Τα τελευταία τρία καλοκαίρια τα Κουφονήσια έχουν γίνει ένας σταθερός προορισμός του κοινού 18-35 της χώρας. Τόσο σταθερός που πλέον δεν υπάρχει χώρος να κουνηθείς σε κάποια από τις παραλίες. Είναι όμως ένα συνονόματο νησί που έχει μια πραγματικά ανόθευτη ομορφιά.
Κι αν δεν ήταν ούτως ή άλλως απαγορευμένο να κατοικήσει εκεί άνθρωπος, έστω και για τουριστικούς λόγους, δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσουμε να γράψουμε γι΄αυτό. Αφού ο νόμος μας…εξαγνίζει τα χέρια, μπορούμε πολύ εύκολα να μιλήσουμε για το Κουφονήσι της Κρήτης, το Κουφονήσι του Λασιθίου.
Ένα από τα λιγότερο εξερευνημένα νησιά της χώρας, για προφανείς λόγους σαφώς. Αλλά κι ένας ακόμα λόγος για να μας ξαφνιάζει αυτή η πληθώρα σημείων που αναδύουν ατελείωτες περιγραφές και θάλλουν σε τούτο τον τόπο. Σε βαθμό που μια ολόκληρη ζωή δε φτάνει για να πάρεις μερίδιο από τα μισά.
Γνωστό επίσης ως Λευκή, το Κουφονήσι πήρε το όνομα του είτε από τα κούφια σημεία του, δηλαδή τις σπηλιές του είτε από τα κουφά που στην ντοπιολαλιά της Κρήτης είναι τα ποντίκια, που αφθονούσαν μέχρι τον περασμένο αιώνα.
Ευρισκόμενο στο λυβικό πέλαγος είναι μια ξεκάθαρη αφρικανική πινελιά στην τοπογραφία της Κρήτης. Κι αυτό το καταλαβαίνει κανείς στο σημείο της ερήμου, ενός σημείου αρκετά άγονου, που βρίσκεται στο μέσο του νησιού και μοιάζει να αποτελεί το έσχατο σύνορο Ευρώπης και Αφρικής.
Τω όντι, είναι ένα ελαιόδεντρο, ένα από τα μόλις τέσσερα στο νησί, που κρατά πίσω την πυκνή βλάστηση με θάμνους και δέντρα κι ανοίγει μπροστά την αραιή, χαμηλή και «σκληρή» χλωρίδα με τα φρύγανα.
Αν προσθέσει κανείς στο σκηνικό και τις πολλές σαύρες, τότε μπορούμε να παρομοιάσουμε με την πιο άνυδρη περιοχή του Τέξας.
Μέσα σε μόλις 6 χιλιόμετρα ακτογραμμών μπορεί κανείς να αντικρύσει έναν πλούτο ιστορίας, μυθολογίας, παρελθόντος εν γένει. Άλλωστε, τα πολλά αρχαιολογικά ευρήματα έχουν προσδώσει στο Κουφονήσι το παρατσούκλι Δήλος της Κρήτης.
Το θέατρο που έχει υποστεί σαφώς μεγάλες καταστροφές, τα υπολείμματα της ρωμαϊκής κυριαρχίας, ιδίως από τον 1ο ως των 4ο αιώνα μ. Χ., το λουτρικό σύστημα, τα ερείπια από μεγαλοπρεπείς κατοικίες σαν βίλες, όλα μαρτυρούν την χιλιοαναγνωρισμένη ευφυΐα των ανθρώπων εκείνης της εποχής.
Το Κουφονήσι βέβαια φημιζόταν σε εκείνους τους αιώνες για την αλιεία σπόγγων και για την επεξεργασία της πορφύρας, ενός υλικού άκρως αγαπητού στη Ρώμη και φυσικά αργότερα στο Βυζάντιο. Λέγεται μάλιστα ότι αποτελούσε βασικό «χορηγό» για τις αυτοκρατορικές αμφιέσεις των Βυζαντινών και δη του επονομαζόμενου Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου.
Σε περίοπτη θέση μεταξύ της αρχαιολογικής κουλτούρας που βρίθει στο νησί, είναι και ο ρωμαϊκός ναός, αρκετά κακοποιημένος κι αυτός, αφού στα μέσα του 20ου αιώνα φαίνεται πως κάποιοι ναυτικοί χρησιμοποίησαν τμήματά του για να χτίσουν το φάρο.
Στα μεταγενέστερα χρόνια το νησί είχε ελάχιστο μόνιμο πληθυσμό. Οι περισσότεροι κατέληγαν εδώ για λίγες μέρες ή ώρες, καθώς αναζητούσαν καταφύγιο μέχρι να κοπάσει η θάλασσα και να μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με πλοίο. Φτάνουμε στη δεκαετία του ’70 για να εντοπίσουμε την τελευταία σταγόνα ανθρώπινης ζωής εδώ.
Από κει και μετά το Κουφονήσι είναι προσβάσιμο μόνο με οργανωμένες μίνι κρουαζιέρες και για λίγες ώρες φυσικά. Το καλό είναι ότι μπορείς να το δεις όλο μέσα σε μια ώρα, αφού αυτή είναι η διάρκεια της μεγαλύτερης διαδρομής.
Το υπόλοιπο διάστημα της παραμονής στο νησί μπορείς να το περάσεις σε κάποια από τις 36 παραλίες του, με λιγότερες σαφώς να είναι εύκολα προσβάσιμες. Αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε κάποιες αυτές είναι ο Φάρος, ο Ακρίταμος με τα αργιλώδη πετρώματα, η ξακουστή Ανεμερτιά, η παραλία του Γρέου και η Χιλιαδερφιά.
Την τελευταία μάλιστα τη συνοδεύει και μια ιστορία που πατά με το ένα πόδι στο πραγματικό και με το έτερο στην απλή φήμη. Λέγεται ότι κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Πρίγκιπας Κάρολος και η αείμνηστη Νταϊάνα είχαν αγκυροβολήσει εκεί με την θαλαμηγό τους για μια εβδομάδα.