Ίσως να ακούγεται περίεργο αλλά έχει επιβεβαιωθεί μέσω ερευνών.
Tα ποσοστά της παχυσαρκίας είναι σημαντικά χαμηλότερα στις χώρες που παρατηρείται υψηλή κατανάλωση ρυζιού (κατά μέσο όρο 150g/ημέρα/άτομο), ενώ στις χώρες με χαμηλή κατανάλωση ρυζιού (καρά μέσο όρο 14g/ημέρα/άτομο) καταγράφονται υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας, υποστηρίζουν ερευνητές βάσει μελέτης που παρουσίασαν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία (28 Απριλίου – 1 Μαΐου) στη Γλασκόβη.
Πρόκειται για διεθνή μελέτη που συμπεριέλαβε 136 χώρες και συνεκτίμησε και άλλες μεταβλητές, όπως τη συνολική θερμιδική κατανάλωση, το μορφωτικό επίπεδο, το κάπνισμα, το εθνικό εγχώριο ακαθάριστο προϊόν και τις δαπάνες υγείας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Tomoko Imai από το Κολέγιο Φιλελευθέρων Τεχνών του Κιότο στην Ιαπωνία, υποστηρίζουν ότι με μια μέτρια αύξηση της μέσης κατανάλωσης ρυζιού (50g/ημέρα/άτομο – το αντίστοιχο δηλαδή ενός τετάρτου του φλιτζανιού) θα μπορούσε να μειωθεί η παγκόσμια συχνότητα της παχυσαρκίας κατά 1%, δηλαδή από 650 εκατομμύρια ενήλικες (18 ετών και άνω) σε 643,5 εκατομμύρια.
Αν και είναι γνωστό ότι τα άτομα που τρώνε πολλές φυτικές ίνες και δημητριακά ολικής άλεσης έχουν χαμηλότερο σωματικό βάρος και χοληστερόλης, καθώς και μη μεταδιδόμενων παθήσεων, η σχέση της παχυσαρκίας με το ρύζι δεν είναι ξεκάθαρη.
Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, οι ερευνητές εξέτασαν όλα τα προϊόντα ρυζιού, την σχετική ατομική ημερήσια κατανάλωση και την ενεργειακή πρόσληψη στην διατροφή 136 χωρών με πληθυσμό πάνω από ένα εκατομμύριο, βάσει δεδομένων από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.
Από τη συνδυαστική ανάλυση προέκυψε ότι, η συνολική θερμιδική κατανάλωση, τα ποσοστά καπνίσματος, παχυσαρκίας, το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών, το εγχώριο ακαθάριστο προϊόν, η μόρφωση και οι δαπάνες υγείας ήταν σημαντικά χαμηλότερα στις χώρες με υψηλότερα ποσοστά κατανάλωσης ρυζιού, όπως το Μπαγκλαντές (1ο με 473 g/ημέρα/άτομο), το Λάος (2ο, με 443 g), την Καμπότζη (3η με 438 g), το Βιετνάμ (4ο με 398 g) και την Ινδονησία (5η με 361 g), συγκριτικά με χώρες με χαμηλότερη κατανάλωση, όπως η Γαλλία (99η με 15 g/ημέρα/άτομο), το Ηνωμένο Βασίλειο (89ο με 19 g), τις ΗΠΑ (87ες με 19 g), την Ισπανία (81η με 22 g), τον Καναδά (77ο με 24 g) και την Αυστραλία (67η με 32 g).
«Η κατανάλωση ρυζιού φαίνεται να προστατεύει από την αύξηση του σωματικού βάρους, μέσω των φυτικών ινών, και των λοιπών θρεπτικών συστατικών που περιέχουν τα δημητριακά, καθώς αυξάνεται το αίσθημα της πληρότητας και προλαμβάνεται η υπερφαγία. Το ρύζι είναι επίσης χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και έχει σχετικά χαμηλό μεταγευματικό επίπεδο γλυκόζης αίματος που καταστέλλει την έκκριση ινσουλίνης. Ωστόσο, υπάρχουν και στοιχεία που δείχνουν ότι τα άτομα που υπερκαταναλώνουν ρύζι είναι πιθανότερο να εκδηλώσουν μεταβολικό σύνδρομο και διαβήτη. Επομένως, η σωστή ποσότητα ρυζιού προλαμβάνει την παχυσαρκία», υπογράμμισε ο Δρ. Imai.