Η Citigroup, μια αμερικανική τράπεζα, πραγματοποίησε κατά λάθος πίστωση ενός λογαριασμού πελάτη με το αστρονομικό ποσό των 81 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αντί για το σωστό ποσό των 280 δολαρίων.
Σύμφωνα με πληροφορίες από άρθρο των Financial Times, η λανθασμένη αυτή μεταφορά συνέβη τον Απρίλιο και παρέμεινε απαρατήρητη τόσο από τον υπάλληλο που διαχειριζόταν τις πληρωμές όσο και από τον υπεύθυνο επαλήθευσης των συναλλαγών πριν από την έγκρισή τους.
Ένας τρίτος υπάλληλος της τράπεζας εντόπισε τη λανθασμένη πληρωμή μόλις 90 λεπτά μετά την ολοκλήρωσή της. Η ακύρωση της συναλλαγής πραγματοποιήθηκε λίγες ώρες αργότερα, όπως αναφέρεται σε εσωτερικό έγγραφο που περιήλθε στη γνώση των Financial Times.
Αυτή η μεταφορά των 81 τρισεκατομμυρίων δολαρίων φαίνεται πως οφείλεται σε ένα σφάλμα εισαγωγής δεδομένων και ένα δύσκολο εφεδρικό σύστημα διασύνδεσης χρήστη.
Η τράπεζα γνωστοποίησε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι η πληρωμή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, διότι δεν διαθέτει τέτοια χρήματα.
Η Citigroup διαβεβαίωσε σήμερα σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι οι «έλεγχοί της εξακρίβωσης αναγνώρισαν γρήγορα το λάθος σε ένα ποσό που μεταφέρθηκε μεταξύ δύο λογαριασμών της City και ακυρώσαμε τη μεταφορά».
Η τράπεζα πρόσθεσε πως οι μηχανισμοί της «θα είχαν επίσης εμποδίσει τη μεταφορά των χρημάτων εκτός της τράπεζας».
«Αν και δεν υπήρξαν συνέπειες για την τράπεζα ή τον πελάτη μας, αυτό το επεισόδιο υπογραμμίζει τις συνεχείς προσπάθειές μας για να εξαλείψουμε τις μη αυτοματοποιημένες διαδικασίες και να αυτοματοποιήσουμε τους ελέγχους», συμπληρώνει η τράπεζα.
Η Citigroup ενημέρωσε τις αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αρχές για την εσφαλμένη μεταφορά, κάνοντας λόγο για ένα ατύχημα «που αποφεύχθηκε», σύμφωνα με μία πηγή την οποία επικαλούνται οι Financial Times.
Τον Ιούλιο του 2024, στην τράπεζα επιβλήθηκε ένα πρόστιμο ύψους 135,6 εκατομμυρίων δολαρίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα και το Γραφείο Ελέγχου Νομισματικής Πολιτικής (OCC- Office of the Comptroller of the Currency) για ανεπαρκή πρόοδο στους τομείς του εσωτερικού ελέγχου και της διαχείρισης κινδύνων.
ΑΠΕ – ΜΠΕ, AFP