Η ετήσια έκδοση της Eurostat για την ισότητα και τις μη-διακρίσεις, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα μπορεί να διαβαστεί και αντίστροφα: Σε ποιες χώρες και σε ποιους τομείς υπάρχουν οι μεγαλύτερες ανισότητες στην Ευρώπη και ποιες ομάδες πληθυσμού είναι «λιγότερο ίσες από τις άλλες» – για να παραφράσουμε τον Όργουελ.
Η Ελλάδα «σκοράρει» κάτω από τη βάση, σε μια σειρά δείκτες που αφορούν την υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία, το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης.
Θα είμαστε βέβαια άδικοι αν δεν αναγνωρίζαμε και τα θετικά. Για παράδειγμα, έχουμε ένα από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής με καλή υγεία, στα 67 έτη, έναντι 62,6 έτη που είναι ο μέσος όρος των χωρών της ΕΕ. Επίσης, τα ποσοστά εφήβων που εγκαταλείπουν το σχολείο παραμένουν σχετικά χαμηλά, στο 1,16% έναντι 3,2% στην ΕΕ των 27.
Μόνο που το ασφαλιστικό και το εκπαιδευτικό σύστημα κάνουν ό,τι μπορούν για να μετανιώσουμε και τα λίγα καλά που έχουμε. Για τους μεν 60+ η επιλογή είναι είτε να επιβιώσουν με συντάξεις πείνας, είτε να ενταχθούν στο στρατό των «ασπρομάλληδων» εργαζομένων, δουλεύοντας ως και τα τρίτα τους –ήντα αφού ο μήνας δε βγαίνει.
Για τα δε δεκαπεντάχρονα, οι εξεταστικοί «κόφτες» και το υπό σχεδιασμό Εθνικό Απολυτήριο, κάνουν ό,τι μπορούν για να διασφαλίσουν ότι το «ξεσκαρτάρισμα» όσων θα αποτελέσουν φθηνή εργατική δύναμη θα γίνεται από τα τρυφερά εφηβικά χρόνια.
Αρχές ισότητας και μη διάκρισης
Η έκθεση της Eurostat δεν ασχολείται με το πώς και το γιατί, ούτε προβάλλει τι θα γίνει στο άμεσο μέλλον, αλλά είναι μια – όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστη – καταγραφή του τι ισχύει σήμερα.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, η Η ΕΕ βασίζεται στο σεβασμό της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιτρέποντας την επικράτηση των βασικών αρχών του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της αλληλεγγύης, ενώ παράλληλα εξαλείφει τις διακρίσεις.
Η αρχή της μη-διάκρισης, εξηγούν, σημαίνει ότι όσοι ζουν εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν «διαχωρισμούς περιορισμούς, αποκλεισμούς ή διακριτική μεταχείριση, που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα την ακύρωση ή την υποβάθμιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών».
Οι έξι λόγοι διάκρισης που αποτελούν τη βάση των στατιστικών της ΕΕ για την ισότητα και τη μη διάκριση είναι το φύλο, η ηλικία, η αναπηρία, η εθνικότητα (ή η φυλετική καταγωγή), η θρησκεία και ο σεξουαλικός προσανατολισμός.
Οι στατιστικές της Εurostat εξετάζουν τις διαστάσεις της ισότητας ή/ και τις αιτίες διάκρισης σε διαφορετικούς τομείς, βοηθώντας όπως σημειώνεται «στον εντοπισμό των ανισοτήτων και στην αναγνώριση των τομέων όπου συγκεκριμένες ομάδες ενδέχεται να αντιμετωπίζουν μειονεκτήματα».
Χωρίς πρόσβαση σε υγεία 1 στα 3 ΑμεΑ
Τα άτομα με αναπηρία που ζουν στην Ελλάδα, είναι διπλά άτυχα, αφού σχεδόν ο ένας στους τρεις δεν μπορεί να καλύψει ανάγκες για ιατρικές εξετάσεις. Συγκεκριμένα, το 2023 το 32,6% των ατόμων ηλικίας 16 ετών, με μέτρια ή σοβαρή αναπηρία, ανέφεραν ότι είχαν ανεκπλήρωτες ανάγκες για ιατρική εξέταση τους προηγούμενους 12 μήνες. Πρόκειται για ένα τρομαχτικό ποσοστό, το υψηλότερο στην Ευρώπη των 27, υπερτριπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που είναι στα 7,4%.
Στο γενικό πληθυσμό της Ελλάδας τα ποσοστά των ατόμων άνω των 16 ετών με ανεκπλήρωτες ιατρικές ανάγκες – λόγω έλλειψης χρημάτων ή μακρινής απόστασης ή επειδή υπάρχει πολύ μεγάλη λίστα αναμονής – ανέρχονται στο 11,6%, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά την Εσθονία. Ο μέσος όρος της ΕΕ στην ίδια κατηγορία είναι 2,3%
Άλλα κράτη μέλη με σχετικά υψηλά ποσοστά ατόμων με αναπηρία με ανεκπλήρωτες ιατρικές ανάγκες ήταν η Εσθονία (25,0 %), η Δανία (20,7 %), η Λετονία (20,5 %) και η Ρουμανία (19,2 %). Αντίθετα, τα χαμηλότερα μερίδια ήταν 0,2 % στην Κύπρο και 0,8 % στη Γερμανία.
Nέοι εκτός εκπαίδευσης και εργασίας
Η Ελλάδα έχει το τρίτο υψηλότερο ποσοστό νέων (ηλικίας 15-29 ετών) στην ΕΕ που δεν εργάζονται ούτε συμμετέχουν σε εκπαίδευση και κατάρτιση.
Η κατηγορία αυτή ονομάζεται NEET (Neither in Employment, Education or Training) και είναι ένας δείκτης εργασιακού, εκπαιδευτικού αλλά και κοινωνικού αποκλεισμού της νεολαίας μιας χώρας.
Το 2023, το 11,2 % των νέων ηλικίας 15 έως 29 ετών ήταν ΝΕΕΤ. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 16%, σχεδόν στο ίδιο ύψος με την Ιταλία (16,1%), ενώ πρώτη είναι η Ρουμανία (19,3%).
Για τους νέους που προέρχονται από χώρες εκτός της ΕΕ και ζουν στην Ελλάδα, τα ποσοστά των ΝΕΕΤs προσεγγίζουν το 32%, επίσης το υψηλότερο πανευρωπαϊκά. Αν δεχθούμε ότι τα στοιχεία που παρέχει η Ελλάδα στη Eurostat είναι ακριβή, πρόκειται για μια τεράστια αποτυχία του ελληνικού κράτους να ενσωματώσει, στην εργασία και την εκπαίδευση, τους νέους μετανάστες και πρόσφυγες. Την ίδια στιγμή που η χώρα υπογράφει διακρατικές συμφωνίες για φθηνούς «μετακλητούς» εργάτες μιας χρήσης, αδυνατεί να αξιοποιήσει όσους νέους ζουν ήδη στη χώρα μας. Μια άλλη αιτία για τα υψηλά ποσοστά NEETs για τους νέους πολίτες τρίτων χωρών που ζουν στην Ελλάδα μπορεί να είναι τα υψηλά ποσοστά αδήλωτης εργασίας και το καθεστώς «παρανομοποίησης», όσων στερούνται άδειας παραμονή.
Αργυρό μετάλλιο στη γυναικεία ανεργία
Η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό γυναικείας ανεργίας στην ΕΕ, με 11,6% τον Αύγουστο, πίσω από την Ισπανία (12,8%), και σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (6.1%).
Η έκθεση της Eurostat για την ισότητα και τις μη διακρίσεις, αναφέρει ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με το σύνολο της ΕΕ βρίσκεται στις χώρες που κατέγραψαν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας για τις νεότερες γυναίκες απ’ ό,τι για τους νεότερους άνδρες, με αποτέλεσμα αρνητικό χάσμα ανεργίας μεταξύ των δύο φύλων.
Στον πίνακα της έκθεσης προκύπτει ότι η Ελλάδα έχει επίσης το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης για γυναίκες με παιδιά στις παραγωγικές ηλικίες των 25-54 ετών, λίγο πάνω από 60%, ενώ για τις γυναίκες χωρίς παιδιά της ίδιας ηλικίας το ποσοστό ανεβαίνει περίπου στο 70%. Αντίστοιχα σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία το 90% των αντρών με παιδιά εργάζονται.
Έμφυλη ανισότητα και στα εισοδήματα
Οι γυναίκες στην Ελλάδα που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία κερδίζουν σχεδόν 42% λιγότερα χρήματα κατά μέσο όρο από ό, τι οι άντρες. Πρόκειται για το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, στην οποία ο μέσος όρος είναι 36,2%.
Ο δείκτης της Εurostat μετράει το συνολικό χάσμα αποδοχών μεταξύ ανδρών και γυναικών που συνδυάζει τρεις παράγοντες: Υπολογίζεται για άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών με βάση τις μέσες αποδοχές των γυναικών (είτε απασχολούνται είτε όχι) σε σύγκριση με τις μέσες αποδοχές των ανδρών. Οι παράγοντες είναι οι μέσες ωριαίες αποδοχές, ο μηνιαίος μέσος όρος του αριθμού των ωρών απασχόλησης, και το ποσοστό απασχόλησης.
Αντικατοπτρίζει δηλαδή όχι μόνο το χάσμα στους μισθούς, αλλά και τα υψηλά ποσοστά γυναικείας ανεργίας ή μερικής απασχόλησης.
Οι φθηνότεροι νέοι της ΕΕ
Μια άλλη θλιβερή «πρωτιά» που έχει η Ελλάδα αφορά το ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων στο σύνολο του πληθυσμού που εργάζεται. Ως χαμηλόμισθοι ορίζονται οι εργαζόμενοι (εκτός των μαθητευόμενων) που κερδίζουν τα δύο τρίτα ή λιγότερο του διάμεσου ωριαίου μισθού.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Εurοstat, το 2018 το μερίδιο των χαμηλόμισθων μισθωτών μεταξύ όλων των εργαζομένων ανερχόταν σε 15,2 % στην ΕΕ. Στους νεότερους εργαζόμενους, ως 30 ετών, τα ποσοστά των χαμηλόμισθων είναι σημαντικά υψηλότερα και ανέρχονται στο 26,2%. Οι νέοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι ακόμα πιο κακοπληρωμένοι, με σχεδόν έναν στους δύο (47,6%) να κερδίζει λιγότερα από τα 2/3 του διάμεσου ωρομισθίου.
Στο σύνολο του εργατικού δυναμικού οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι σχεδόν 20%.