μάρτυρες υπεράσπισης του νεαρού, μεταξύ των οποίων και η μητέρα του, επιβεβαίωσαν ενώπιον του δικαστηρίου τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι το μοιραίο βράδυ της δολοφονίας του άτυχου κτηματία βρισκόταν σε γιορτή στο πατρικό του σπίτι. Οι συγγενείς του δολοφονημένου φίλου του, από την πλευρά τους, «έδειξαν» τον κατηγορούμενο ως τον άνθρωπο που παρέσυρε στην παρανομία τον Νίκο Π.

Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε την καταδίκη του νεαρού, χωρίς κανένα ελαφρυντικό.

Λίγο πριν ληφθεί η απόφαση ο κατηγορούμενος ζήτησε το λόγο και με τη βοήθεια του διερμηνέα του επανέλαβε ότι δεν είχε καμία εμπλοκή στη δολοφονία του Χαϊδαρίου. Την ίδια ώρα, δήλωσε μετανιωμένος για το χαμό του φίλου του, λέγοντας ότι τον χτύπησε ενώ βρισκόταν σε άμυνα και ζήτησε την επιείκεια των δικαστών.

Τελικά, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, και του επέβαλε κατά συγχώνευση κάθειρξη 20 ετών. Το γεγονός ότι ήταν κωφάλαλος λειτούργησε ως ελαφρυντικό με αποτέλεσμα να έχει μειωμένη ποινή και απέφυγε την καταδίκη σε θάνατο.

Της Μαρίας Ζαχαροπούλου

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: