Τυχόν παράνομη επιλογή των ανωτάτων δικαστικών θα οδηγούσε σε βέβαιη ακύρωση του σχετικού προεδρικού διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας
«Οι μάσκες έπεσαν» δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, μετά το «όχι» της ΝΔ στη συναίνεση που ζήτησε το Μαξίμου για τις αλλαγές στην ηγεσία της Δικαιοσύνης. Μόνο που οι αλλαγές αυτές είχαν προαποφασιστεί από την κυβέρνηση (π.χ. για την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, προτείνεται η κα Κοκοτίνη που έκανε δεκτό το αίτημα της Ξένης Δημητρίου για αναίρεση της απόφασης για την άδεια Κουφοντίνα), με προφανή στόχο, όπως κατήγγειλε από την πρώτη στιγμή η οδός Πειραιώς, τον έλεγχο του κορυφαίου θεσμού, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρίσκεται στην αντιπολίτευση.
Ωστόσο, από τη ΝΔ δεν μένουν μόνο στα πρόσωπα (έστω και αν στη Διάσκεψη των Προέδρων είχαν πει και εκεί «όχι» για τη συγκεκριμένη δικαστικό). Στέκονται και στο γεγονός ότι ακόμη και αν υπήρχε διακομματική συναίνεση, η διαδικασία διορισμού της ανώτατης Δικαιοσύνης, είναι αντισυνταγματική, καθώς, όπως εξηγούσε ο αρμόδιος τομεάρχης Νίκος Παναγιωτόπουλος, που απάντησε στον κ. Καλογήρου, «μια κυβέρνηση που έχει προκηρύξει εκλογές είναι επί της ουσίας υπηρεσιακή και ως εκ τούτου μπορεί να προβαίνει μόνον σε πράξεις διαχείρισης τρεχουσών υποθέσεων ενόψει των εκλογών».
Το «μυστικό» όμως πίσω από την άρνηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που αποδεικνύει όπως έλεγαν από την οδό Πειραιώς, ότι η ΝΔ είπε «όχι» σε αλλαγές στη Δικαιοσύνη τώρα, για να προστατεύσει το κύρος του θεσμού, βρίσκεται στην τελευταία παράγραφο της επιστολής του κ. Παναγιωτόπουλου και σε ένα συγκεκριμένο νόμο. Πρόκειται για τον 2190/94 που απαγορεύει ρητά, κατά την προεκλογική περίοδο, οποιονδήποτε διορισμό σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού, πολλώ δε μάλλον στην ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων.
Όπως εξηγεί ο γαλάζιος τομεάρχης, τυχόν παράνομη επιλογή των ανωτάτων δικαστικών όπως αυτή που προτείνει η κυβέρνηση, θα οδηγούσε σε βέβαιη ακύρωση του σχετικού προεδρικού διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αυτό όμως, θα είχε ως συνέπεια να κινδυνεύσει η νομιμότητα όλων των αποφάσεων που θα εκδοθούν στο μέλλον από τα ανώτατα δικαστήρια, υπό τη σύνθεση που θέλει να επιβάλλει η κυβέρνηση προεκλογικά, με ότι αυτό σημαίνει για το κύρος της Δικαιοσύνης.
Το γεγονός πάντως, ότι πρόκειται για ένα ακόμη προεκλογικό παιχνίδι του Μαξίμου με στόχο όχι μόνο να ελεγχθεί η σύνθεση των ανώτατων δικαστηρίων, αλλά να μπει στο στόχαστρο η ΝΔ λόγω της άρνησής της στη δήθεν ζητούμενη συναίνεση, αποδεικνύεται ότι αυτή δεν επιδιώχθηκε διακομματικά αλλά μόνο από την αξιωματική αντιπολίτευση. Μάλιστα υπήρξε και αντίδραση της Φώφης Γεννηματά, που έκανε λόγο για «θεσμική ακροβασία», τονίζοντας πως «η διασφάλιση της ανεξαρτησίας και του κύρους της Δικαιοσύνης, απαιτεί αξιοκρατική επιλογή για την ηγεσία της με ευρύτερη συναίνεση».
Στα ζητήματα ηθικής πάντως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα δώσει ιδιαίτερο βάρος στο χρόνο που απομένει μέχρι τις εθνικές κάλπες, καθώς θεωρεί ότι είναι εκείνα τα οποία διαφοροποιούν τη ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ και θα παίξουν μεγάλο ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα. «Θα σταθούμε με απόλυτο σεβασμό απέναντι στη λαϊκή ετυμηγορία της προηγούμενης Κυριακής, χωρίς αλαζονεία, αλλά με το ήθος και το ύφος το οποίο διέκρινε και διακρίνει πάντα αυτή τη μεγάλη παράταξη», δήλωσε χθες από το Αιγάλεω.
«Αν κερδίσαμε ακόμα ένα στοίχημα την Κυριακή που μας πέρασε, είναι ότι μπορούμε να μιλήσουμε με θετικό λόγο σε μια κουρασμένη κοινωνία η οποία είναι έτοιμη να μας ακούσει. Δεν χρειαζόμαστε κραυγές, δεν χρειαζόμαστε φωνές, δεν χρειαζόμαστε διχασμούς», πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης κάνοντας μια σύντομη αποτίμηση της νίκης των ευρωεκλογών.