Κάποιος χριστιανός, πλούσιος, υποσχέθηκε να δωρίσει ένα ασημένιο δίσκο στην Εκκλησία του Αγίου.
Πήγε σε κάποιο χρυσοχόο, του είπε να κατασκευάσει δύο δίσκους και να γράψει πάνω στον ένα το όνομα του Αγίου και στον άλλο το δικό του όνομα.
Ο τεχνίτης κατασκεύασε τους δυό δίσκους. Επειδή ο δίσκος του Αγίου φαινόταν λαμπρότερος και ωραιότερος, τον κράτησε για τον εαυτόν του, χωρίς να σκεφθεί την επιγραφή την οποίαν είχε και το όνομα του Αγίου. Ταξιδεύοντας στη θάλασσα, ένω έτρωγε, του έφερε ο υπηρέτης στο τράπεζι το δίσκο του Αγίου γεμάτο από φαγητά. Ο αναίσθητος εκείνος και ανευλαβής Χριστιανός έτρωγε από τα φαγητά του δίσκου χωρίς κανένα σεβασμό. Αφού τελείωσε το φαγητό, πήρε ο υπηρέτης το δίσκο γιά να τον πλύνει στη θάλασσα. Ο δίσκος όμως έφυγε από τα χέρια του και έπεσε στο βυθό της θάλασσας.
Ο υπηρέτης, τρομαγμένος και φοβισμένος, πάνω στη σύγχυσή του, θέλοντας να κρατήσει το δίσκο έπεσε και αυτός στη θάλασσα. Βλέποντας ο κύριος του αυτό που έγινε και ελεεινολογόντας τον εαυτόν του έλεγε: «Αλλοίμονον σ’ εμένα τον άθλιο! Επειδή επιθυμήσα το δίσκο του Αγίου, μαζί με αυτόν έχασα και τον υπηρέτη μου. Αλλά, Κύριε Θεέ μου, σου υπόσχομαι, ότι αν βρω μόνον το σώμα του δούλου μου, θα δώσω στον Μάρτυρά σου Άγιο Μηνά μαζί με τον άλλο δίσκο και την αξία που είχε ο δίσκος του που έπεσε στη θάλασσα».
Όταν βγήκε λοιπόν από το πλοίο κοιτούσε στην ακρογιαλιά, περιμένοντας και ελπίζοντας να δει το νεκρό σώμα του δούλου του. Ενώ δε κοιτούσε προσεχτικά, ω του θαύματος! βλέπει με έκπληξη τον υπηρέτη του ζωντανό, να βγαίνει από τη θάλασσα, κρατώντας στα χέρια του το δίσκο του Αγίου. Με μεγάλη χαρά φωναξε, κηρύττοντας το θαύμα. Οι επιβάτες του πλοίου βγήκαν όλοι έξω και βλέποντας τον δούλο να κρατά στα χερια το δίσκο θαύμαζαν πολύ και δόξαζαν τον Θεό, και τον ρώτησαν, πώς σώθηκε από τη θάλασσα; Ο δε δούλος απάντησε: «Μόλις έπεσα στη θάλασσα, ήλθαν τρεις άνθρωποι πολύ όμορφοι, από τους οποίους ο μεν ένας, ο μεγαλύτερος κατά την ηλικία, ήταν ντυμένος με στρατιωτική στολή, ο άλλος ήταν νέος και ο τρίτος Διάκονος. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι με πήραν από το βυθό της θάλασσας και αφού περπάτησαν μαζί μου χθες και σήμερα, ήλθαμε ως εδώ.
Το θαύμα αυτό έγινε γνωστό παντού και εξ αιτίας αυτού μεγαλύνεται μέχρι σήμερα ο Χριστός, που δοξάζει με αυτό τον τρόπο τους Αγίους του. Οι τρεις εκείνοι άνθρωποι, που εμφανίστηκαν τότε και έσωσαν τον υπηρέτη από το βυθό της θάλασσας, ήσαν ο μέν μεγαλύτερος στην ηλικία ο Άγιος Μηνάς, ο νέος ο Άγιος Βίκτωρ και ο Διάκονος ο Άγιος Βικέντιος, που μαρτύρησαν και αυτοί την ιδίαν ημερομηνία, δηλαδή ο μέν Άγιος Βίκτωρ στις 11 Νοεμβρίου του έτους (160), ο Άγιος Βικέντιος στις 11 Νοεμβρίου του έτους (235) και ο Άγιος Μηνάς στις 11 Νοεμβρίου του έτους (296), τιμώνται δε και οι τρεις μαζί με τον Άγιο Μηνά.