Δεν γνωρίζω από που προέρχεται, αλλά ούτε και με αφορά για να πω την αλήθεια.
Το κρατώ απλά μέσα μου σαν μια από τις ωραιότερες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων και το αφήνω να κυλά στις μνήμες μου άψαχτο, μεταφέροντας το κι εγώ στην κόρη μου και παρακαλώντας την να το μεταφέρει κι εκείνη με την σειρά της στα παιδιά της.
Οπότε, έχουμε και λέμε :Τέλη της δεκαετίας του 70 και τα παιχνίδια στην επαρχιακή πόλη του Ηρακλείου ελάχιστα και μόνο για τους πολύ τυχερούς.- Αυτοί υπήρχαν ανέκαθεν βλέπεις-
Η βόλτα στο κέντρο της πόλης όμως, ανέξοδη εντελώς, από την αρχή της Λεωφ. Δικαιοσύνης έως και τα Λιοντάρια, στο περίφημο Κιρκόρ, ανήκε σε όλους, όπως επίσης σε όλους ανήκε και το όνειρο.
Πρόσωπα μεσόκοπα, νεανικά, παιδικά, όλα χαμογελαστά, καθώς η προσδοκία δεν ξεπερνούσε το εφικτό αλλά ούτε και το εφικτό δεν ήταν απραγματοποίητο.- Σαν σήμερα λόγου χάρη-Τα παιδιά δεν ζητούσαν πολλά και αυτά που ζητούσαν σχεδόν όλοι μπορούσαν να τους τα προσφέρουν. Έτσι λοιπόν μετά το πέρας της απαραίτητης βόλτας και την επιστροφή στο σπίτι, η αγωνία μεγάλη, καρφιτσωμένη στα μάτια του κάθε μικρού και κάθε έφηβου, για το πόσο λίγο η πολύ θα γέμιζε η τσέπη του από τις 12 και μετά που θα άλλαζε η μέρα και θα έμπαινε ο καινούργιος χρόνος.
Και όταν το ρολόι χτυπούσε 12 νταν ο “πατριάρχης” του σπιτιού, επιβλητικά επιβλητικά σηκώνονταν πάνω κι αφού πρώτα έσπαγε ένα κατακόκκινο ρόδι μέσα στο σπίτι που, σημάδι ευγονίας και ευζωίας, στην συνέχεια γενναιόδωρα πετούσε ότι είχε σε ψιλά μέσα στις τσέπες του, φρόντιζε μάλιστα από νωρίς να είναι παραπάνω από αρκετά- κάτι που ήταν μόνο η αρχή για το τσούρμο των παιδιών που περίμεναν πως και τι για να ορμήσουν και να τα περιμαζέψουν από τις γωνιές του σπιτιού που είχαν διασκορπιστεί.
Αυτό όμως ήταν μόνο η αρχή. Μια μικρή αρχή γιατί το μεγάλο έρχονταν από κει κι έπειτα. Το όμορφο, το σπουδαίο, το ουσιαστικό δεν κρύβονταν μέσα σε ξενόφερτες Αγιοβασιλιάτικες μπότες αλλά στο στιβαρό χέρι του μπαμπά, στο τρυφερό χέρι της μάνας, στο σεβάσμιο χέρι της γιαγιάς και του παππού, στο γενναιόδωρο χέρι του θείου, της θείας, ενός καλού φίλου, κ.τλ κτλ κτλ.
Όλα τα χέρια ανοιχτά κάποτε, όλα κάτι έδιναν, κι όλα τα παιδιά από κάτι έπαιρναν.
“Έλα δω βρε μασκαρά να σου δώσω την καλή σου χέρα” για μια ολόκληρη ημέρα έλεγαν οι μεν κι άκουγαν οι δε, κι άπαντες ήταν ευτυχισμένοι. Κι εκείνοι που έδιναν κι εκείνοι που έπαιρναν γιατί κανείς δεν ξέφευγε από το όριο του. Κανείς δεν ζητούσε παραπάνω από αυτό που του έδιναν, και κανείς δεν έδινε παραπάνω από αυτό που μπορούσε…Έτσι, εκείνο το βράδυ, σχεδόν όλα τα παιδιά αποκοιμόνταν με το χαμόγελο στα χείλη και το “θησαυρό” της καλής χέρας κρατημένο σφιχτά στο δικό τους χέρι.
Την επαύριο, με το άνοιγμα των μαγαζιών, είχαν την μία και μοναδική ευκαιρία της χρονιάς, να ξοδέψουν χρήματα όπου αυτά ήθελαν. Στις λιγοστές απολαύσεις δηλαδή που τους προσφέρονταν. Και ήταν ευτυχισμένα! Γιατί η ευτυχία στην ζωή μας δεν κρύβεται στα πολλά αλλά στα καλά…
30 χρονια ειχα να το ακούσω