Απογοήτευση αλλά και ανησυχία προκάλεσε η εικόνα του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν στο ντιμπέιτ με τον Ντόναλντ Τραμπ. Ακόμα και η ναυαρχίδα του αμερικανικού Τύπου «New York Times» – φιλικά προσκείμενη στο Δημοκρατικό Κόμμα – με σειρά άρθρων στράφηκε εναντίον του προέδρου των ΗΠΑ προτρέποντας τον να εγκαταλείψει την κούρσα για τον Λευκό Οίκο.
Την ίδια στιγμή ο ίδιος δήλωνε «τα πήγα καλά» και ότι σκοπεύει να κερδίσει τον αντίπαλό του.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του άρθρο της ιστοσελίδας Politico, η καθεστηκύια τάξη των αμερικανικών ΜΜΕ, αλλά και ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος ζητά από τον Τζο Μπάιντεν να αποσυρθεί.
Η ηλεκτρονική έκδοση των New York Times την Παρασκευή ανέφερε ότι πρέπει να εγκαταλείψει την κούρσα για το καλό της χώρας . Η Washington Post από πλευράς της γράφει πως θα πρέπει μέσα στο Σαββατοκύριακο να ακυρώσει τα οποιαδήποτε σχέδιά του για να το σκεφτεί. Εξέχοντες αρθρογράφοι – συμπεριλαμβανομένων τον βραβευμένο με Νόμπελ οικονομολόγο Paul Krugman , τον Tom Friedman , τον Nicholas Kristof , τον Jonathan Alter , τον David Ignatius και τον πρώην βουλευτή Joe Scarborough (σ.σ. παρουσιαστής της εκπομπής «Morning Joe» του MSNBC) – του ζητούν με θλίψη και όχι ελαφριά τη καρδία – να αποχωρήσει. Αυτές οι φωνές, έρχονται να συνταχθούν με όλα όσα είπαν όσοι παρακολούθησαν το καταστροφικό ντιμπέιτ με τον Ντόναλντ Τραμπ και πως η πιθανότητα να βγει ζημιωμένος από αυτή τη διαδικασία έιναι μεγάλη και το ρίσκο πολύ υψηλό για να το διακινδυνεύσει.
Η ερώτηση ωστόσο είναι η εξής: Ποιός νοιάζεται τι σκέφτονται αυτοί οι τύποι; Ο Μπάιντεν έχει αποφασίσει να συνεχίσει, αναφέρει το Politico.
Αυτό ωστόσο, σημειώνει, δεν σημαίνει ότι δεν θα λάβει σοβαρά υπόψιν τις συμβουλές τους. Αντίθετα, μπορεί να πει κανείς, πως όσο πιο σκληρά πιέζεται ο Μπάιντεν, τόσο πιο αποφασισμένος είναι να αψηφήσει τους σκεπτικιστές, ως μέρος μιας διαμάχης ανάμεσα στον ίδιο με τις ελίτ.
Είναι κοινό μυστικό στις ΗΠΑ πως στην αμερικανική ελίτ υπάρχει μια δυσαρέσκεια στο πρόσωπο ενός μαθητή με τραυλισμό που μεγάλωσε στην μικρή πόλη Scranton του Delaware και δεν έτυχε των οικονομικών και εκπαιδευτικών πλεονεκτημάτων που είχαν πολλοί από τους ανθρώπους που θα συναντούσε μετέπειτα στην πολιτική.
Υπάρχει όμως ένα ενδεχόμενο οι φωνές αυτές να μην αγγίζουν τον Tζο, συνεχίζει το Politico. Όπως έγραψαν συνάδελφοι , ο Μπάιντεν είναι τακτικός θεατής του «Morning Joe» και συχνά αναφέρει όσα έχει ακούσει. (Σε αυτή την περίπτωση, θα είναι πιο πιθανό να επικαλεστεί τη σύζυγο του Σκάρμπορο, Μάικ Μπρεζίνσκι, ο οποίος είπε ότι θέλει ακόμα τον Μπάιντεν ως υποψήφιο.) Ο Φρίντμαν, βραβευμένος με Πούλιτζερ αρθρογράφος εξωτερικών υποθέσεων για τους Times, είπε ότι θεωρεί τον πρόεδρο «φίλο του» αφού ήταν μαζί σε επίσημο ταξίδι μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Είπε ότι παρακολούθησε την λιποθυμία του Μπάιντεν που σταμάτησε μόνος του το CNN σε ένα ξενοδοχείο της Λισαβόνας και «με έκανε να κλάψω».
Ο Ignatius, σχολιαστής εξωτερικής πολιτικής της Washington Post, είπε ότι η συζήτηση απλώς επικύρωσε αυτό που έγινε «προφανές πριν από σχεδόν ένα χρόνο ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν θα έπρεπε να είναι υποψήφιος για δεύτερη θητεία». Το έκανε ούτως ή άλλως, από «ένα συνδυασμό ηθικής πεποίθησης, προσωπικής εμπιστοσύνης και εγωισμού».
O θόρυβος πάντως που σηκώθηκε από τα αμερικανικά ΜΜΕ είναι εντυπωσιακός. Και υπογράμμισαν μια ακόμα πραγματικότητα. Ακριβώς όπως η ηλικία και η συγκίνηση του Μπάιντεν μπορούν να τον κάνουν να φαίνεται σαν επισκέπτης μιας άλλης γενιάς, η ιδέα των διακεκριμένων σχολιαστών που έχουν μεγάλη επιρροή στην εθνική ατζέντα είναι από μόνη της ένα «κόλπο» μιας παλαιότερης εποχής.
Οι φωνές που έκαναν έκκληση στον Μπάιντεν να εγκαταλείψει την κούρσα και να ζητήσουν ένα ανοιχτό συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο τον Αύγουστο για την επιλογή ενός πιο επιβλητικού υποψηφίου δήλωσαν ομοιόμορφα ότι είχαν ως κίνητρο την περιφρόνηση για τον Τραμπ και τον φόβο για το τι θα μπορούσε να κάνει αν επιστρέψει στην εξουσία.
Ο Τραμπ και το πολιτικό του κίνημα, ωστόσο, αποτυπώνε ακριβώς πόσο ελάχιστη σημασία έχουν οι φωνές του κατεστημένου. Κέρδισε το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων το 2016 κατατροπώνοντας ιστορικά στελέχη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Επομένως, εάν τα ΜΜΕ είχαν τόσο μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ο Τραμπ θα είχε εκδιωχθεί εδώ και πολύ καιρό από την εθνική σκηνή, σημειώνει ο John F. Harris του Politico.
Για αυτό το θέμα, ο Μπάιντεν στον αγώνα ανάδειξης υποψηφίων των Δημοκρατικών για το 2020 θα ήταν η πρώτη επιλογή λίγων από αυτούς που τον συμβουλεύουν τώρα να αντιμετωπίσει το προφανές σχετικά με την προχωρημένη ηλικία του. Ακριβώς όπως ο Τραμπ συγκέντρωσε ένα κίνημα που ενθουσιάστηκε με τη ρητορική του, έτσι και ο Μπάιντεν συγκέντρωσε ένα κίνημα «μάντεψε-αυτός-κάνει» ανθρώπων που υπολόγισαν ότι τουλάχιστον θα μπορούσε να νικήσει τον Τραμπ. Θέλουμε έναν άνθρωπο επομένως που «απλώς να κάνει».
Ως παράδειγμα, το μέσο αναφέρει τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον στο αποκορύφωμα του πολέμου του Βιετνάμ το 1968, ο οποίος όταν άκουσε το δηκτικό σχόλιο του Walter Cronkite στο CBS Evening News είπε: «Αν έχω χάσει τον Cronkite, έχω χάσει τον μεσο Αμερικανό πολίτη».
Πενήντα έξι χρόνια αργότερα, αν ο Τζο Μπάιντεν έχασε τον Τζο Σκάρμπορο – είναι πιθανώς αλήθεια ότι έχασε ανθρώπους με επιρροή σε περίφημα fora της Ουάσιγκτον, της Νέας Υόρκης, του Λος Άντζελες και του Σαν Φρανσίσκο. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μεγάλη σημασία για τον Μπάιντεν. Θα έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία, ωστόσο, εάν ωθήσουν τους ανθρώπους που έχουν πραγματικά αντιμετωπίσει ψηφοφόρους – ανώτερους Δημοκρατικούς στο Καπιτώλιο ή κυβερνήτες – να αναλάβουν δράση. Μέχρι στιγμής, υπάρχουν πολλοί εκλεγμένοι αξιωματούχοι που συμφωνούν με τους αρθρογράφους και σχολιαστές αλλά δεν τοποθετούνται δημοσίως. Τουλάχιστον ακόμα…
Πηγή: ieidiseis.gr
Χαζάροι/Εσκε-νάζι/Εβραίοι.