Επί 28 χρόνια δέσποζε ως το απόλυτο σύμβολο διχασμού και αντιζηλίας δύο κυρίαρχων κόσμων, που μετέτρεψαν τις σφαίρες επιρροής τους και κυρίως την ηττημένη Γερμανία σε «πειραματόζωα» τους.
Η υλική απεικόνιση μιας διχοτομημένης από το σιδηρούν παραπέτασμα Ευρώπης, που ερμηνεύτηκε κατά το δοκούν στην κάθε πλευρά του. Στα δυτικά του ήταν το «τείχος της ντροπής», στα ανατολικά το «αντιφασιστικό τείχος προστασίας».
Για μια 16ετία το Βερολίνο αποτέλεσε ένα κοινό σπίτι δύο διαφορετικών ιδεολογιών και καθεστώτων. Έως ότου αποκτήσει, το 1961, μεσοτοιχία. Όχι καμωμένη απλώς με σοβά και ασβέστη, αλλά με υλικά που πρώτη φορά δοκιμάστηκαν για να γεμίσουν με μίσος τις καρδιές των ανθρώπων.
Η μεσοτοιχία αποδείχτηκε όμως προχειροδουλειά. Έστω κι αν επρόκειτο για μια σύνθετη στρατιωτική κατασκευή, με καλωδιακά πλέγματα, 300 παρατηρητήρια και συστήματα συναγερμού, πλαισιωμένη με διάδρομο περιπολίας για τους 14.000 φύλακες και τα 600 σκυλιά, που καθημερινά την περιφρουρούσαν. Όσο ξαφνικά πήρε τη θέση της στην παγκόσμια ιστορία, τόσο απότομα της άδειασε τη γωνιά.
Η κατάρρευση, το Νοέμβρη του ’89, θύμισε χάρτινο πύργο. Οι συνθήκες είχαν ωριμάσει τόσο που δεν χρειάστηκε καν επίσημο πρόσταγμα. Μία επικοινωνιακή γκάφα ήταν αρκετή για να γεννήσει την είδηση του 20ου αιώνα. Και αυτή με τη σειρά της να κατεδαφίσει σε χρόνο dt το Τείχος. Μαζί και μία χώρα.
Το 1989 ήταν το έτος που αποκρυσταλλώθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο το διαφαινόμενο τέλος της ΕΣΣΔ. Η Περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ δεν είχε φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η προσπάθεια του να εκσυγχρονίσει τον Κομμουνισμό, καταργώντας το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επιτρέποντας στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική, ήταν ανθρωπιστικά ευεργετική, κομματικά όμως αδιέξοδη.
Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικά κυβερνήσεις. Το χορό έσυρε η Πολωνία και έως το τέλος του ’89 οι εξεγέρσεις που πυροδοτήθηκαν είχαν ανατρέψει τον Κομμουνισμό και στις άλλες πέντε χώρες του ανατολικού μπλοκ.
Τα γεγονότα έδειξαν ότι οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης δεν υποστήριζαν τον εκσυγχρονισμό του Κομμουνισμού υπό τον Γκορμπατσόφ, αλλά προτίμησαν να τον εγκαταλείψουν εντελώς.
Λόγω της αντίδρασης του γηραιού, υπερσυντηρητικού ηγέτη της, Έριχ Χόνεκερ, η Ανατολική Γερμανία δεν συμμετείχε σ’ αυτές τις εξελίξεις. Απρόθυμος να ασπαστεί την πολιτική φιλελευθεροποίησης του Γκορμπατσόφ, αρνούνταν πεισματικά να ικανοποιήσει τα ολοένα και εντεινόμενα αιτήματα των συμπατριωτών του για εκδημοκρατισμό και ελευθερία μετακίνησης προς το εξωτερικό.
Οι διαδηλώσεις στις πόλεις της ΛΔΓ ήταν καθημερινό φαινόμενο. Με το άνοιγμα των συνόρων άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, το νέο κύμα εγκατάλειψης της χώρας προς τη Δυτική Γερμανία διοχετεύτηκε μέσω αυτών, προκαλώντας διπλωματικούς τριγμούς μεταξύ των κυβερνήσεων των χωρών αυτών και της Ανατολικής Γερμανίας.
Χιλιάδες Ανατολικογερμανοί πολίτες κατέφυγαν στις δυτικογερμανικές πρεσβείες της Πράγας και της Βαρσοβίας και πέτυχαν τελικά να τους επιτραπεί η είσοδος στη Δυτική Γερμανία. Άλλοι διέφευγαν μέσω Ουγγαρίας προς την Αυστρία, μετά το άνοιγμα των ουγγροαυστριακών συνόρων και από ’κει στη Δυτική Γερμανία.
Με την ελπίδα να διασώσει το καθεστώς, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας προσπάθησε να δώσει λύση στην εκρηκτική εσωτερική και εξωτερική κατάσταση με την αντικατάσταση του Χόνεκερ από τον Έγκον Κρεντς, τον Οκτώβρη του ‘89 και την εξαγγελία αόριστων μέτρων εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης.
Το μόνο μέσο ωστόσο που διέθεταν οι Αρχές για να κρατήσουν τους πολίτες του στη χώρα, ήταν η βίαιη απαγόρευση, η οποία στα 28 αυτά χρόνια είχε εκδηλωθεί με τις δολοφονίες πολιτών που προσπαθούσαν να υπερπηδήσουν το τείχος.
Το περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί ήταν ασφυκτικό για το καθεστώς. Οι διαδηλώσεις είχαν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας, ενώ οι ανατολικές χώρες, τις οποίες κατέκλυζαν οι πρόσφυγες για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, καλούσαν με τελεσίγραφα τη ΛΔΓ να δώσει λύση και απειλούσαν να κλείσουν τα σύνορά τους με αυτή.
Στις 6 Νοεμβρίου του 1989 η κυβέρνηση δημοσιοποίησε ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών του κόσμου και τελικά φούντωσε ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις. Την ίδια μέρα έλαβε χώρα η ιστορική συγκέντρωση της Δρέσδης, όπου μισό εκατ. άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους.
Το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος ανέθεσε σε μια επιτροπή αξιωματικών των υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας να προτείνει λύσεις. Η πρόταση ήταν να επιτραπούν η μόνιμη μετεγκατάσταση και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια, ώστε να συγκρατηθεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός πολιτών που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία.
Η ρύθμιση έπρεπε να εγκριθεί και από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Γενικός Γραμματέας του οποίου την απέρριψε εντελώς, εντοπίζοντας κάποια τεχνικά προβλήματα.
Στην Ανατολική Γερμανία ωστόσο η κυβέρνηση δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η έγκριση των νομοσχεδίων από τα υπουργεία μια τυπική διαδικασία. Ο Γενικός Γραμματέας έπαιρνε την τελική απόφαση, χωρίς να λαμβάνει απαραιτήτως υπόψιν του τις συμβουλές υπουργών.
Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονταν τη ρύθμιση και διαπίστωναν προβλήματα, το σχέδιο έφθασε ταυτόχρονα στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Το παρέλαβε ο ίδιος ο Κρέντς, αγνοώντας τις αντιρρήσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Επίσης, δεν πρόσεξε ότι το σχέδιο είχε καθοριστεί να δοθεί την επομένη στον Τύπο.
Ο Γενικός Γραμματέας έδωσε το σχέδιο μαζί με ένα σχετικό δελτίο Τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκίντερ Σαμπόφσκι.
Εκείνος το παρέλαβε καθ’ οδόν προς την αίθουσα Τύπου, όπου επρόκειτο να δώσει συνέντευξη στους Ανατολικογερμανούς και ξένους δημοσιογράφους. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο Διεθνές Κέντρο Τύπου το Ανατολικού Βερολίνου, το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου και μεταδόθηκε ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας.
Προς το τέλος της συνέντευξης, ο Σαμπόφσκι, ο οποίος δεν είχε προλάβει να διαβάσει το σχέδιο, ανέφερε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση.
Στην εύλογη ερώτηση των δημοσιογράφων ποια ήταν αυτή, άρχισε να διαβάζει αμήχανα το σχέδιο, χωρίς να γνωρίζει ότι δεν είχε εγκριθεί και ήταν υπό επεξεργασία. Ο Σαμπόφσκι είχε υπόψιν του μόνο την κεντρική ιδέα, η οποία δεν ήταν έτοιμη προς εφαρμογή και φυσικά προς ανακοίνωση.
Τα τεχνικά ζητήματα που είχε εντοπίσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν υπαρκτά και έχριζαν τακτοποίησης. Με τον τρόπο που δόθηκε το σχέδιο στη δημοσιότητα, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι πύλες του Τείχους θα έπρεπε να μένουν μονίμως ανοιχτές.
Ένα άλλο θέμα ήταν από πότε θα εφαρμοζόταν η ρύθμιση. Ο Ιταλός δημοσιογράφος Ρικάρντο Έρμαν του πρακτορείου ANSA, έκανε την καίρια ερώτηση. Χωρίς να έχει την παραμικρή ενημέρωση για το οτιδήποτε, ο Σαμπόφσκι έθεσε ακούσια τη βόμβα στα θεμέλια του πολιτικού συστήματος που εκπροσωπούσε.
Προσπαθώντας να απαντήσει για το χρόνο έναρξης εφαρμογής του σχεδίου, άρχισε με εμφανή νευρικότητα να ψάχνει τα χαρτιά του. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπής απάντησε: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή… απ’ όσο ξέρω… αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».
Η συγκεχυμένη αναφορά ενός μπλεγμένου στα πλοκάμια της γραφειοκρατίας αξιωματούχου μετατράπηκε μέσα σε λίγα λεπτά στο μεγαλύτερο τηλεοπτικό γεγονός της ιστορίας.
Τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων και ακολούθως η ανατολικογερμανική τηλεόραση αναμετάδωσαν τη συνέντευξη και με την πρακτική του «χαλασμένου τηλεφώνου» συνόψισαν την είδηση ως «άνοιγμα του Τείχους του Βερολίνου».
Μέσα σε μισή ώρα η μεθοριακή περιοχή του Τείχους καταλήφθηκε από χιλιάδες κόσμου εκατέρωθεν, με τους συνοριοφύλακες να κοιτούν αποσβολωμένοι, έχοντας πλήρη άγνοια των γεγονότων.
Αργότερα το ίδιο βράδυ, η κυβέρνηση της ΛΔΓ προσπάθησε να ανακαλέσει την ανακοίνωση, καλώντας τους πολίτες να σχηματίσουν μια ομαλή σειρά αναμονής στο γραφείο μετανάστευσης, το επόμενο πρωί.
Ήταν όμως ήδη πολύ αργά. Κάποια σκληροπυρηνικά στελέχη του κόμματος και της κυβέρνησης πρότειναν τη χρήση βίας, οι φωνές που επικράτησαν όμως ήταν αυτές της λογικής και τέτοια εντολή δεν δόθηκε ποτέ από τους διοικητές.
Η λαοθάλασσα που συνέρρευσε από την ανατολική πλευρά απαιτούσε την «εδώ και τώρα» διέλευση στην αντίπερα όχθη. Μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστεί από το πλήθος, το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου Μπόρνχολμερ Στράσε άνοιξε τις πύλες του μία ώρα πριν από τα μεσάνυχτα.
Ήταν η «Κερκόπορτα». Οι αντιδράσεις ήταν αλυσιδωτές. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες κανένα φυλάκιο δεν είχε μείνει κλειστό.
Η Ιστορία είχε εκείνο το βράδυ «παγώσει» πέριξ του πιο μισητού εμβλήματος που κατασκεύασε ο άνθρωπος. Οι συμμετέχοντες σε όσα εκτυλίχθηκαν μπορούν να καμαρώνουν ότι έδωσαν τη χαριστική βολή στον Ψυχρό Πόλεμο.
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δέχτηκαν τους πολίτες της ΛΔΓ με ενθουσιασμό. Άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αγκαλιάζονταν σαν μικρά παιδιά, σκαρφαλώνοντας και από τις δύο πλευρές στο Τείχος. Οι κόρνες των αυτοκινήτων «παιάνιζαν» σαν καμπάνες εν ώρα Ανάστασης, οι μπυραρίες στην περιοχή πρόσφεραν δωρεάν μπύρα στο πλήθος. Οι πιο ανυπόμονοι πήραν αμέσως σφυριά και καλέμια ώστε να εξαφανίσουν το κομμάτι της «μαύρης» ιστορίας που τους στοίχειωνε.
Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας ουσιαστικά δεν υπήρχε πια.
Μαζί της και το «Τείχος της Ντροπής». Αυτή η προχειροδουλειά, που για 28 χρόνια εξασφάλιζε κατάρες στους εμπνευστές της από δύση και ανατολή. Και που τελικά είχε την τύχη που της έπρεπε. Καταρρέοντας εν μια νυκτί, από ένα παιδαριώδες, γραφειοκρατικό, λάθος.