Το ζήτημα αυτό δεν έχει κλείσει αφού η Γερμανία δεν ξόφλησε ποτέ την Ελλάδα. Την αναγκαιότητα να δοθούν τα χρήματα την αναγνωρίζουν και οι ίδιοι οι Γερμανοί.
Η απόφαση του ελληνικού κοινοβουλίου να ζητήσει από την κυβέρνηση «να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες διπλωματικές και νομικές ενέργειες για τη διεκδίκηση και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του ελληνικού κράτους από τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» και η ανακοίνωση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα ότι θα σταλεί σχετική ρηματική διακοίνωση προς το Βερολίνο, σχολιάστηκε εκτενώς από τα γερμανικά ΜΜΕ.
Η γερμανική κυβέρνηση περιορίστηκε, όπως αναμενόταν, να επαναλάβει την πάγια θέση της, περί ζητήματος «πολιτικά και νομικά οριστικώς διευθετημένου». Γερμανοί πολιτικοί και ιστορικοί, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα μιλούν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την απόφαση της Βουλής και για τις προοπτικές διεκδίκησης των ελληνικών αξιώσεων. Ειδικότερα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μιλούν η βουλευτής της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke) Ούλα Γέλπκε, ο πρόεδρος της Επιτροπής Θεμελιωδών Αξιών του SPD Γκεζίνε Σβαν, ο ιστορικός Χάρτμουτ Ρίμπνερ και o πολιτικός επιστήμονας και ερευνητής Καρλ Χάιντς Ροτ. Για «επιβεβλημένη από καιρό» απόφαση κάνει λόγο η βουλευτής της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke) Ούλα Γέλπκε και τονίζει ότι «η Γερμανία δεν πλήρωσε ποτέ για τα κατοχικά εγκλήματά της».
Όπως λέει, οι Γερμανοί κατακτητές σκότωσαν, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν. Γι’ αυτό η Γερμανία πρέπει επιτέλους να καταβάλει μια ανάλογη χρηματική αποζημίωση». Αναφερόμενη στη στάση που τηρεί, εδώ και χρόνια, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας της, η κ. Γέλπκε τη χαρακτηρίζει «ντροπιαστική», επισημαίνοντας ότι «έως τώρα δεν υπήρξε καμία καταβολή, η οποία να αξίζει καν να ονομαστεί αποζημίωση». Όποιος θέλει «να ξεπεράσει επαρκώς την ιστορία των ναζιστικών εγκλημάτων, πρέπει να αντιμετωπίσει με συνέπεια και το ζήτημα των οικονομικών αποζημιώσεων. Γι’ αυτό ζητώ η γερμανική κυβέρνηση να μπει σε σοβαρή συζήτηση με την ελληνική κυβέρνηση», τονίζει και δεσμεύεται να στηρίξει στην Bundestag τις αξιώσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Άλλωστε, όπως υπενθυμίζει, η ΚΟ της Αριστεράς έχει ήδη κατά το παρελθόν καταθέσει ερωτήσεις στην Bundestag, οι οποίες τονίζουν τη γερμανική υποχρέωση για επανορθώσεις. «Δεν επιτρέπεται να χαθεί άλλος χρόνος, διότι για μένα αποτελεί προτεραιότητα η αποζημίωση των ακόμη ζώντων θυμάτων του εθνικοσοσιαλισμού», καταλήγει. Από την πλευρά τού συγκυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), το ιστορικό στέλεχος και πρόεδρος της Επιτροπής Θεμελιωδών Αξιών του κόμματος, Γκεζίνε Σβαν, σημειώνει ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις «υπενθύμιζαν στη Γερμανία διαρκώς και πριν από το 2015 τις οφειλές από τον πόλεμο». Το 2015 ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε «απέρριψε κατηγορηματικά κάθε σχετική συζήτηση, αλλά ταυτόχρονα απαίτησε εξίσου κατηγορηματικά από την ελληνική κυβέρνηση την τακτοποίηση του τρέχοντος χρέους της, καθώς και την υπαγωγή στο “πρόγραμμα βοήθειας” της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ», υπενθυμίζει η κυρία Σβαν και τονίζει ότι η ίδια θεώρησε αυτή τη στάση «ηθικά αφόρητη», κάτι που δήλωσε και δημοσίως.
Σε ό,τι αφορά την επιλογή του χρόνου για την ανακίνηση του ζητήματος από την ελληνική πλευρά, η σοσιαλδημοκράτης πολιτικός εξηγεί ότι, από την στιγμή που το 2015 η Γερμανία απέρριψε κάθε συζήτηση για το θέμα, είναι κατανοητό το γεγονός ότι «η συζήτηση για τις οφειλές από τον πόλεμο, οι οποίες δεν είχαν ποτέ εγκαταλειφθεί από την ελληνική κυβέρνηση, ξεκίνησε πάλι μετά το “πρόγραμμα βοήθειας”. Ασφαλώς παίζει εδώ ρόλο και η προεκλογική περίοδος. Για τον Τσίπρα είναι μια δυνατότητα να δείξει τον πατριωτισμό του και ταυτόχρονα ένας τρόπος να προλάβει αντίστοιχες αξιώσεις της αντιπολίτευσης», προσθέτει και υποστηρίζει ότι η γερμανική κυβέρνηση πρέπει τουλάχιστον να μπει σε διάλογο με την Ελλάδα. «Απευθύνω έκκληση για αυτό», τονίζει, αλλά διευκρινίζει ότι δεν πιστεύει ότι η γερμανική κυβέρνηση μπορεί να ανοίξει πάλι νομικά το θέμα, αν και κατά την άποψή της αυτό δεν έχει ξεκαθαριστεί με σαφήνεια. «Αλλά τότε θα αντιμετώπιζε ένα κύμα αξιώσεων από άλλες χώρες.
Και αυτό δεν θα το άντεχε. Αλλά, όπως και με την Πολωνία, θα μπορούσε κανείς υπό τη μορφή ενός Ιδρύματος (πέρα από το γερμανοελληνικό Εργαστήριο Νεολαίας) να συνεισφέρει σε ένα ταμείο, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει σε τρέχουσες απαραίτητες επενδύσεις π.χ. για την ενίσχυση κοινοτήτων (ιδίως εκείνων οι οποίες επλήγησαν τότε)». Αυτό, συνεχίζει, «μου φαίνεται ακόμη πιο επιτακτικό, καθώς με την επιβεβλημένη ειδικά από την γερμανική κυβέρνηση λιτότητα από το 2010, η οποία ήταν οικονομικά δυσλειτουργική για την αποπληρωμή χρέους, έχει ζημιωθεί σοβαρά η ελληνική οικονομία και η κοινωνία (π.χ. με την ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας, με την μείωση κατά 25% του ΑΕΠ) και με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν αυτές έστω και κάπως να αποζημιωθούν».
«Ευπρόσδεκτη» χαρακτηρίζει την απόφαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου και ο ιστορικός Χάρτμουτ Ρίμπνερ, συγγραφέας, μαζί με τον ιστορικό Καρλ Χάιντς Ροτ, του βιβλίου «Το χρέος των επανορθώσεων. Υποθήκες της γερμανικής κατοχικής κυριαρχίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη». «Ομοίως, θα ήταν κατά την γνώμη μου ευπρόσδεκτο εάν η ελληνική κυβέρνηση συμβουλευόταν ανώτερες αρχές καθώς και δικαστήρια για την επιβολή αυτών των νομικών αξιώσεων», προσθέτει ο ίδιος και σημειώνει ότι η απόφαση έρχεται μεν με καθυστέρηση, «αλλά σε κάθε περίπτωση ως ανανέωση των αξιώσεων, οι οποίες έχουν διατηρηθεί σε ισχύ από δεκαετίες και οι οποίες είναι δικαιολογημένες σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο».
Ο κ. Ρίμπνερ εκφράζει την ελπίδα, η κυβέρνηση της χώρας του «να αντιμετωπίσει αυτές τις δίκαιες αξιώσεις, όχι – όπως μέχρι τώρα – με υπεκφυγές». Ελπίζει, όπως λέει, ότι θα γίνουν συγκεκριμένα βήματα για διαπραγματεύσεις προκειμένου να επιτευχθεί μια εποικοδομητική διαχείριση του συμπλέγματος των επανορθώσεων, με στόχο μια τελική διμερή λύση του προβλήματος των αποζημιώσεων. «Υπάρχει ωστόσο ο φόβος ότι η γερμανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να αναγνωρίζει μόνο ηθική υποχρέωση, από την οποία δεν απορρέει καμία υλική αξίωση», προειδοποιεί ο ίδιος. Ο συνεργάτης του, ιατρός, πολιτικός επιστήμονας και ερευνητής Καρλ Χάιντς Ροτ, μιλάει για «επιβεβλημένη» εδώ και καιρό απόφαση, η οποία στέλνει «ένα θετικό μήνυμα για μια πρωτοβουλία προς μια οριστική ρύθμιση του ζητήματος των επανορθώσεων».
Το χρονικό σημείο είναι καθυστερημένο, προσθέτει, αλλά «τελικά καλά επιλεγμένο», καθώς «η Ελλάδα έχει ελευθερωθεί από τις επιταγές της Τρόικας και μπορεί τώρα να αντιμετωπίσει την γερμανική κυβέρνηση ως ίσος προς ίσο». Πώς προβλέπει ότι θα αντιδράσει η γερμανική κυβέρνηση; «Θα παραμείνει αρχικά στον δρόμο της απόλυτης απόρριψης. Είναι αναγκαία σημαντική πίεση, προκειμένου να υποχρεωθεί να υποχωρήσει. Αυτή η πίεση κατά την άποψή μου μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν η Ελλάδα ενώσει τις δυνάμεις της με την Πολωνία και όσο το δυνατόν περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν αξιώσεις για επανορθώσεις, και από κοινού κινηθεί πολιτικά και νομικά εναντίον της γερμανικής κυβέρνησης», εκτιμά.