Τον Οκτώβριο του 1925 ο ιατρός Λειβαδάς εγκαταστάθηκε στο νέο του σπίτι στο κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα στην οδό Στουρνάρα.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες ο ίδιος, η σύζυγός του και η υπηρέτριά τους άρχισαν να αντιλαμβάνονται διάφορους, αναίτιους κρότους, οι οποίοι προέρχονταν από διαφορετικά σημεία μέσα στην καινούρια τους εστία.
Η νεόδμητη οικία ήταν απομονωμένη και έτσι είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο οι ανεξήγητοι θόρυβοι να προέρχονταν από γειτονικό ή όμορο σπίτι.
Όλοι οι ένοικοι αντιλαμβάνονταν τους κρότους, επομένως ήταν όλοι τους τρομοκρατημένοι, καθώς δεν έβρισκαν καμία λογική εξήγηση στο τι τους προκαλούσε.
Συχνά άκουγαν ανθρώπινα βήματα, σαν κάποιος να περπατούσε δίπλα τους, χωρίς φυσικά να μπορούν να τον δουν.
Ενίοτε, βροντεροί κρότοι ξεπηδούσαν αιφνιδιαστικά από τους τοίχους, το πάτωμα, ακόμα κι από το ταβάνι.
Αργότερα, λες και τα έπιπλα και τα οικιακά αντικείμενα είχαν αποκτήσει αυτόνομη οντότητα και πρωτοβουλία, άλλαζαν διαρκώς θέση από μόνα τους, προξενώντας τριγμούς και κάθε λογής ήχους.
Πριν πέσουν για ύπνο, ο κύριος και η κυρία Λειβαδά συνήθιζαν να τακτοποιούν τα παπούτσια τους μέσα στα κομοδίνα τους. Μα, τις νύχτες τα παπούτσια δραπέτευαν κι έπεφταν με πάταγο στη μέση του δωματίου. Το ζεύγος ξυπνούσε πανικόβλητο και βρισκόταν μπροστά στο παράλογο θέαμα.
Μια νύχτα, η υπηρέτρια βγήκε ξεφωνίζοντας από την κουζίνα, τόσο που ξεσήκωσε τη γειτονιά στο πόδι. Εκμυστηρεύτηκε στην κυρία της πως ήρθε αντιμέτωπη με πραγματικό φάντασμα, το οποίο σχεδόν την διαπέρασε.
Ένα άλλο βράδυ, η κυρία Λειβαδά είδε την καταπακτή του δωματίου, η οποία οδηγούσε σ’ ένα μικρό υπόγειο, να ανασηκώνεται χωρίς να την κρατάει ανθρώπινο χέρι. Τρόμαξε τόσο, που άρχισε να ουρλιάζει κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα της υπηρέτριά της.
Όταν κατόπιν επέστρεψε ο σύζυγός της από ιατρική επίσκεψη, του διηγήθηκε τα πάντα. Έψαξαν όλοι μαζί με σχολαστικότητα, μήπως και εντοπίσουν κάποιον λαθραίο επισκέπτη ή οτιδήποτε ύποπτο. Μάταια όμως…
Όλα αυτά ώθησαν τα μέλη της οικογένειας να εγκαταλείψουν το ολοκαίνουριο σπίτι τους και να εγκατασταθούν προσωρινά σε ξενοδοχείο, μέχρι να ηρεμήσουν και να αποφασίσουν για το μέλλον τους.
Το άρθρο συντάχθηκε από τον Κ. Λόντο, Αντιπρόεδρο του Συνδέσμου των “Φίλων της Μεταψυχικής” και δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 16/02/1963
Πηγή: strangepress.gr